Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Εδώ σ' αγαπώ




Εδώ σ'αγαπώ.
Ο άνεμος ξεμπλέκεται στα σκοτεινά τα δέντρα.
Και φωσφορίζει η σελήνη στα ρέμπελα νερά.
Περνούν οι μέρες όμοιες η μια απ' την άλλη.
Διαλύεται η καταχνιά σε χορευτές φιγούρες.
Ένα γλαράκι ασημί ξεκρέμεται απ'την δύση.
Αριά και που κάποιο πανί. Ψηλά,ψηλά τ'αστέρια.
Ή καραβιού μαύρος σταυρός.
Μόνος.
Καμιά φορά με βρίσκει η αυγή
κι είναι υγρή ως και η ψυχή μου.
Ηχεί,αντηχεί η θάλασσα η αλαργινή.
Αυτό είναι λιμάνι.
Εδώ σ'αγαπώ.
Εδώ σε αγαπάω και μάταια σε κρύβει ο ορίζοντας.
Και σ'αγαπώ και ως μες τα πράγματα αυτά τα κρύα.
Συχνά πηγαίνουν τα φιλιά μου σε αυτά τα πλοία τα βαριά.
Πλοία που τρέχουν στο νερό για εκεί που δεν θα φτάσουν.
Και νιώθω να έχω ξεχαστεί σε τούτες τις παλιάγκυρες.
Κι οι μώλοι είναι πιο θλιβεροί όταν ποδίζει η νύχτα.
Και φθείρεται ανώφελα πεινώντας η ζωή μου.
Ό,τι δεν έχω αγαπώ.... Κι είσαι τόσο μακρυά.
Στα αργόσυρτα η ανοία μου χτυπιέται δειλινά.
Μα η νύχτα φτάνει και κι αρχίζει να μου τραγουδάει.
Με βλέπουν με τα μάτια σου τα πιο μεγάλα αστέρια.
Κι έτσι που σ'αγαπώ εγώ,στον άνεμο τα πεύκα
θέλουν με τις βελόνες τους να ψάλουν τ'όνομά σου.


ΝΑ ΣΥΛΛΟΓΙΕΜΑΙ ΕΓΩ...

Να συλλογιέμαι εγώ και ήσκιους να καταπίνω...
μέσα στην άπατη μοναξιά.
Μα εσύ να είσαι μακριά κάπου,
κι απ' ό,τι ζωντανό πιο πέρα ακόμα.
Να συλλογιέμαι, να λευτερώνων πουλιά, να εκπορεύω εικόνες,
να καταχωνιάζω φανούς και λαμπάδες στα έγκατα.
Καμπαναριό μου με την καταχνιά και τις αντάρες,
εκειδά πέρα, εκειδά πάνω, αλάργα!
Να φορτώνω εγώ δίφρους με θρηνωδίες,
ν'αλέθω εδώ ελπίδες σκυθρωπές,
ο αμίλητος εγώ μυλωνάς,
και σένα να σε κουκουλώνει η νύχτα,
έξω, μακριά απ' την πόλη.
Η παρουσία σου είν' απόμακρη, αλλόκοτη για μένα,
σαν και τι!...
Αναλογίζομαι πως ήταν η ζωή μου προτού να' ρθεις εσύ.
Η ζωή μου προ πάσης ελεύσεως, η στυφή η ζωή μου.
Το σκούξιμο εκείνο εκεί κατάντικρυ στη θάλασσα,
ανάμεσα στα βράχια,
να πιλαλάει ελεύθερο, λωλό, ίσα με την ούγια της θάλασσας.
Η μάνητα του παράπονου, το σκούξιμο εκείνο εκεί,
η μονοξιά της θαλάσσης.
Να ξεμπουκάρουνε ώσπερ βιαίας πνοής
και ν' ανέρχονται στους ουρανούς.
Γυναίκα εσύ, που ήσουν εδώ,
σαν τι χασές και σαν τι καλαμόξυλο
να ήσουνα από τούτην εδώ την πελώρια βεντάλια?
Μακριά ήσουνα και τότε όπως και τούτην εδώ την ώρα.
Στο δάσος πυρκαγιά! Και καίει
με μικρά του σταυρού σχήματα γαλάζια!
Καίει και καίει και κατελεί ανάσβολα δέντρα!
Τα ρίχνει κάτω και τριζοβολάει το τόπος!
Πυρκαγιά! ... Πυρκαγιά!....
Και η ψυχή μου, καψαλισμένη αυλητρίδα,
πάνω στις σχίζες και στα πελεκούδια τ'αναμμένα χορεύει!
Ποιος σκούζει εδώ? Ποια σιωπή
κατοικημένη από φωνές και αντίλαλους?
Ώρα της νοσταλγίας, ώρα της ευφροσύνης, ώρα της μοναξιάς,
ώρα δικιά μου ανάμεσα σ'όλες τις άλλες ώρες!
Αχιβάδα, απ΄όπου μέσα κει διαβαίνει τραγουδώντας ο άνεμος!
Πάθος μέγα της ελεγείας, όλο λυγμούς,
ξεγυμνωμένο στο κορμί μου απάνω!
Εσύ να σιέσαι απ' τις ρίζες σου όλες
και να χιμάω εγώ απ'τις χαίτες των κυμάτων μου όλων!
Τσέρκι πανηγυριώτικο και λυπημένο κι ασταμάτητο
η ψυχή μου και κύλαγε...


ΠΟΙΟΙ ΑΓΑΠΗΘΗΚΑΝ ΟΠΩΣ ΕΜΕΙΣ;

Ποιοi αγαπήθηκε όπως εμείς; Να ψάξουμε
τις παλιές στάχτες της καμμένης καρδιάς
κι εκεί να πέσουν ένα-ένα τα φιλιά μας
μέχρι να αναστηθεί το ακατοίκητο λουλούδι.
Αγαπάμε τον έρωτα που ανάλωσε τον καρπό του
και κατέβηκε στη γη με πρόσωπο και εξουσία:
εσύ κι εγώ είμαστε το φως που συνεχίζει,
το άθραυστο λεπτοκαμωμένο στάχυ.
Στο θαμμένο έρωτα κρύο από πολύ καιρό,
από χιόνι και άνοιξη, από λήθη και φθινόπωρο,
πλησιάζουμε με το φως ενός νέου μήλου,
της ανοιχτής δροσιάς από μια νέα πληγή,
όπως ο παλιός έρωτας που περπατάει στη σιωπή
για μια αιωνιότητα από θαμμένα στόματα.

Δίψα για σένα...

Δίψα για σένα που με κυνηγάει στις πεινασμένες νύχτες
Τρεμάμενο κόκκινο χέρι, που ως τη ζωή σου υψώνεται
Μεθυσμένη δίψα, τρελή δίψα, δίψα του δάσους στην ξηρασία,
δίψα του μετάλλου, δίψα των αχόρταγων ριζών
Δίψα για σένα που τις νύχτες με δαγκώνει σα σκύλος
Τα μάτια σου διψάνε, γιατί είναι τα μάτια σου
Το στόμα σου διψάει, γιατί είναι τα φιλιά σου
Η ψυχή είναι αναμμένη από αυτή τη χόβολη που σ' αγαπάει
Το σώμα, ζωντανή πυρκαγιά που πρέπει να κάψει το σώμα σου
Δίψα που αναζητάει τη δίψα σου
Και μέσα σ' αυτήν εκμηδενίζεται σαν το νερό στη φωτιά

Είναι σαν μια παλίρροια...

Είναι σα μια παλίρροια, όταν καρφώνει σε μένα
τα πένθιμα μάτια της,
όταν νιώθω το σώμα της από άσπρο κινούμενο άργιλο
να ξαπλώνεται και να πάλλεται δίπλα μου,
είναι σαν μια παλίρροια, όταν εκείνη είναι στο πλευρό μου
Νερό, που προχωράει πάνω στις ακρογιαλιές,
σαν ένα τολμηρό χέι κάτω από ένα ρούχο,
νερό που φυλακίζεται μέσα στις θαλασσοσπηλιές,
νερό που ανατινάζεται πάνω στους βράχους,
νερό της ολέθριας νύχτας,
νερό αμείλικτο,
σαν την καρδιά της θάλασσας
Όταν εκείνη είναι στο πλευρό μου,
είναι σα μια παλίρροια,
κομματιάζοντας τον εαυτό της μες στα μάτια της
και φιλώντας το στόμα της, τα στήθια της, τα χέρια της
Αυτή, λαξεμένη μες στην καρδιά της νύχτας,
απ' την ανησυχία των παραισθησιογόνων ματιών μου,
αυτή, χαραγμένη στα ξύλα του δάσους
απ' τα μαχαίρια των χεριών μου,
αυτή, η χαρά της δίπλα στη δικιά μου,
αυτή, τα πένθιμα μάτια της,
αυτή, η καρδιά της ματωμένη πεταλούδα
που με τις δυο κεραίες του ενστίκτου μ' άγγιξε!
Είναι σα μια παλίρροια που με σέρνει και με αναδιπλώνει,
είναι σαν μια παλίρροια, όταν αυτή είναι στο πλευρό μου

Τραγούδι του αρσενικού

Κοιμήσου πάνω στους πόνους μου
αν οι πόνοι μου δε σε καίνε
δέσου στις φτερούγες μου
ίσως οι φτερούγες μου σε κουβαλήσουν
Η ψυχή μου χύνει την ουσία της στην ξαπλωμένη σου σάρκα
η καρδιά μου σκορπίζεται, ξαπλώνοντας σαν ένας πάνθηρας
Αναστήλωσε τους πόθους μου!
Εσύ είσαι το μόνο που έχω
από τότε που έχασα τη θλίψη μου
Σε δέχομαι
όπως το αυλάκι τη σπορά
Με δέχεσαι
Όπως ο άνεμος το ιστίο
Ξέσκισέ με σαν ένα σπαθί
ή άγγιξέ με σαν μια κεραία!
Φίλησέ με,
δάγκωσέ με,
κάψε με,
εγώ έρχομαι στη γη
μόνο για το ναυάγιο των αρσενικών ματιών σου
μες στο απέραντο νερό των θηλυκών ματιών μου

Φίλη μην πεθαίνεις

Φίλη, μην πεθαίνεις!
ʼκουσέ μου αυτά τα λόγια που μου βγαίνουν αναφλογισμένα
και που κανείς δεν θα έλεγε, αν εγώ δεν τα έλεγα
Φίλη, μην πεθαίνεις!
Είμαι εγώ εκείνος που σε περιμένει στην έναστρη νύχτα.
Αυτός που κάτω απ' το 'ματοβαμένο ήλιο που δύει σε περιμένει.
Μεσ' στη νύχτα, στο πηχτό άρωμα των ρόδων,
όταν χορεύει η περίπολος των απέραντων σκιών.
Κάτω απ' τον ουρανό του Νότου, αυτός που σε περιμένει
όταν ο αγέρας της νύχτας σαν ένα στόμα φιλά.
Φίλη, μην πεθαίνεις!

Είμαι εγώ εκείνος που έκοψε τις επαναστατημένες γιρλάντες
για το άγριο ευωδιαστό κρεβάτι στον ήλιο και στο δάσος.
Αυτός που κουβάλησε στα μπράτσα του κίτρινους υακίνθους.
Και ρόδα ξεσχισμένα. Και ματωμένες παπαρούνες.
Αυτός που έσπασε τα τόξα του. Αυτός που δίπλωσε τα βέλη του.
Είμαι εγώ εκείνος που στα χείλια σου φιλάει τη γεύση των σταφυλιών.
Αυτός που σε φωνάζει από τις κατάφυτες πεδιάδες.
Είμαι εγώ εκείνος που στην ώρα του έρωτα σ' επιθυμεί.
Ο αγέρας της νύχτας ανασαλεύει τα ψηλά κλαριά.
Μεθυσμένη η καρδιά μου, κάτω απ' τον Θεό, ταλαντεύεται.
Ο ποταμός αμολήθηκε και ξεσπάει σε κλάματα,
αντηχεί, βραδιασμένο, το γαλάζιο παράπονο του νερού.
Φίλη, μην πεθαίνεις!
Είμαι εγώ εκείνος που σε περιμένει στην έναστρη νύχτα,
πάνω στις αυγινές ακρογιαλιές, πάνω στις ξανθές εποχές.
Εκείνος που έκοψε υακίνθους για το κρεβάτι σου και ρόδα.
Ξαπλωμένος μες στα χορτάρια είμαι εγώ εκείνος που σε περιμένει.
Φίλη, μην πεθαίνεις!


To Farewell και οι λυγμοί

Αγαπάω τον έρωτα των ναυτικών
Που φιλάνε και φεύγουν
Αγαπάω τον έρωτα που μοιράζεται
Έρωτας που θέλει να απελευθερωθεί
για να ξαναγαπήσει
Δεν θα συναντηθούν πια τα μάτια μου με τα μάτια σου
Ήμουνα δική σου, ήσουνα δικός μου
Μια στροφή στο δρόμο όπου ο έρωτας πέρασε
Εγώ φεύγω. Είμαι θλιμμένη. Όμως πάντα είμαι θλιμμένη
Έρχομαι από τα μπράτσα σου. Δεν ξέρω προς τα που πάω

Δεν υπάρχουν σχόλια: