Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΑΣΜΑ
Έρωτας η πηγή των ελλήνων
εορτάζει μ’ αετώματα με κίονες από φως
με καμπάνες φτάνει ώς τα ύψη
γέρος που δείχνει το ευλογημένο λάδι
έφηβος υμνώντας το κρασί
εαρινός αμνός και θείος τράγος.

ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΤΟΣΑ ΧΡΩΜΑΤΑ
Ο καιρός της Ανοίξεως τίποτα δεν εμποδίζει
ένας βαθύς πατέρας διώχνει τις βροχές
κυματίζοντας πεύκα χλόη αμυγδαλιές
με θαλάσσιον ήλιο.
Κι απ’ τη χαρά της μοναξιάς ωσάν αστέρι
πάλιν η αγάπη ταξιδεύει στον τρυφερό της Αττικής αέρα
καθώς φωνάζω τ’ όνομά σου κι αποκρίνεσαι
πράσινα φύλλα Μαίρη μαργαρίτες το παρθένο κίτρινο.

ΩΡΑΙΑ ΛΥΓΙΣΕ ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ
Οργή θα λέω τ’ όνειρο την Άνοιξη μακρά θυσία
στον όρθρο που οι θάλασσες ανοίγουν τα οθόνια τ’ ουρανού.
Εκεί ο πόνος έδυσε παίρνοντας απ’ τα σήμαντρα τους στεναγμούς
εκεί στάθηκε η γυναίκα με τα μαλλιά της ορφανά προς τους αγγέλους
όπου εγώ μονάχος ψάλλω στη φωτιά
ωραία λύγισε το χελιδόνι.
Κι όταν θα τρέχει τ’ άγριο σύννεφο
πέρ’ απ’ τις κυματιστές μητέρες των άστρων
ένα τραγούδι θα υψώνω μέσ’ στην ερημιά
θ’ ακούω τα χρώματα
ένα τραγούδι μέσ’ στη σκοτεινιά
θα υψώνονται οι τόποι
με τ’ άνθη κι όλους τους γήινους έρωτες
ωραία λύγισε το χελιδόνι.

ΤΡΙΑ ΧΟΡΕΥΤΙΚΑ
Θραύει με νέο κίτρινο τις μέρες ο δυνάστης
με τις χοντρές αχτίδες του τα αιθέρια καταλεί
μισείς τα ρούχα κι ονειρεύεσαι την εποχή
που φεύγει σβήνοντας τα λουλουδάκια
όμορφη νέα σα λεπίδα στον ήλιο.

Μπαίνει καλοκαίρι κ’ εγώ βαρέθηκα
του καιρού το ταξίδι ατελείωτο στους μήνες.
Η Άνοιξη δεν τραγουδά κ’ είμαι πάλι
μόνος απ’ τα πετεινά κρατημένος
όμορφη νέα σα λεπίδα στον ήλιο.

Τα ξύλα τώρα γίνονται σοφά και τα λιθάρια
έρωτας δεν υπάρχει πια στους βοερούς χυμούς
όλα προσμένουν τους καρπούς
ενώ το φως θα βασανίζεται σε σκοτεινούς τροχούς
όμορφη νέα σα λεπίδα στον ήλιο.

ΈΝΑ ΕΡΗΜΟ ΑΝΘΟΣ
Βαθύτερο απ’ την αγάπη και την ταραχή
που φέρνει μέσ’ στο στήθος η επιθυμία
ζει στο θαλάσσιο βράχο έν’ άνθος ολομόναχο.
Ποια φωνή το κυρίεψε και μοιάζει σα να δείχνει
την άγνωστη γαλήνη με μικρά χρώματα…
Είναι βγαλμένο στους κινδύνους της χαράς
αμέριμνο σαν ιδέα.

ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ανάερος ουρανός όπως η αγάπη
νέες παρθένες
ανοίγουν ελαφρά τα στήθη μέσ’ στην Άνοιξη
στον κόσμο που έπαψε να λατρεύει.

Αθήνα πόλις
όνειρα δροσερά
φωνές της νεότητας οπού κύλησε στο θάνατο –
νύχτα πέρασεν ο θεός απ’ τη δική σου ομορφιά.

Μέσ’ στη χαμένη ελπίδα σα να κρέμεται ο σκελετωμένος ήλιος
έρχονται δειλινές γυναίκες απ’ τα όνειρα
κινημένες ιερά –
τι σημάδια που έφερεν ο ελαφρότερος αυτός θάνατος
όσο μια ευτυχία πιο βαθειά κι απ’ το πνεύσιμο των φύλλων
όταν ο φτερωτός γαλάζιος δαίμονας
ίδιος μ’ ευαίσθητο θηλαστικό την όραση πλουτίζει
από δρόμον αιώνιο μεθώντας.

Πρώτος χαρούμενος ο ποιητής
χαίρεται της Ανοίξεως τα δίχως τέλος άνθη
μόνος αγγίζοντας
το τρυφερό έπος των χρωμάτων.

Είναι μια δύναμη ψηλά στ’ αστέρια
είναι στο κουρασμένο σύννεφο η παρηγοριά
της Αττικής ουράνια ευαισθησία.

Ο Γιάννης πάλι σαν ζεστό ελάφι
τραγουδά τη μοναξιά
κρατώντας μέσ’ στα δάχτυλα τους ύπνους
ελπίδων ιδεών ονείρων
από μετάξι.

Ω νύχτα τόσον αθώα
βασιλεύεις με τα ύψη –
των άστρων ερωτικός είν’ ο μεγάλος ποταμός –
κ’ η θλίψη πάντα του φθαρτού μέσ’ στην καρδιά μας.

Αν πω την Άνοιξη μυστήριο
το λικνιστό της ευωδιάς κοράσι αν φωνάξω
σαν περπατεί μονάχο στην απόλυτη σιωπή
δεν έχω πάλι τ’ άχραντα
της καθαρής κι απρόσμενης στιγμής
που οδηγεί στο θαύμα.

Βρομίζουν εκατό φορές οι ερωτευμένοι
στην πνοή του έαρος
ή
μακριά στο φθινόπωρο με λίγη τέφρα.
Ένα λουτρό της μοναξιάς αδιάκοπα σώζει.

Πέρ’ απ’ τα κάθ’ αισθήματα
συνάντησα το πρόβατο σε λάμψεις.
Έχει χορτάρι πάντα η γη
κι αυτό με ριζωμένα μάτια τρώει.

Κύριε σε βλέπω χωρίς τις πληγές
ώς την πορφύρα του μεγάλου θάνατου
μετρώντας την αγάπη.

Δειλινό
ψιθυρίζουν οι κήποι
πεθαίνει ολοένα η ώρα
κ’ οι νεκροί θα ξυπνήσουν εμορφότεροι
στη γλυκειά τυραννίδα της μνήμης.

Μάγια να δείχνει ο αττικός αιγιαλός
με την ορμή του κύματος
εσύ ξανθή και χίμαιρα
βγαίνεις απ’ το ζησμένο σου κορμί.

Χάραμα της Αθήνας οι δρόμοι χαμηλόφωνοι
καθώς πάει ο χρόνος για τον ήλιο πάλι
μέσ’ στην ερήμωση πώς αναπαύονται
μοιάζοντας των ανέμων.

Θέλω νά ’βρω το πράγμα, την ανάσα του Υιού ν’ ακούσω
να σας δείξω τη λουλουδένια γραφή.
Ν’ απολαύσω πτηνά
τους θεούς υποφέροντας
των ελλήνων ο πρόθυμος
να σας δείξω τη λουλουδένια γραφή.

Θ’ αναγγείλω μια νέα ελπίδα.
Χαρίζω στην πόλη το πολύτιμο βλέμμα μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: