Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..

Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο καθένας στη νύχτα του
παίζοντας με τα κίτρα της σελήνης μονάχος
ο καθένας στη φωνή του κι ο καθένας αλείφοντας
με κατράμι τα δέντρα της Λευκής.
Εγώ έρχομαι και σας βλέπω με τρεις φορές σπλάχνα
κι αν προστάξω τη φλόγα θα σπείρει πυρκαγιές
αφού έχει τ’ όνομα Ηλιόλουστη ψηλά στο πρώτο στερέωμα
και πιο ψηλά στο δεύτερο στερέωμα τη λεν Εσφαγμένη.
Σας περιμένω στην άλλη άκρη της σήραγγας μ’ ακράτητα γέλια
κρατώντας τον άσσο που έλειψε απ’ τα χαρτιά σας
κι αν έχω τα δάχτυλα μαύρα και δυο λεκέδες κόκκινους αντί για μάτια
είμαι ολόκληρος η πολυτέλεια του αίματος
είμαι το γλυκό περίστροφο της πληγής
κι ο πυροβολισμός του Αρχάγγελου από χρυσές πεταλούδες
με δώδεκα φωτοστεφάνους γύρω μου και τη θηλιά του Ισκαριώτη
γιατί θα είμαι πάντα ο Αριθμός κι ο Αριθμός κρυώνει
στα δικά του τα κλίματα και στ’ άλλα του κλήματα
στη δική του βροχή και στη δική του Ελλάδα ψηλά
στο δικό του αλάνθαστο καλοκαίρι.
Φωτιά μεγάλη μη με τραγουδάς
αρπάζω το ύψος με το ’να χέρι και τ’ αλλάζω
ποιμένες κι αστέρια δοξάζουν τ’ αμάραντο στήθος μου
φωτιά μεγάλη μη με τραγουδάς.


ΥΛΟΤΟΜΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΗΤΑΣ Ο ΧΡΟΝΟΣ
ΩΣ ΛΥΠΟΥΜΕΝΟΙ ΑΕΙ ΔΕ ΧΑΙΡΟΝΤΕΣ
Βλέπω την έρμη θάλασσα και λείπουν οι μνηστήρες
ασάλευτη καθώς ο διαυγής Διόνυσος ή το Μεγάλο Διανόημα.
Είναι νύχτα και λείπουν οι αγέρηδες
πώς εφύγαν ουράνιοι και χώθηκαν στη γη
σαν τα ζούδια ταπεινωμένοι.
Θα ’λεγα βλέπω το πρωί της εκστάσεως ή μεσημέρι από σελήνη
κ’ η τρεχαντήρα με πανιά σαν αγιασμός στα μάτια.

ΜΕΣ’ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΙΟ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟ
Βγαίνω πέρ’ απ’ τα μεσάνυχτα κοιτάζω τη σελήνη
με τ’ αλώνι γύρω της άνθος ανεξήγητο
ένας κύκλος
ο γαλάζιος και πράσινος τα μεγάλα πέταλα του άνθους
ύστερα ο μικρότερος κύκλος κοκκινωπός
ομιχλώδες άσπρο λερωμένο ταξιδεύει μέσα το φεγγάρι
σαν έμβρυο στα υγρά των αγγέλων.
Είναι τραγούδι τ’ αλώνι της σελήνης
ο στεναγμός που φτερουγά στο στήθος μου
και
μαραίνει την πρασινάδα.

ΓΡΥΛΟΣ
Σαν Κυριακή πώς έλαμψα μέσ’ στο σκοτάδι
κια το φεγγάρι στα νερά
δεν ήταν όνειρο μα ήτανε το ορυχείο της βραδιάς
όταν σπιθίζει ο άσπρος Άγνωστος απ’ τους κήπους των άστρων
ο δίχως δευτερόλεπτα δίχως τη φύση.

ΟΝΕΙΡΟΣ
Είναι χιλιάδες άλογα κι ανεβαίνουν απ’ τα σπλάχνα μου
σ’ ένα στήθος υπερώο που χλιμιντρίζει
εξέχοντας όλο αχτίδες, αχτίδες στους γκρεμούς
όταν ο νους ομιχλώδης απ’ αόρατην οροφή τρίζει
κάθε φορά κ’ ένα δοκάρι θραύεται στην Ειμαρμένη.

ΒΛΑΣΤΟΙ ΚΑΙ ΚΡΥΣΤΑΛΛΑ
Τι προπαγάνδα κάνουν τα πουλιά κάθε πρωί
πριν έβγει ο ήλιος πριν ξυπνήσουν τα κορίτσια
πώς ανατρέχει ο ουρανός στη δόξα
κείνη που έλαμψε καιρούς και μέρες πίσω απ’ το χρόνο
με τη θυσία του Αβραάμ ολόασπρη στα κρεμαστά μαλλιά του
τον άγγελο του Ιακώβ όρθιο στην ονειροσκάλα
και το μεγάλο κόκκινο αλληλούια στην κεφαλή
του κόκορα που έπεσε απ’ τ’ άραχλα τ’ αστέρια.

Ο ΛΙΓΟΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
Ήρθα πάλι στο σφαγείο και με τα δυο μου τα χέρια
κρατώντας τις περισσότερες πορτοκαλάδες
ο κόκορας ονειρώδης μου έλεγε «θα πεθάνω»
μα η ζωή λειτουργούσε στα φτερά του σαν πάντα.
Έδειξα τα χέρια μου πάλι φυτρωμένα κ’ εκείνος έλεγε «θα πεθάνω»
πικρό φλάουτο μέσα σε τόση δροσιά
σε τέτοιον Αύγουστο που είχαν τ’ αστέρια
μήνα της Παναγίας όλο τάματα και καράβια
ώσπου το αίμα χύθηκε απ’ τους λαιμούς
κι ο κόκορας άρχισε να χορεύει.

ΜΟΝΟΣ
Απ’ τ’ αστέρια έλαμψα ελευθερωτής της φλόγας
οπού δεν έχτισε κανείς για να υπάρχει σαν άπειρο άνθος
στα μαύρα νερά στην ατελείωτη νιότη
που ’χει ο γέροντας δυόσμος όσο κι αν τον κόψεις.
Κι απ’ τ’ αστέρια δεν έλαμψα ελευθερωτής της φλόγας.
Άρα το θαύμα είναι ξένο σε μένα
κι ας είμαι ο φίλος της βαθειάς-βαθειάς μέλισσας
που βλέπω στη γρήγορη σκοτοδίνη.

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ ΑΠ’ ΕΞΩ
Ήτανε δειλινό κι ο ήλιος έμοιαζε στις γήινες περιφορές
αλήτης χρυσαφένιος
η αρμονία έπεφτεν όπως
η σαλευόμενη φλόγα να κυματίζει το ουράνιο σιτάρι.
Τότε φάνηκε ο ταραχώδης άγγελος
δοξάζοντας τα επινεφρίδια σε λευκές λάμψεις
και με φωνή σπαραχτική
τη θύμηση των ευτυχιών ανεβάζει ώς τ’ αηδόνια: - Πρώτος
ή Έβδομος Οίκος τ΄ουρανού στερεύει τα λαλήματα
όταν ο άνθρωπος ωσάν το καλάι πάνω στη φλόγα
λιγότερο θνητός ολοένα παλεύει ν’ απομείνει
και να ’ρθει εδώ στο μεγάλο χάραμα.
Χάθηκε η αγάπη κι ο γαλάζιος πετεινός
ανοίγει τα φτερά του μέσ’ στην πλήξη.
Σαλεύει μια ωραία προσευχή στους κίτρινους μύλους στον αέρα
έρωτες δυνατοί με σαρώνουν είπε ο άγγελος
αυτός που υμνήθηκε είν’ ο Υδροχόος και δείχνει τα γόνατα
είν’ ο Ζυγός και δείχνει την κοιλιά της μητέρας.
Έβλεπα μόνος του ήλιου τη θανάτωση
το βράδυ μαύρο ερχότανε και μαύρο μεγαλώνει
σήμερα πάει το πρωί πάει το μεσημέρι
έβλεπα μόνος τα αίματα και το κεφάλι του
κομμένο στο δίσκο της ασημένιας παλλακής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: