Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΕΙΣΟΔΟΣ
Είναι μια θύρα στα μάτια κάθε νεκρού
με καίει τρόμος απ’ την ηλικία
των λουλουδιών έτσι γρήγορα που φεύγουν
έτσι γρήγορα είναι μια θύρα βαμμένη με τη σιωπή
κι ο θάνατος μονόλιθος.
Κράζει τ’ αηδόνι μαύρος κόρακας και θέλει τη φωνή του
μα δεν έχει γλώσσα η δεύτερη ζωή μας. Καλή νύχτα,
που λέει ο θεατρίνος ή ο ψευδοσκότεινος, δεν υπάρχει
κι ούτε νύχτα κακή κι ακόμη ούτε νύχτα
είναι μονάχα το Δεν το Μη και τ’ Όχι σαν καρπός
του δέντρου με τ’ όνομα Εγώ και τ’ άλλο τ’ όνομα Ταξιδεύω
κι όλα τα λόγια μας εδώ
φενάκη κ’ εσωτερικά τηλέφωνα
είναι μια θύρα φοβερή
γι’ αυτό κρατούμε τουφέκι το τραγούδι.
Μια θύρα, θύρα η γκρέμιση
το σάλιο του χελιδονιού που φιάχνει με τα φρύγανα
στα δέντρα τις ουράνιες φωλιές.
Και χωρίζουμε σε φως και σκοτάδι το Ένα.
Χωρίζουμε τον Οδυρμό σε τύφλωση και θυσία.


ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ ΠΑΝΙΔΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ
ΧΛΩΡΙΔΑ (Mozart. η καλή Κυριακή)
Ωσεί χιών η χελιδόνα πάει στον Απρίλη
και τραγουδά ο μήνας κύματι θαλάσσης.
Μελτέμι των ήχων απ’ το καλοκαίρι της πατρίδας μου πάλι
και σε κάθ’ εποχή το πουλί της ευθύνης
πέρα στα δέντρα η αγάπη ευωδιάζει κ’ εφέτος.
Ο σφυριγμός των ερπετών εδώ νικήθηκε
στους θάμνους οι αστερισμοί πέφτουν έρημοι τη νύχτα.
Φωνάζω και λέω να η δροσιά στα πρωινά μανάβικα της Ελλάδας
κι ο έρωτας από θεού μέσ’ στ’ όνομά σου, τρυφερό στοιχειό
μεγάλο σαν ουράνιο μεσημέρι.
Ποια χαραυγή με ρόδα στα χείλη και τα έαρα
καθώς αγγίζω το στηθάκι ενός πουλιού σε γαλανή ελπίδα.
Είναι πουλί χαρούμενο σαν αετός και σαν τα κρυερά γεράκια
στροβιλίζονται χιλιάδες άγγελοι σε μακρινό Απρίλη
δεν είναι μήνας του καιρού δεν έχει τις τριάντα μέρες
είναι ψηλά στον ουρανό και διώχνει το σκοτάδι μ’ άσπρους πετεινούς.

Η ΠΑΝΙΔΑ (μαύρο Σάββατο. Wagner)
Κόκκινος μέσα στη γερμανική νύχτα
και να ηχεί με τίγρισσες αραιές ολόγυρα
το θείο κέρας
χρυσές οι λεπίδες για να χύσουμε το αίμα
κι ο θάνατος ένας επίσημος των ήχων αναβάτης.
Εμπρός και πάλι χελιδόνια
πώς πλημμυρίζετε την τραγωδία με τόση Άνοιξη
πνέει ο σκοτεινός αέρας απ’ το πανικό πεπρωμένο μας
τι κρέας που θέλει το Ιδανικό και μένει αχόρταστο
σε γοερά μεσάνυχτα σκοτεινών ηρώων
όταν οι ήρωες είχαν ακόμη στη θήκη την τιμή
και το θεό να βηματίζει μέσα στο στήθος ατέρμων.


ΣΤΑ ΓΥΜΝΑ ΠΕΡΙΒΟΛΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ
Η γλώσσα της ερημιάς μου
στεφανωμένος όπως είμαι στα μεσάνυχτα
με σκοτεινές φαντασίες
ο θείος περίγελως αντίκρυ στο μνήμα...
Και τη σελήνη βλέπω να ομορφαίνει
δέντρα γυναίκες όνειρα
τους τενεκέδες με τα σκουπίδια έξω στις πόρτες
ασήμι, ασήμι για να ελπίζουμε
κι όλα πάνε βαθιά στο τραγούδι.

Η ποίηση για μένα είναι μια ερυθρά περιουσία
και χαίρομαι σε χίλια χρόνια
κλαδεύω τα δύσκολα δέντρα των ονείρων
η γαλανή εναντίωση ψηλά
και μονάχος ο άδολος με πτηνά στα χέρια
συντυχαίνει τον Ελευθερωτή.

Στο ικρίωμα της ζωής
ανέβηκα και περιμένω τον αθώο δήμιο
με φέρατε σεις άνεμοι
και περιμένω τη λαμπερή καταιγίδα.
Μέσ’ στα δάση τρέχει πάντα το ελάφι μου
στους παιδικούς ύπνους αγγιγμένο.

Πώς θα πήγαινα στ’ άνθη χωρίς το κορμί
πώς θα χαιρόμουν απαρηγόρητος την ευωδιά τους
πώς θα γνώριζα τη θλίψη και τους ανέμους.
Είν’ αγαθό μεγάλο το κορμί
για να σπιθίζει ο μέσα πορφυρίτης.

Κελί γαλάζιο
κάθετη μοίρα σπαθίζοντας όλη την αγάπη
κ’ εγώ ανάποδα βλέπω τ’ αστέρια
σε τέτοιο σκοτεινό τροχό
πώς βρέθηκα δεμένος νύχτα
ο ουρανός ευωδερός κι ακράτητος ώς τη σελήνη.
Μαρία κόκκινη πού έχεις τα φτερά σου
για να πετάξεις τώρα με στιγμές από ηλιόχρυσο
με τη λαλιά την έβδομη στην άκρη του αετού
μ’ ένα θυσιαστήριο στα χέρια
τη βλασφημία στο λαιμό
τα λαμπερά σκαθάρια προς το στήθος
πού έχεις τα φτερά σου για να πας αλίμονο τόσο ψηλά
μ’ όλα τα χελιδόνια
με το δρακόντειο καλοκαίρι στα μαλλιά
τη δόξα μέσ’ στα μάτια.

ΟΜΟΡΦΑΙΝΩ ΤΗ ΜΟΙΡΑ
Οι ποιητές είναι πιο άρρωστοι απ’ τις μητέρες
κι ο άξιος εύκολα μένει στ’ όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος,
πολεμά την τίγρισσα,
κ’ η θρησκεία κ’ η τέχνη κηλίδες απάνω στο θηρίο
κ’ οι ποιητές κ’ οι φιλόσοφοι κηλίδες
ανώφελες και γύρω τους η ερημιά.
Τρέχει τ’ άγριο ζώο πηδά στροβιλίζει τον τρόμο
και τρέφεται με τους φόνους
και τρέχει το δέρμα του και τρέχουν οι κηλίδες
ακίνητες και γύρω τους η ερημιά.

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Γλυκό που είναι το σκοτάδι στις εικόνες των προγόνων
άμωμα χέρια μεταληπτικά
ρούχα που τ’ άδραξεν η γαλήνη και δε γνωρίζουν άνεμο
βαθιά το ελέησον απ’ τους άυλους βράχους
τα μάτια σαν καρποί ευωδάτοι.
Κι ο ψάλτης ολόσωμος ανεβαίνει στο πλατάνι της φωνής
καημένε κόσμε
θυμίαμα η γαλάζια οσμή κι ο καπνός ασημένιος,
κερί να στάζει ολοένα στα παιδόπουλα
καημένε κόσμε
σα βγαίνουν – ω χαρά πρώτη – με το Ευαγγέλιο και με τις λαμπάδες
κ’ ύστερα η μεγάλη χαρά να συντροφεύουν τ’ Άγια.
Ο παπά-Γιάννης τυλιγμένος τ’ άσπρο του φελόνι
καλός πατέρας και καλός παππούς με το σιρόκο στη γενειάδα
χρόνια αιώνες και νιάτα πο ’χει η ομορφιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: