Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΝΑ ΓΥΡΙΖΑ ΣΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Ολομόναχος αδικαίωτος κι ανυπεράσπιστος
ελεεινός από βίαιο ύψος που πάει στράφι
κάθε χιλιόμετρο μέλλον ένας βραδύκαυστος θάνατος.
Πότε θα με γκρεμίσει η ποθούμενη φλόγα στα σωθικά μου
στα φυλλοκάρδια μου η αμέτοχη λύση
η ακάλεστη διακοπή ώστε ν’ αρχίσει
αμέσως η αποσύνθεση.
Ήτανε κουβαράκι κάποτε μαζεμένος ο χρόνος
στα ιλιγγιώδη ποσοστά της αφάνταστης μικροΰλης.
Κανένας Κάλχας και κανένας οίστρος της τράπουλας –
η τύχη μας δεν είχε βγάλει τα φτερά της εντελέχειας.
Κι όμως εκεί στα έγκατα φυτευότανε δίχως νόημα
η ερεβώδης ιδιορρυθμία του θανάτου -:
αυτό που δοκιμάζουμε στο όνομα ηλικία.
Κι άλλη Άνοιξη εφέτος κι άλλη –
στη δράκαινα διάρκεια-διαλεκτική...
Κι άλλα πλήγματα στο στήθος κι άλλα
φονικά διάτορα εικοσιτετράωρα.
Στο κάπνισμα γρήγορα – να υπάρχουμε δήθεν άτρωτοι.

ΔΙΕΡΩΤΗΣΗ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΘΟΜΑΙ ΑΕΡΓΟΣ
Ποτέ στ’ αλήθεια δεν το μαθα
τι είναι τα ποιήματα.
Είναι πληγωμένα
ειν’ ομοιώματα
φενάκη
φρεναπάτη;
Φρενάρισμα ίσως;
ταραχώδη κύματα;
τι είναι τα ποιήματα;
είναι σκαψίματα;
Είναι ιώδιο; είναι φάρμακα;
είναι γάζες επίδεσμοι
παρηγόρια ή διαλείμματα;
Πολλοί τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα.
Εγώ τα λέω ενθύμια φρίκης.

Ο ΕΧΕΜΥΘΟΣ ΑΝΕΜΟΣ ΑΠ' ΤΑ ΥΨΩΜΑΤΑ
Βάζοντας τη φτέρνα του ενός ποδιού στη μύτη του άλλου
ειρωνεύομαι συνήθως το περπάτημα
την αμοίραστη σκέψη κατορθώνοντας που δραπετεύει
μόνη της
απ’ του καιρού τα αναρίθμητα, του χώρου τα ειωθότα.
(Θα πρεπε να προσθέσω ίσως πως ο άνεμος εμποδίζει το κέρδος.)
Εγώ τη ζωή μου την έχασα κι αυτό ειν’ η άρρωστη
κουλουριασμένη μου ευτυχία.
Είναι μια φράση τούτη που σήμερα την ξελεπιάζω.
Τα επίγεια λέει κάπου ο Ιησούς – και τα επίγεια -,
συντρίβοντας τους πλαστούς ουρανούς ανάμεσα στα άμφια.
Για σκέψου το καλά -: ο θάνατος ν’ απόκειται στην άνθηση
να γεύεται τη γεύση μας μυρίζοντας τέτοια ζωντανίλα...
Σιχάθηκα τους στίχους τα βοερά σκάνδαλα των λέξεων.
Εσύ δεν είσαι ο νυμφίος της διάνοιας ο προικοθήρας
(του όντος η εξεύρεση)
κάτι ορέγεσαι εσύ να απαστράπτει κρεμάμενος
απάνω απ’ τους λαίμαργους κρημνούς της ορατότητας
την έμμονη σκια σου γυρεύοντας από χάμω ναν την ξεριζώσεις
οπουδήποτε στην κίνηση ή στην ευλάβεια δίχως εκκλησία:
τη θρυμματίζουσα τον εαυτό της ακινησία.

ORA ET LABORA
Βουρ στα ζωύφια λατινικά.
Παναγία θεοτόκε νοικοκυρά μου
μη μ’ αφήνεις ανυπεράσπιστο στα σκυλιά
με τόσες όμορφες εικόνες σου
σ’ αυτό το σκουπιδότοπο (στο ύψος Παρθενώνας).
Θα συνεχίσω την ποίηση μονάχα για πλάκα
θαν την κάνω κουρμπάνι
στα γοερά μου πεύκα κρεμαντούλα
ενάντια στου χρόνου την εφεύρεση
δοξάζοντας το πληγωμένο μάλαμα: τη μοναξιά μου
στα νόστιμα ερέβη που με περιμένουν
εκείθε απ’ τα κωμικά σας έαρα
προς τα ερείπια του σύμπαντος μονήρη
προς του νερού την κρέμαση στα βάραθρα
- μιαν ασώματη ρητορεία.
Τι τα ’θελε και τα φερνε τα γράμματα
ο Δαναός στην Αργολίδα.
Μόνον αυτοί που τρέφουν όνειρα απολαμβάνουν
την πραγματικότητα.

ΠΗΛΙΝΟ ΑΓΑΛΜΑΤΙΔΙΟ
Αισθάνομαι ωσάν τρελός
παραχαράχτης του Γίγνεσθαι
γράφοντας διψαλέα ποιήματα
(της κοιτίδας μου
κάλπικα χαρτονομίσματα).
Γιατί η γλώσσα ειν’ η αχόρταγη
μοιχαλίδα του Πραγματικού
με αρίφνητα ψέματα προσπαθώντας
να περισώσει το γάμο της.
Κάθε τραγούδι θλιβερό χαράκωμα
ενάντια στη μουσική
κάθε μορφή ζαβλάκωμα
χωρίς αληθινά σταφύλια
δίχως κρασί που να σπιθίζει
απ’ τα φαινόμενα κλήματα.
Ειν’ αυτά μονάχα τα έρημα
της καρδιάς τ’ αναστήματα.

ΟΙ ΠΙΟ ΜΠΡΟΣΤΙΝΕΣ ΑΛΗΘΕΙΕΣ
Τα φτερά μου δεν είναι από βλακώδη τρυφερότητα
κ’ ειμ’ ένα ράμφος νευρωτικά χωμένο στο αίνιγμα
πληγιάζοντας τον αγέρα που όμως τη γλιτώνει
σαν αγέρινος
δεν τρέφω άλφα κι ούτε ωμέγα ανατρέφω
τη μεγάλη μου εξυπνάδα την πέταξα
σε σκουπιδότοπο
το ξίφος μου το απόθεσα στην Παναγία
ξεκουφαίνοντας με τη λάμψη του της Λευκής τα λαγόνια.
Κατάρα κι ανθοδέσμη θανάτου στο ιερατείο
που καταρτίζει η μέλισσα
την αχαΐρευτη σφήκα περιφρονώντας.

ΑΛΛΟΦΡΟΝΑΣ ΙΟΥΛΙΟΣ
Ο γενέθλιος μήνας μου στα θολερά λιοπύρια του Καρκίνου
μ’ έναν απρόσμενον ίσκιο που αναβλύζει
δονούμενος από φευγαλέα φωνήματα κληματαριάς – τι άρια
ο θάνατος ή η έβδομη κοίμηση...
Σα να αισθάνομαι το σώμα μου στον ιδρώτα λουσμένο
μουσείο
που ’χει να δείξει σωζόμενες αστραπές
τη μεγάλη του πόνου προσωπογραφία.

ΨΑΛΤΟΤΡΑΓΟΥΔΟ
Βγαίνοντας απ’ την ποίηση
(τα ωκύμορα μύρα)
στην άπλαστη τούτη πνιγηρότητα
τους διαβάτες τα λιπόθυμα τρόλεϊ
τα βάναυσα στη λιακάδα λεωφορεία
μαθητεύω (φαρμάκι τα δίδακτρα)
δίχως ναν το χω ποτέ μου λαχταρήσει
στην πρόσφατη Μελάνη
που χει βγάλει τα πασούμια της κι αναπνέει
τα προσανάμματα της πλάνης.
Κάθε φορά που ερανίζομαι κίνηση
καταγόμενος απ’ την άδουσα Φυσική
μονήρης από σόι στα έαρα των άστρων
έχοντας ένα λαδοφάναρο στα χέρια μου
(συνήθως δεκαεφτασύλλαβους αιματωμένους)
βλέπω της Τεχνικής το φρικαλέο κάταγμα
βλέπω καλώδια στη μελλούμενη καρδιά μου.
Σταθεροποίησε τη λευκότητα στην αγάπη
διώξε
τη φρίκη διώξε μακριά της ορατής γεωπονίας.

ΑΡΧΑΪΚΟΝ
Αποθηκεύοντας άνεμο στα περίτρομα φύλλα του
με αναρίθμητο επί ώρες μηδέν
αγκαλιάστηκε ο τυχαίος ευκάλυπτος.
Το γεγονός που οι λέξεις μ’ εγκαταλείπουν
έρχεται πάνω μου ωσάν συρτή ταφόπετρα.
Στη Δήλο -: του φωτός τα απορρίμματα
η όραση ραπτομηχανή.

ΤΟ ΣΤΗΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ
Τη μοίρα μου την έζησα χαζεύοντας
του τίποτα τη φαλακρή τυραννίδα.
Ιστόρησα τη μοναξιά γοερότερος
και ζάπλουτος απ’ τον αγέρα
μ’ ένα χακί σακκίδιο τα λιγοστά μου
τρόφιμα στην πλάτη
χρωματιστούς τρεμάμενους ξαναπατώντας ίσκιους
κι ανασταίνοντας
ωσάν σε ύπνο τρανταχτό του χόρτου μου
τα δύστηνα ονείρατα
στο αίμα μου βαθιά καιόμενος
κι αστράφτοντας αχτημοσύνη
καθώς που ζήλεψα την κάτασπρη χαμέρπεια:
το τάδε ρημολούλουδο
που κείται μεσ’ στο ρέμα λιγοθώρητο
ανασαίνοντας απόρρητο τεμπελίκι.
(Κοίτα -: παράγει θάνατο σάμπως να ’κραζε
πως τα όνειρα, όχι, δεν ειν’ άκυρα
ίσα-ίσα ειν’ εκείνα που τραγικά ακυρώνουν
(εξάπτοντας) την πραγματικότητα.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: