Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΣΤΑΘΜΙΖΟΝΤΑΣ Ή ΚΑΠΩΣ ΕΤΣΙ
Παράξενο μα η ζωή αστράφτει περισσότερο πιστεύω
στην εξαθλίωση
λεπταίνει ο χρόνος, εξοντώνει η πικρή πολύφυλλη απουσία
τα δευτερόλεπτα στα τέρματα των αριθμών ωσάν μικρόβια.
Ήτανε, λέει, δουλειά μας η ποίηση κι αφήναμε την αλήθεια
να τρέχει απ’ το χαλασμένο καζανάκι.

ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΑΠΑΝΩ ΣΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ
Σαν ποταμός απ’ το βουνό που παλαβώθηκε
μετά την έξαλλη καταιγίδα
τις τρομερές του Ζόφου πιστολιές
τους βαρεμένους κεραυνούς του
την καρδιά μου την έδειξα φωνάζοντας:
- Αχ να ο κόσμος στα βρεγμένα πέρατα
μετά την έξαλλη καταιγίδα
οπού σωριάστηκε ο έρμος μοσκολαβωμένος.
Βλέπεις; - μια τρίχινη βροχή
τώρα την έξαψη του διώχνει
και τα γεράκια δρέπουν τ’ άμοιρα πουλιά
στο χάρο από χιλιετίες χιλιάδων αλυσωμένα.

ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΠΡΟΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΠΕΤΑΙ
Διαβάζοντας απ’ το τέλος – ανάποδα –
προς την αρχή – κατάντικρυ – την αλήθεια
μαστορεύουμε ανέκαθεν το μέγα ψεύδος.
Μια βάρκα πεθαμένη στης ερημιάς τ’ ακρογιάλι
(τα θλιβερά της κόκαλα).
Μάθε το σύγνεφο -: ποτέ του δεν αντιτάχτηκε
στην αιθρία κ’ η καταφρόνια της αιωνιότητας
από μόνη της οδηγεί στο πράγματι αιώνιο.
Στροβιλίζομαι ανάμεσα σε στυφά φθινόπωρα
ερεθίζοντας μια βλακώδη ανάσταση.
Τα μούσκλα δεν τα ’χα πει κάποτε ποιήματα
ελάσσονα του φυτικού βασιλείου;
Τα ’χα πει κάποτε μα σήμερα τη σβήνω την αράδα.
Όνομα μεσ’ στο στήθος δεν υπάρχει. Κι όμως
το σώμα της φωτιάς ανεμοσάλευτο
με φλόγες λουλουδίζοντας αναταράζει
τα συμβαίνοντα κι αυτά συγκλονίζουν
ένα παράξενο σύνολο που δε βρίσκει ανάδοχο.
Στα μάτια μας του παγωνιού το άλλοθι:
η φλύαρη ουρά του χασμουρήθηκε.
Στίχοι και στίχοι – λαμπυρίθρες στ’ ουρανού το κάρβουνο.
Βλέπεις; Ο έρωτας του ήλιου με τη νύχτα: το φεγγάρι
τουμπανιάζει το αίνιγμα.
Υπάρχει άραγε σχέση ευγνωμοσύνης ανάμεσα
στη χαρμόσυνη μέλισσα και σε ένα λουλούδι;
Παρωδία της άχραντης διάρκειας ο χρόνος
κορσέδες τα δευτερόλεπτα.

ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΕΚΔΙΚΟΥΜΑΣΤΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Μαύρη εκδίκηση ... (κορνάρισμα στο γάμο του Καραγκιόζη).
Πενθήμονας αναπνέω πάλι καπνίζοντας.
Θα ’λεγα όμως στο σκοτάδι μεγάλο προνόμιο -: τη νύχτα
ειν’ όλα ανοιχτά τα ερωτήματα.
Στην αλήθεια δεν υπάρχει ωράριο, δεν κατεβάζει
τα ρολά της.
δεν κλείνει τις Κυριακές ή τα Χριστούγεννα.
Χτες το θυμήθηκα πως οι λέξεις τα μαύρα μας αγγελούδια
(οι αμέτοχες στον έρωτα ιερόδουλες) λικνίζονται
σαν ασέβειες πάντοτε.
Γοερότητα μέσα μου της ανέπαφης σιγής και το στόμα μου
αγαλλόμενο βάραθρο που συντρίβομαι
πάνω σε στίχους αρμαθιές (τα νεφρά μου στο απόλυτο).
Θα ’θελα δίχως φωνήεντα τους βραδιάτικους καημούς
να ρημάξω
τα χιλιόχρονα βάσανα. Ω βραχύβια
μύρα του έαρος εσείς των λέξεων όλων ακατάδεχτα...
Τι ειν’ η τόση λογική; δεν είναι μια πετυχημένη
παραφροσύνη;
Στο κάθε πυροτέχνημα η νύχτα, νύχτα ξαναμένει
χαρίζοντας στα χέρια μου σπαραχτικό τσεκούρι της αγάπης
τα όνειρα: ξερόκλαδα στην ερημιά κ’ η θάλασσα
το άσυλο του τίποτα, σκυλί με μπλάβο αίσθημα
κουρελιασμένο.
Έχω καρδούλα νηστικιά βλογιοκομμένη ελπίδα
(πότε το ’λεγα;)
σήμερα δεν το βρίσκω στην αθώα της μνήμης μου
βαρβαρότητα.
Μα όμως να την η γυναίκα η κατάφυτη
η λαμπισμένη από σπίθες στα παράκρημνα του έρωτα
οπού της άρεσε να βουλιάζει παντέρημη κι αμάχητη
σε κυματώδη νυχτικά σαν αερόστατα ουρλιάζοντας
«κάνε με δίχως γυρισμό στην κόλαση να φτερουγίσω».
Τ’ ακούω (κλαίει λυπηρά) το χαροπούλι
μα έχει στο θεό σας εντολοδόχους ο θάνατος;
Εμένα είναι το μυαλό μου γιαπωνέζικο.

ΑΝΑΦΕΡΟΜΑΙ ΣΤΑ ΛΕΓΟΜΕΝΑ ΥΨΗ
στην αγχώδη μου έλλαμψη που βόσκει ανάμεσα
σ’ αυτή την αιωρούμενη ανάσταση της σκόνης
ανηφορίζοντας από κακοτράχαλα χώματα
σε κάτι ρόμβους νοερούς επιμένοντας ολομόναχος
τις γοερές να ξεκοιλιάζω γουρούνες: τα έκφυλα σύγνεφα
με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση
στα ύψη στο αγέρινο σκυλάδικο
που φωνασκούν ερίζοντας χυδαία τ’ αστροπελέκια.
Τα πόδια μου δεν είναι πια στα κάθετα χιλιόμετρα
η νηστική αρχαία μου φιλοδοξία
τα μουσικά μου μαθηματικά διανύοντας
(θυμάμαι από δω-πάνω τους καλοκαιριάτικους δρόμους
τις ρόδινες εκείνες φτέρνες των γυναικώνε να ξεχειλώνουν
επάνωθε σε κακορίζικα ξυλοπάπουτσα)
στα ύψη τ’ ακοινώνητα όπως ο μαύρος κι άραχλος πεθύμησα
ν’αδράξω με τ’ αριστερά μου δάχτυλα
της θεότρελης αστραπής τη γρήγορη γεωμετρία
πιάνοντας το μπατίρη ουρανό (κι ας λένε...) απ’ τα κέρατα:
Το Σείριο και τον Αντάρη τον αποτρόπαιο
λιανίζοντας το ύψος ανεχόρταγα
με μια παμπάλαια χακί ντακότα την ποίηση.

ΦΟΒΕΡΟΣ ΑΠΟ ΜΕΙΛΙΧΙΟΤΗΤΑ
Φεύγω απ’ το στόμα μου φεύγω απ’ το μυαλό μου
δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας
τα διάπυρα σημάδια του Δήθεν εντειχισμένα στο στήθος.
Φεύγω απ’ τα χέρια μου φεύγω απ’ τη στύση
διατρέχοντας ηχηρά το νευρικό μου σύστημα
είμαι σαν άκοπο βιβλίο που πάλιωσε
στα μαυρισμένα ράφια της θεότητας
διαθέτω μονάχα την Άνοιξη διαθέτω τ’ αστέρια
είμαι άλλωστε εγώ που ταρίχευσα
μαζεύοντας όσο μπόρεσα χημικό σκοτάδι –
την καθημερινότητα.

ΟΠΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΑ
Στο άρωμα ο δυόσμος ισοβίτης αποχωρίζοντας
το κοίταγμα με χάος απ’ την όραση
(ζοφερά τ’ ουρανού τα αποστήματα)
μα οι γαλάζιες υποθέσεις της ψυχής φτεροζυγιάζονται
στον εσχατιώτη που τήκεται υποφέροντας τα τέρματα.
Χιλιάδες χρόνια έρημου νερού με συντροφεύουν
(ένα κουφάρι πεθαμένης μέλισσας
ανάλαφρο μεσ’ στο λιοπύρι) καθώς η νύχτα η αστραπομάτα
χύνεται κάποτε στην πολύκροτη φωτιά στη μαύρη
νευροπάθεια
με στομωμένο κόκκινο ξηλώνοντας με φλόγες το σκοτάδι.
Ξεροστάλιαζα γιομάτος αφύπνιση παραμέριζα
τα τέσσερα στοιχεία
έβλεπα. ήμουνα. υπήρχα στην αμφίνοια συσσωρεύοντας
την άχρηστη ζωή μου μεσ’ στο κάπνισμα
δρασκελώντας την άπληστη τυραννίδα του ποιήματος
μύριζα φύκια στις ευωδιαστές μασχάλες της θαλάσσης
μόνος
εκεί που θραύεται το κύμα λυσσαλέο δίχως όρια
στον ατράνταχτο βράχο: με πόσους αιώνες τον υποσκάπτει...
Θα ναυλώσω ένα σύστημα φιλοσοφίας
για να πάω ταξίδι στα ξωτικά κείνα μέρη στα απώτερα
Λάθη.
Η κωμωδία παίζεται στο σύνολο της γεωγραφίας
κι ανελέητα η ζωή πολιορκεί
τα νεκροταφεία με μαρμαράδικα.
Πεσμένος ένας όμορφος ανάπαιστος ανάμεσα στα
κυπαρίσσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: