Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Φύλλα δροσερά των ήχων απ’ το ουράνιο δέντρο
με χυμούς καθώς χάνονται σε παντρειές τραγουδιών
όπου η σιγή δεν έχει ακόνι και στέκει μονάχος
ο λυτρωτής τ’ αστέρια σα μεγάλα νομίσματα κόβοντας
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.

Φύλλα χαμηλόπνοα των ονείρων ένας αέρας
δυνατός μπορεί ν’ αλλάξει τη φωνή σας
για να λάμψουν οι ρομφαίες από χρώματα
στη χαραυγή του στήθους όταν είμαι πάλι και σας κράζω
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.

Φύλλα γεμάτα θάνατο φύλλα στον ήλιο μαύρης Ανοίξεως
τι σχολείο που είναι η θλίψη
και τα πουλιά πέρα στην άσπιλη λαλιά βαθαίνουν ετοιμασίες
θάμβος μια χλόη μικρή και την παράκληση
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.

ΚΥΡΙΑΚΗ
Πάλι μια Κυριακή στενάζει μέσ’ στο κρύο
είναι του στήθους η μεγάλη παγωνιά
η φεγγερή μου ανάσα
όπως ο γαλανός καρπός βοά σ’ έν’ άδειο καλοκαίρι.
Πάλι μια Κυριακή με φέρνει ώς το θάνατο
γυρίζω δύσκολα τη μνήμη
κι αν ποθώ τ’ αστέρια δεν έχω τη χαρά
του σκοτεινού βαθειάν ελπίδα τώρα.
Γι’ αυτό στενάζει μέσ’ στην Κυριακή
μονάχη της η δύναμή μου.

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ
Ιερά προχωρούν εδώ οι ακράδαντοι έλληνες
η Οδός των Τάφων οδηγεί στον Πειραιά
κ’ είν’ αρχαία η θάλασσα πατρίδα
στους καιρούς ανταύγεια μόνη.
Τα όνειρα παίρνουν απ’ τον αιώνιο ρόχθο τη λαλιά
και πετώντας ο αδέξιος γλάρος
έχει σβήσει τα όρια
παρελθόντος παρόντος και μέλλοντος.

ΑΣΜΑ ΔΑΚΡΥΚΙΝΗΤΟΝ
Bas-Empire ο μεσαίος ουρανός της μοίρας μας
κι ο ήλιος αττικός σύντροφος και πολιούχος
πλαγιάζει με τη μοναξιά του Γιάννη.
Είναι δις ένδοξος αυτός ο ουρανός
ολημερίς του πλούτου ο Μελωδός και σχίζει το στερέωμα
φωτιές τον περιζώνουν
ολονυχτίς της ευωδίας ο Πανσέληνος
οι χρόνοι δροσεροί με τάματα των ασημώνουν
κι αμάραντη θάλασσα τον έρωτα βαθαίνει στα νερά της.

ΤΡΙΓΥΡΩ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Πέτρες με μάτια γεμάτα νερό
οι αρχαίες φωνές έρχονται απ’ το γκρίζο,
μιλούν οι βράχοι και τα μάρμαρα
λευκά όσο κι ο θάνατος
ανθρώπινα πολύ μέσ’ στη θεότητα.

ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΚΡΑΣΙ
Βρέθηκα πάλι με το άνθος έρημος
εδώ στο φως του καπηλείου
φεύγει σαν έντομο η ματιά προς τη συννεφιασμένη οροφή
καυσόξυλα τα κάρβουνα η μαυρισμένη σκάλα
τόσον αρχαία
όσο κ’ η γεύση του θεού μέσ’ στη ροή μας.
Είναι σαν εκκλησία ο χώρος είναι οι έλληνες
όποιος νεκρός εδώ μ’ ευσέβεια μνημονεύεται
προσμένει ο καιρός απάνω στις σκόνες.
Α η ζωή τι παιδεμός
σαρώνει τη χαρά με θειάφι...

ΤΡΙΠΤΥΧΟ
Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ
Γέρνει ο χρόνος του ηγεμόνα σε θάνατο
καμωμένον από φεγγαρίσιο ασήμι
και θάλασσες ακίνητες
όπως κερδίζουν οι νεκροί τη μνήμη πάλι
κ’ ένα βαθύ πτηνό βγάζει καπνούς μέσα στη νύχτα.
Γνωρίζω τι σημαίνει να σπάσει το στήθος, είπε ο πατέρας,
ωχρός ανεβαίνοντας απ’ τα βασιλικά που φορούσε ρούχα
στον αγγελόχνωτο αέρα.
Η ώρα ήτανε του μάντη φονική
ο έρωτας εχθρός παραδείσιος.
Γέρνει ο χρόνος του σώματος γέρνει σε θάνατο
η παραλία ηχούσε καθώς ένας θρησκευτικός εφιάλτης
άλυτη μητέρα με τα πόδια σκλαβωμένα
πιο ψηλός κι από μητέρα
έγραφε θαλάσσια βήματα στην παραλία ο Αγαμέμνων.
Η μοίρα είν’ ανάλαφρη στον ήλιον άσπρη
και συ ω μάντη κρύβεις άγριο λιλά για την απόγνωση –
έλεγε των Μυκηνών ο ήλιος
ακούγοντας τρομερά μικρά τύμπανα
και μια γυναικεία φωνή που θρυμμάτιζε το αίμα του –
μα εγώ βρίσκομαι σ’ ουράνιο μεσημέρι
για να σφάξω τριγυρισμένος από φως την κόρη μου.
Έχεις το χρυσάφι των οφθαλμών
άφησέ με
η ερημιά με θέλει ζωντανό και μονάχο –
άφησέ με
ώς την άκρη του Ειπωμένου θα συμπορευτούμε
κατόπιν είν’ ένας δικός μου καιρός με την κόρη,
έλεγε ο πατέρας κ’ έδειχνε τον άχρηστο ήλιο.
Λοιπόν ήρθε η ώρα κι ο βωμός μεγαλώνει σα σύννεφο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: