Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..



ΟΡΥΚΤΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ
Ακούω ένα χτίσιμο στο στήθος. Με τρομάζει.
Τι ωραίο θα ’τανε
με μια ένεση
να κυκλοφορούσε στο αίμα μου
η επόμενη χιλιετία!
Τούτος ο κόσμος μοιάζει με σκάλα.
Κάθε σκαλί της
όταν τ’ ανεβείς
χαλιέται
πέφτει.
Στο τελευταίο σκαλί η σκάλα δεν υπάρχει.
Γεννιόμαστε και πρέπει να κουβαλήσουμε
βαρύ κιβώτιο
τις ασπάραχτες εικόνες των πραγμάτων.
Η Άνοιξη – μάλιστα! – είναι λύση.
Χωρίς τη γνώση της φωτιάς ωραιότερα καιγόμαστε.
Σωριάζεται πάταγος κι απομακρύνετ’ η βροντή
αργά σαν τίγρη κουρασμένη.
Τα νεύρα ερωτικά θριαμβεύουν.
Το δέντρο γίνεται σαφέστατο.
Σε χαμηλά κελάρια – τα ύψη μας
τα πιθάρια του μέλλοντος.
Ολοένα εξέχουμε στο χρόνο.
Ερειπωμένα κόκαλα π’ αντέχετε στο χάρο!

ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μεντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγγο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Modigliani
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να τα διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ.
Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα...
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.


ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ
Η Φοβερά Προστασία
και αγαθόν και κακόν [έν εστιν]. οι γούν ιατροί, τέμνοντες, καίοντες, πάντη βασανίζοντες κακώς τους αρρωστούντας, επαιτέονται μηδέν άξιοι μισθόν λαμβάνειν παρά των αρρωστούντων, ταυτά εργαζόμενοι, τα αγαθά και τας νόσους.
ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, 58
Χωρίς κανένα κάγκελο και δίχως απεραντοσύνη
χωρίς αιωνιότητα
δίχως τ’ αντίθετό της
αγέννητη και ξένη προς το θάνατο
λάμπει στα φυλλοκάρδια η ελευθερία.

ΑΙΦΝΗΣ
Αυτό που λέμε όνειρο δεν ειν’ όνειρο
και η πλατειά πραγματικότητα δεν είναι πραγματική.
Κάπου γελιέμαι μα εκεί κιόλας υπάρχω απόλυτα,
σαν το σύννεφο π’ αλλάζει στα νωθρά δευτερόλεπτα
όντας μονάχα η ακάλεστη μεταμόρφωση.
Κανένα λιοντάρι δεν παραγνώρισε το θήραμα
και η πάπια δεν έπαψε να πιπιλίζει τη λάσπη.
το χταπόδι βγαίνει απ’ το ρηχό θαλάμι του με γαλαζόπετρα
στα ξέφωτα η τίγρη λησμονιέται ανεπίληπτα.
Νυχτώνει και σήμερα. Η αγωνία
λέει πάλι: θα βοσκήσω το μαύρο.

Η ΑΠΟΨΗ ΤΗΣ ΚΩΜΩΔΙΑΣ
Πεταλωμένη μάγισσα σε είδα πάλι
να δαγκώνεις τον αέρα
μ’ αυτή την πανοπλία των λουλουδιών
που σε φυλάσσει από κάθε σκληρότητα
τις νεκρές πεταλούδες να κεντούν την κοιλιά σου
μ’ εκείνο το μακρύ σύγνεφο στην ολάνοιχτη θλίψη
το ουράνιο κοντάρι σου!
Έχω μια τέτοια όρεξη για θάνατο
που μ’ αρέσει να ξαπλώνω στα ταβάνια
παίρνοντας χάπια υπνωτικά και βλέποντας
την κεφαλή της Μέδουσας από τεράστια
κύματα ύπνου χρωματιστού σε παραμόρφωση
την Ευρυδίκη με σεισμούς μειλίχιους
απ’ την ουρά του χρόνου να κρατιέται.
Πεταλωμένη μάγισσα σέρνεις ακόμη
το κορμί μου στη δίψα των γηραλέων γιασεμιών
αναπνέοντας την ποιότητα της ανυπαρξίας
αμάραντο άλογο από κρίνα κι από φρίκη!
Pax – ένας άγιος που στρέφεται γύρω στον άξονά του.
Pax – ένας άγγελος που χτυπούσε
το κεφάλι του με τα φτερά του.
Pax pax κοάξ
κοάξ pax εναλλάξ εγρήγορση και ύπνος.
Ένας πραγματικός κύριος δεν πιστεύει στις μηχανές!

Η ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΠΕΙΛΗΣ
Έχουν αρχίσει να με κυκλώνουν επικίνδυνα οι ώρες.
Ακούω τα φυλλώματα σήμερα
γινήκαν ανήσυχα χορικά.
Πρέπει να ζήσω τις αντίστροφες δυνάμεις.
Ω καρδιά μου – τρομαχτικότερη σελήνη!

ΑΝΕΜΟΓΛΕΝΤΙ
Τον ήλιο σπρώχνοντας απάνω
στ’ αδιέξοδα της γεωμετρίας
με τους ανθρώπους πάντα να με ξεζυγιάζουν
εγώ ο τελευταίος χαρταετός του λεκανοπεδίου μας
ευχάριστος, αλήθεια, σαν το θάνατο
μέσα στ’ ανθοπωλεία
δε μηχανεύτηκα το κύμα της ψυχής
αυτή την ποίηση που θέλει τ’ όνομά μου.

ΜΙΑ ΔΟΞΑΣΙΑ Κ' Η ΖΩΗ ΟΛΑΚΕΡΗ ΝΟΜΙΖΩ
Το καλοκαίρι μένουν άναυδοι οι χείμαρροι
κι αυτό το πριονίδι του καιρού
με την παράξενη οσμή: τα δευτερόλεπτα
σιγά-σιγά σαπίζει.
Πότε κ’ εγώ θα ξεμεθύσω;
Η νύχτα του Καρκίνου μπερδεύει το περπάτημα
με περιπαίζει ασύστολα και χθες ακόμη
μελετούσα θλιβερά παραλληλόγραμμα
γυρεύοντας να νιώσω γεωμέτρης.
Ο Σκορπιός είχε πάχνη και βούλιαζε αφάνταστα.
Θυμήθηκα δίχως λόγο θαυμάσιες
παραλίες με πολύχρωμη κίνηση
κι απότομα τη Φυσική να μην υπάρχει
στα ηλιόλουστα φεγγάρια της Προϊστορίας
όταν οι πηδηχτοί νάνοι – ποιοι νάνοι; -
με τα ενέχυρα του θανάτου και τη μαχαιριά
κλοτσούσαν ουρλιάζοντας τον αέρα.
Ευτύχημα, είπα, που δεν έχουμε κανένα όφελος.
Ευτύχημα να μας σπρώχνει ολοένα ο χρόνος.
Άμφια της αυγής τρομαχτικά
χαράματα τυλιγμένα σε άνηθο
της ταραχής αχτιδοβόλο σμάλτο.
Δεν έχω τίποτα με τους νεκρούς ούτε με τ’ άστρα:
λαμποκοπούσαν ανέκαθεν, απ’ την αρχαιότητα.
Βλέπω μονάχα τον ασίγαστο γυρισμό της χλόης
τα τρομερά της ύλης παραληρήματα.
Ξημέρωσε πάλι και μεγάλωσε
το λαρύγγι του κόκορα.
Ο σκύλος άρχισε τα βήματα.
Επίσης άρχισαν τα πρώτα λεωφορεία.
Το χρόνο πάντα τον αισθάνομαι στην ωμοπλάτη.

ΡΩΜΑΪΚΗ ΟΠΤΑΣΙΑ
εν τω τηρείν τον ένδον δαίμονα ανύβριστον και ασινή
ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, Εις Εαυτόν, βιβλίο Β 17
Ωραιότερος απ’ τα ναυάγια των ήλιων
ο απλός αυτοκράτορας ενώ
τα μάτια του σχεδόν ερωτευμένα
και πρόθυμα στον άσχετο κίνδυνο μιας εκστρατείας
κερνούσαν έξω απ’ τη σκηνή του
τη μοίρα δίχως τάραχο και την αθώα σκέψη
να μην τον εύρει σε μικρότητα ο θάνατος
όπως οι άγγελοι διαγράφονταν παγεροί μεσ’ στον κόσμο
χωρίς άλλο ένδυμα, μονάχα την αυγή φορώντας
- εκείνη τη σοβαρότητα εκείνο το χρώμα!
μιλούσε με τα λίγα δάκρυα του κι όπως
ο ήλιος ανέβαινε στην καμπύλη
σιγά-σιγά τα στέρεψε.
Η Ρώμη γινότανε μέσα του σαν ένα σβωλαράκι
τα χρόνια μάζευαν οδυνηρά
καθώς τα στρείδια στο λεμόνι.
Ποτέ δεν τον ένιωσαν, αλήθεια,
οι λεγεωνάριοι που ’χαν συνηθίσει
τόσον καιρό στη σφαγή και στον πονόδοντο
με σκονισμένα μάτια
με σπασμένα νεύρα.
Αίφνης ένας παλιός αριστοκράτης απ’ του Βρούτου το σόι
μ’ άσπρο κουστούμι και μια κόκκινη βαλίτσα
τον πλησίασε ήρεμα και διαιρώντας
με το χέρι του σηκωμένο ψηλά
την αυγινή σελήνη που ξεθύμαινε
του είπε: «Πώς να γίνει, αγαπητέ μου, διχάζομαι και συ μου λες πως έχω το παρόν και μόνο.
Μα εκείνος ο γαλάζιος σκαντζόχοιρος
ο ουρανός όταν βρέχει
τα δέντρα που τρομάζουν ολόγυρα
η άκακη χλόη κι αποπάνω τα πτηνά
τούτο το βάρβαρο ρυάκι πλάι μας
τα ξίφη των αγγέλων
η μουγγαμάρα που σχηματίζει τη λάμψη –
κάθε λαχτάρισμα του υπαρκτού με αφυπνίζει
για το μισό που καταπίνει τ’ άλλο του μισό.
Δεν είμαι θάλασσα να λιώσω με νύχτα τη σελήνη
και να την κάνω κομμάτια στα νερά
με νεκρώσιμη γαλήνη περίγυρα
ή με κύματα γοερά
με θρήσκευμα τον πόνο...
Το έαρ είναι άλυτο.
Πώς να διδάξω τη φλόγα στη σταγόνα;
Η αγωνία υπερβαίνει τη ζωή,
γι’ αυτό και αχρηστεύει τις απολαύσεις.
Αχ, τι λάκκος από σκοτάδι που κάποτε
μ’ έναν κόκορα στο κεφάλι για να τρελάνω τη νύχτα
ούρλιασα ξαφνικά σα να μου φύτεψαν βόλι:
- Μια τριανταφυλλιά στο φεγγαρόφωτο!
Τι φρίκη, την τρώνε τα δευτερόλεπτα! –
Πώς να κρατήσουμε απείραχτο το δαίμονα;
Μ’ αν δεν μπορούμε – τότε λέω πως αρκεί
για λίγη βλόγηση κ’ ίσως ίαση
κείνος ο σκύλος όνειρος, κείνος ο γκρίζος τύφος...
Χαίρε Καίσαρα!
Τα μάτια μου ειν’ ευρήματα του θανάτου».

Δεν υπάρχουν σχόλια: