Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΛΟΥΣΟ Η ΕΓΚΑΡΣΙΑ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Ροχαλητό δεν ακούγεται στην αιωνιότητα
η αμάχη μου καταστρέφει λαμπτήρες γνωσιολογίας
αναισθησιογόνα είν’ αυτά τα ελεεινά ποιήματα
τριπλασιάζοντας το όνειδος της γλώσσας επί τέσσερα
βρακιά κωμικών και αρλεκίνων έως το γήπεδο
θα σκουριάσω βρε άτιμοι από φλόγα σε αχρηστία
με κάνατε λαχνό που δεν κληρώθηκε στην πολιτική σας
ασχημοσύνη
θαν τα λέω έτσι τώρα ό,τι μου ’ρχεται θα σας ταράξω
ω φιλομειδέστατοι
υπήρξαμε έλληνες κι αυτό είν’ το μεγάλο μας δυστύχημα
ο μαγνήτης το ήλεκτρο τα βελούδινα παχυλά ιδεογόνα
ειδύλλια καπνιστά συμπολίτες αριθμοί πατριώτες άγγελοι
ριχ’ τους οξύτονα πολλά στη μούρη εσύ που αγάπησες τόσο
κυρίως τα προπαροξύτονα
μην τους αφήνεις τώρα σε χλωρό κλαρί λέγονται έναστροι
στην πραγματικότητα είναι προβατίνες.
Τύχη και τούτη να βλέπεις το θάνατο στα ρολόγια
παλιά ρολόγια εκκρεμή σαν τη μάνα μου...
Σάρωθρο μόλις μετενσαρκώθηκα και σαρώνω κρετίνους.

ΕΡΜΗΤΙΚΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ
Φαυλότητα η ανακάλυψη της κυκλοφορίας του αίματος
κι ο γνόφος της Κύπριδας αρτηριακή πολύωρη συνοφρύωση
καθώς πικραίνει τις φιλοδοξίες η στερεομετρία των νεύρων
έκτιση νοερού περίπατου τελικά ξεμακραίνει
τα νιογέννητα παπούτσια μου: ποινικοί κατάδικοι στα ζωώδη
θρησκευτικά πατήματα
σε μπουμπούκια αινιγμάτων έχοντας αλαργέψει κατά το δείλι
πάνε θνητές φασκομηλιές τον ανήφορο κι όμως
η κατακόκκινη σχοινένια κλίμακα σπαρμένη χειλεόφωνα
δε χτενίστηκε άξαφνα όπως άλλοτε από πάνω μέχρι κάτω
κ’ η αλυσόδετη στη θύμηση θαλασσίλα θα ’ν’ εσαεί αιχμάλωτη
μαύρα θερμά κριάρια σε κωματώδη κατάσταση
με μήκωνες υπνοφόρους στα μέτωπά τους δωρεάν ευτυχήματα
νευτώνειες μετονομασίες χλοερής κι ανώφελης πεταλούδας
οι διάττοντες: τα γλυκόλογα της ανάλαφρης Βαρύτητας
πέτσες από φιλάσθενους αριθμούς ανήθικο γαλάζιο μόλις τώρα
πνίγηκα όρθιος σ’ ένα ωμέγα-στρουθοκάμηλο
σταγόνες έρωτα στην ισκιερή παλάμη της τρίτης μου γυναίκας
φεύγει κανένας απ’ τη σύσσωμη Πεντάδα προς το Ένα;
Φαρέτρα ο ήλιος /δίχως επίθετο/ κ’ οι αχτίνες του τη Δευτέρα
στο ειρηνοδικείο μυξοκλαίγοντας.
Δεν πρόκειται να βάλω σε αθώους γαϊδαράκους τρυφερομάτηδες
τα σκληρά σας εκείνα ψυχολογικά σαμάρια.
Μ’ αεράκι σ’ απομόναχο σούρουπο αγάπης – τι άλλο
να εκθειάσουμε.

ΚΥΒΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ
Φρενιασμένος για τα ενδόμυχα
κι ωστόσο δεν επωμίζομαι ούτε λέξη
η ψυχή σας άλλωστε δε δείχνει φτερούγισμα
γύμνια θεοτική θα ρητορέψω
καταναλίσκοντας ερμηνείες κι αντίδια της πατρίδας μου
χορταρικό της άρρωστης μάνας μου
με μπόλικο λάδι
με τυρί και νερό παγωμένο στους μονότονους ήλιους.
Πολιορκήθηκα από φτηνή διασημότητα ίσως /ή όχι;/
αισθάνομαι έτσι κι αυτό μου φτάνει
στερήσεις λαμπερές μου η στράτευση στο Απόλυτο
δεν είμαι κανένας ενσυνείδητος
διαστέλλω την Άνοιξη προς τη θλίψη με τη θέλησή της
αχ πόσο λυπήθηκα αύριο που δεν έγινα συνθέτης και εγώ
να ’γραφα άναυδες κυκλοθυμικές σελίδες
τόσο τη μίσησα τη μηχανή τα χημικά μαστιγώματα
η πλάτη μου τα ’χει καλά με την κακοκαιρία.
Μιλώντας ελληνικά προς όλες τις κατευθύνσεις
ανακαλύπτομαι ολοένα μέσα απ’ τα φωτοστέφανα όντας
ο πιο μεγάλος απερίσκεπτος μιας δικής μου Παταγονίας
κρύο τεράστιο να σου πέφτει η μύτη
δεν υπάρχω όμως ωσάν τροχός που υποφέρει τους κύκλους –
εξοργίστηκα τώρα.

ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΠΤΗΣΕΩΣ
Ήμουνα τόσα χρόνια στο αεροπλάνο νοσοκόμος
πυραχτωμένος απάνω σε εκατοστά βηματίζοντας
αιώνες εκθαμβωτικός εγώ ο ασπροκίτρινος
ο άπληστος από άνθηση ισορροπιστής ανάμεσα
σε τροχιές γερακιών και κοράκων
εξέχοντας ως θηλή θανάτου κατά το Άναυδο
φανοστάτης η γλώσσα πόσο φως που μηρύκαζε
νωτιαίος θεός συγκρατούσε τα γέλια του
με των άστρων το ρεζιλίκι
πλάνητες βαρυδαίμονες κολλούσαμε τη μύτη μας
στα χνωτισμένα τζάμια του φλεγόμενου παράδεισου
δε βλέπαμε παρά μονάχα του Ολύμπου τον ανάπηρο
να παίζει κλαίγοντας με το φυσερό του
σε τσουχτερό κι αδάκρυτο καταχείμωνο ο παλιόγυφτος
τον είδες; - πάει με το σάλιο του ο γελοιοδέστατος
να πάψει να στομώσει τη φωτιά που άναψε μόλις.

ΚΟΚΚΙΝΟΧΩΜΑ
Κανένας απολύτως απέναντι στην κορασίδα με τα σπιθούρια
οπού το κρέας της αγροίκησε μουσική...
Μας λείπουν τα λιπόθυμα τρόφιμα η πνευστή ταπείνωση κι όμως
πίνοντας ούζο διατείνομαι φόνο της σχετικότητας
βροχθίζω συναισθήματα υελώδη γιομάτος ανασφάλεια υπέρτερος
ασπαίρει παρονομαστής οπού χάρηκε
την αριθμητική μου καρέκλα.
Τραυλός κι αμέριμνος εγκαινιάζω τύμβους αναστήματος
ερχόμενος από βροχές με ωμά πανωφόρια
τρεχάτους παραλογισμούς ανίκανες οθόνες βαγγελίστρες
διέξοδος ω προάνθρωποι δεν υπάρχει απ’ αλάβαστρο
τυλιχτείτε απλά και μόνο με το στομάχι σας ευανάγνωστο
στα δάση
επανάσταση τώρα πια σημαίνει να απουσιάζουμε από όλα
διαβάζοντας διαπύηση κι αντικρίζοντας το φως όπως εκείνοι
οι κακομοίρηδες Λουκάς και Κλεώπας.
Τρομαχτική μας ερημότητα ο συμφυρμός και η σύγκραση
καθώς και η βλοσυρή απόστροφος τυγχάνει θάνατος
εκείθε με τα όρνια η άρνηση πλασμένη από όμορφο αλεύρι.

ΛΕΧΤΙΚΟ ΟΙΔΗΜΑ
Φύρερ Πογκλάβνικ απαράμιλλε στην ιταμότητα Ντούτσε
Κοντουκατόρ Καουντίλιο
θεριά από τσιγαρόχαρτο που φάγατε
μηδέν ασυνήθιστο
με βουλιμία μεγάλης αμαξοστοιχίας
αν και αγνοούσατε συλλήβδην την ταχύτητα
σκυλόδοντα της Ιστορίας
τενεκέδες από μιλιταριστικά /ας πω κ’ εγώ την ψευτολέξη/ απωθημένα
ο θάνατος ωστόσο σας απαλαίνει
με παράσημα-λειχήνες απάνω στο στήθος σας από Στραβίνσκυ
διωγμένος από έμορφους στίχους και παρηχήσεις
με λάθη παχύδερμα καρφωμένα στην παρεγκεφαλίδα σας
κι ωστόσο μοιραζόσαστε την ανυπαρξία
με άλαλον Ιησού με Βούδδα με Σωκράτη με όλους
τους ακράτητους πεθαμένους
ψηλαφώντας ανήξερα μάρμαρα στα γιγαντόσωμα.
Η μουσική σας υπήρξε υδροπλάνο
νεκρώσιμη ακρίδα οπού ασθμαίνει ακόμη
στα μετεωρολογικά δελτία.
Σοπράνο η φιλοδοξία στο σημαιοστόλιστο σεργιάνι.
Σήμερα είναι ήδη χτες του πληχτικού σας μέλλοντος
ναυτίλος η ενόραση και οι τένοντες
τα ανατομικά πεντάγραμμα του αρθριτικού μου απείρου.

ΘΝΗΣΚΟΥΣΕΣ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ
Έξαρση κι άκαρπη μεταρσίωση σε πρίγκηπα
φέγγει χιτώνες από μακρινή και συσκοτισμένη πίκρα
παμπάλαιος της ιχνογραφίας ο κρίνος με την άσπιλη στύση
καθρέφτης η κοκκινίλα σου θάλπει το χιόνι πάλι στα γλαυκά του
τη βέβηλη θερμή ρομφαία σου νεανικά την καταχνιάζει
βαρέθηκα πια τις πνευστές μου καταστάσεις έχουν ερήμωση
κι αν κάτι τώρα-δα αναπόλησα τους νόμους προσπερνώντας
του πλούτου είν’ ο θλιβερός επίλογος της φτώχειας η αφετηρία
μηδενικά ποιήματα σε συλλαβές τα άμοιρα εγκλωβισμένα
τι θέλουν ετούτες οι άχαρες πινελιές τον άκαρδο καιρό δε μεταδίδουν
εκκρίσεις πάνε στη φθορά κ’ έρχονται στην υγεία ως φτεροκοπήματα
υποθέτω πως είμαι ο πιστότερος των ανώτερων μαθηματικών είλωτας.

ΤΟ ΥΠΕΡΑΣΤΙΚΟ ΣΤΙΧΟΥΡΓΗΜΑ
Σκοντάφτοντας ενυπάρχουμε στην άπεφθη κίνηση
και κάπου εκεί για λίγο ευαγγέλιο
θαμποχαράζει ο καταγάλανος Τειρεσίας
γυναικωτός αόμματος ιερομάντης μαστοφόρος
με νότες από ηχολαλία στα μάγουλά του
τυρβάζει σ’ ένα χιλιόγραμμο ανάγλυφα συγκροτημένο
σέρνει τα δάχτυλά του στο χαρτί και ψέλνει
κανένας μουσικός δεν του συμπαραστάθηκε στα μάτια του
τον Οιδίποδα τον αγκάλιασε μια μέρα καιόμενος
εκείνος τα ’χασε τυφλός επίσης κι απροσπέλαστος
τυρβάζει πάντα τυχερός ο Τειρεσίας
εχτιμημένος απ’ τους έντρομους θιάσους ωσάν έρημος ρόλος
απώλεια όντας με σάρκα γιομάτη φλογίτσες ακατόρθωτες
το μίασμα του έρωτα της μάνας
απολαμβάνοντας τόσους αιώνες πιο πριν απ’ τους ψυχιάτρους
τα σπιτικά της ανάσκελης Θήβας τρομοκρατώντας
δολιχοδρόμος που έπαιζε κρυφτούλι με τον Απόλλωνα
πότε-πότε έπαιζε και κουτσό και ντρίλια.
Δεν είχε στην ψυχή του πλάνημα σαλέματα στα φρένα
πλάνης με ράκη από φως υμνούσε το περήφανο σκοτάδι
βροτός που δεν τον χάρηκαν τον κοκαλιάρη τα σκουλήκια
μ’ ένα παλιόραβδο στα χέρια του φαγκότο
σαρίδια δεν τα συλλογίστηκε (του Δαμοκλή την αιτιοκρατία)
ο ίδιος είχε μελανιάσει από έλλειψη διαιρέτη
τσακώθηκε πολλές φορές με την ευκλείδεια γεωμετρία –
το πιστεύετε; -
ω τλάμον ω τλάμον
ιώ των θνητών γενεές
οπού εγώ με τηλεοπτικό nihil
εσάς εξισώνω.

ΦΩΝΑΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
Αυτός ο αγέρωχος Αύγουστος…
Φρικώδης του μεγάλου θέρους αναφώνηση
ο τέττιγας που γίνεται ελέφαντας κοινοτοπίας
προβοσκίδα η υπνώττουσα σκιά μέσ’ στο χορτάρι
τις νύχτες τρέχουν οι κομήτες που δεν είδαμε
διάττοντες πότε-πότε χαλαλίζουν το φως από πλήξη
κανένα σχίσμα δεν υπήρξε τρομερότερο -:
είν’ ο άνθρωπος και η φύση.
Ας αυτοσχεδιάζουμε ας πίνουμε καφέδες κάνοντας: Α!...

Δεν υπάρχουν σχόλια: