Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..



ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ, ΘΝΗΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ
Ο εικοστός αιώνας πλησιάζει πια στο χρονικό του τέλος. Η ιλιγγιώδης ανάπτυξη της Τεχνικής, μαζί με τις κοινωνικές επαναστάσεις και ριζικές μεταβολές εξουσίας σε όλα σχεδόν τα σημεία του πλανήτη, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της ιστορικής φυσιογνωμίας του. Τα μεγάλα επιτεύγματα της Τεχνικής περιβάλλουν τον άνθρωπο του αιώνα με ένα νέο ολωσδιόλου κάλλος, που όμως τον είχε μπερδέψει σε κάποιες περιπτώσεις αναφορικά με τη διαλεχτική συνάρτηση Ζωής και Ποίησης (εννοώντας μ’ αυτή την τελευταία λέξη και συνολικά την καλλιτεχνική δημιουργία). Ήδη το πρώτο αισθητικό κίνημα του αιώνας μας, ο φουτουρισμός, εκφράζει αυτή τη σύγχυση. Θα τη σχολιάσουμε στη σύντομη τούτη ομιλία μας, αντιμετωπίζοντας ειδικά την ταραχώδη φουτουριστική λογική, για να ξεμπλέξουμε τα πράγματα. Στις 20 Φεβρουαρίου του 1909 δημοσιεύτηκε στον παρισινό «Φιγκαρό» το «Μανιφέστο του Φουτουρισμού» με την υπογραφή του αρχηγού του κινήματος Φίλιππου Μαρινέττι (1876-1944), ενός δαιμόνιου και έξαλλου Ιταλού, γεννημένου και μεγαλωμένου στην Αλεξάνδρεια. Σ’ αυτό το μανιφέστο, που είναι ένα φανταχτερό μίγμα «μηχανολατρίας», αντιπαρελθοντισμού και κακώς εννοούμενου νιτσεϊσμού, διαβάζουμε, στην υπ’ αριθμόν 4 πρόταση: «Διακηρύσσουμε πως η λαμπρότητα του κόσμου πλουτίστηκε με μια καινούργια ομορφιά: την ομορφιά της ταχύτητας. Ένα αυτοκίνητο κούρσας [...], ένα αυτοκίνητο που μουγκρίζει, τρέχοντας ωσάν βολίδα, είν’ ωραιότερο απ’ τη Νίκη της Σαμοθράκης»... Ανεξάρτητα με τη δημιουργική ανάγκη της Ποίησης – και πολύ σωστά – να προσαρμόζεται στις ανοδικά εξελισσόμενες μορφές της Ζωής και της Ιστορίας, η πρόταση του Μαρινέττι νοσεί και πάσχει λογικώς. Η Ζωή βέβαια εισχωρεί πάντοτε και καθοδηγεί την Ποίηση, προσφέροντας ή επιβάλλοντας τα νέα στοιχεία της, μα όμως είν’ αδύνατο να αντικαταστήσει την Ποίηση, που με τη σειρά της σφραγίζει τη Ζωή πνευματικά κι ανεπανάληπτα. Ο φουτουρισμός εδώ συγχέει δυο διαφορετικές κινήσεις, τις οποίες κάνει η ανθρώπινη συνείδηση. Στο χώρο της Ζωής ανήκει η μία κίνηση, εκείνη ακριβώς που εντάσσεται στη χρονικότητα, στις χρονικές εκφάνσεις της Ζωής, αρχίζοντας απ’ τις βιολογικές αναγκαιότητες έως οποιαδήποτε επαναληπτική διαδικασία κοινωνικού ή ατομικού χαρακτήρα. Στο χώρο της Ποίησης η άλλη κίνηση που κάνει η ανθρώπινη συνείδηση γίνεται προς τη μη-χρονικότητα, προς το μη επαναλαμβανόμενο, είναι δηλαδή μια κίνηση προς την ακινησία. Για να μιλήσουμε στη γλώσσα της ψυχολογίας, είναι μια κίνηση προς την αθανασία, είναι μια εναντίωση στο θάνατο, σε κάθε φθαρτότητα. Ειπωμένο αυτό με σινιάλα φιλοσοφίας, σημαίνει ξεκάθαρα πως η Ζωή είναι «ηρακλείτεια», ενώ η Ποίηση είναι «ελεατική». Το αυτοκίνητο κούρσας – επανερχόμαστε στη διατύπωση του Μαρινέττι – δεν είναι πιο όμορφο απ’ τη Νίκη της Σαμοθράκης, είναι μονάχα κάτι διάφορο απ’ αυτήν. Οταν ο Duchamp, μπερδεμένος κι αυτός, επήρε μια ρόδα ποδηλάτου και την εξέθεσε, τότε αυτόματα η περίφημη εκείνη ρόδα έπαψε να είναι ένα εξάρτημα ενός ποδηλάτου και μεταμορφώθηκε ή μεταποιήθηκε σε έργο τέχνης, γιατί η κίνηση αυτή της συνείδησης ήτανε κίνηση προς τη μη-χρονικότητα, ήτανε κίνηση προς την ακινησία, περιείχε την απαίτηση του ανεπανάληπτου. Το ίδιο θα λέγαμε για το ποίημα του Μαρινέττι με τίτλο «Στο αυτοκίνητο κούρσας», ένα ποίημα-δοξολόγημα, η αξιολόγηση δεν έχει την ώρα τούτη σημασία, μας ενδιαφέρει απλώς η κίνηση που κάνει η ανθρώπινη συνείδηση με την Ποίηση. Το αυτοκίνητο κούρσας της πρώτης δεκαετίας του αιώνα, που έχει υπόψη του ο ποιητής, δεν υπάρχει πια σήμερα στην κίνηση της Ζωής, αναρίθμητα μεταγενέστερα μοντέλα το έβγαλαν απ’ τη μέση. το ποίημα ωστόσο του Μαρινέττι σαν αξίωση του ανεπανάληπτου δεν παραμερίζεται, δεν υπόκειται στις απορρίψεις του παράγοντα χρόνος. Διαβάζεται ή όχι, συγκινεί ή όχι, πάντως εμπεριέχει την αξίωση μιας αιωνιότητας. Αντίθετα, η Ζωή, σαν διάσταση της χρονικότητας, δεν παρουσιάζει για ό,τι την αποτελεί και τη συνθέτει τέτοιαν αξίωση. Κατ’ αυτή την έννοια και μόνο οφείλουμε να σκεφτόμαστε τη διαλεχτική σχέση ανάμεσα Ζωή και Ποίηση. Και έτσι, η Νίκη της Σαμοθράκης, παρά τις ρητορείες του Μαρινέττι, δεν υποσκελίστηκε διόλου και ποτέ απ’ την αστραφτερή γοητεία, την ήδη νενεκρωμένη, ενός αυτοκινήτου κούρσας της πρώτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα. συνεχίζει την ακινησία της αδιατάραχτη, μετέχει στις χιλιετίες της αυτή η Νίκη αρνούμενη συνολικά το χρόνο, ενσωματώνεται στο «αΐδιον» του Παρμενίδη. Δεν έχει καν σημασία η πιθανή κάποτε υλική καταστροφή της. Εκείνο που «σημαίνει» είναι μονάχα η κίνηση που κάνει η ανθρώπινη συνείδηση μέσα απ’ τις πραγματώσεις της Ποίησης. Πομπός και δέκτης, καλλιτέχνης και αποδέκτης του καλλιτεχνήματος, κάνουν αυτή την κίνηση προς το ακίνητο, «μεσ’ στο Άπειρο που ελευθερώνει», για να αναφερθούμε σε ένα στίχο του ίδιου του Μαρινέττι. Ποια λοιπόν εδώ η αντιδιαστολή; Χωρίς καμιάν αμφιβολία, το πεπερασμένο των μορφών της κίνησης. η αντιδιαστολή της Ζωής ωσάν κίνησης και των εποχών της ιστορικής πραγματικότητας. Να σημειώσουμε κάτι σ’ ετούτη την ανάλυση. Πώς διαβάζουμε ένα ποίημα; Πώς το διαβάζει ο ποιητής και πώς το διαβάζει ο αναγνώστης; Θα πρέπει να ’χουμε παρατηρήσει πως η ανάγνωση, είτε ρητορική και παλαιότροπη είτε κουβεντιαστή κι αφιλόδοξη, προκαλεί πάντοτε κάποιαν αλλοίωση στη φωνητική δομή του διαβάσματος. Θέλουμε να υπερβαίνουμε διαβάζοντας ένα ποίημα τους όρους της καθημερινής ομιλίας, εισάγουμε την υπόσταση σε βούληση ιερατική ή το λιγότερο σε «φωνητικά αμετακίνητα». Τόσο ο ποιητής, όσο κι ο αναγνώστης, ανάγονται μ’ αυτόνε τον τρόπο στην απάρνηση του χρονικού βάρους της ύπαρξης. Άλλωστε, κι από μόνη της η λέξη απαγγελία, που σχετικά χρησιμοποιούμε, διαφορίζει την εσωτερική κατάσταση σε συσχετισμό με την απλή και τρέχουσα μέσα στις χρονικές ανάγκες της ζωής ομιλία, όποιες και να ’ναι. Στις θρησκευτικές τελετουργίες μονάχα θα διαπιστώσουμε ανάλογη με εκείνη της Ποίησης συνειδησιακή κίνηση, γιατί και το θρησκευτικό φαινόμενο τείνει προς τη μη-χρονικότητα. Η διαλεχτική ενότητα Ζωής και Ποίησης εμφανίζει, κατά την ταπεινή μας αίσθηση και εννοιολογία, την εικόνα που προσπαθήσαμε να ιχνογραφήσουμε. Η Τεχνική και οι μεγάλες της επιτυχίες, κυρίως όσες καλυτερεύουν τις συνθήκες της ζωής και μας προτρέπουν – ευτυχώς – να οραματιζόμαστε το ανθρώπινο μέλλον όπως αξίζει στην πνευματική μας οντότητα, δεν είναι ολέθριο πράγμα. η τέτοια στάση θα φανέρωνε σκέψη πισωδρομική κι ακατανόητη. Η τεχνική εξέλιξη δεν είναι ελάττωμα του υπαρκτού πεπρωμένου, δεν είναι κατάρα της κοινωνικής πραγματικότητας. τουναντίον: είναι δύναμη θαυμαστή, που πρέπει όμως να τη στρέψουμε στη διάσταση πανανθρώπινου αφανισμού της δυστυχίας, και για να επιμείνουμε στους συλλογισμούς αυτής της εισήγησης: η Τεχνική δεν πρέπει να συγχέεται με την Τέχνη, μολονότι μπορεί πια, και θα μπορέσει στο μέλλον ασφαλώς περισσότερο, να συμβάλλει με τα μηχανικά της μέσα σε νεότροπες φάσεις εκφραστικής, καθώς εκτεταμένα ήδη το βλέπουμε να συμβαίνει στην αρχιτεκτονική, στη μουσική, στη ζωγραφική, και είναι θαυμάσιο. Η Τεχνική δεν έχει την υπαρξιακή σημασία που έχει η Τέχνη και γι’ αυτόνε το λόγο δεν μπορεί ούτε να την εξουδετερώσει την τελευταία ούτε να την αντικαταστήσει, όπως ο Μαρινέττι στοχαζότανε αντιφάσκοντας με τον ποιητή εαυτό του. Ζωή και Ποίηση αλληλοσυμπληρώνονται στην αντίθεση χρόνου και αιωνιότητας. Η εικοστή μετά Χριστόν εκατονταετία ξεκίνησε τις αισθητικές της ανησυχίες με μια πελώρια σύγχυση. Προσεγγίζει τώρα στη λήξη της, χωρίς πλέον ανόητους εκθαμβωτισμούς, ως προς τα εκπληχτικά τεχνικά άλματα. Θα λέγαμε κάτι πιο πολύ: γνωρίζει τώρα βαθύτερα τη Ζωή και σηκώνει ψηλότερα το νόημα της Ποίησης.









ΑΝΤΙΣΕΙΣΜΙΚΟΣ ΤΑΦΟΣ
Η ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΣΥΜΦΕΡΕΙ
Πράγματι η νύχτα με συμφέρει.
Πρώτα-πρώτα ελαττώνει τις φιλοδοξίες. ύστερα
διορθώνει τις σκέψεις. έπειτα
συμμαζώνει τη θλίψη και την κάνει υποφερτότερη.
τη σιωπή με σέβας ανατέμνει. στους κήπους
εξαίρει την όσφρηση
μα προπάντων η νύχτα περιζώνει.

ΥΔΡΑΥΛΙΚΑ ΕΡΕΙΠΙΑ
Την ώρα τούτη είμαι πέρα απ’ το γράψιμο. Απ’ έξω ακούω σωρηδόν αυτοκίνητα μ’ ασταμάτητες γοερότητες του χώρου στο πέρασμά τους ωσάν βολίδα. Πού και πού κάτι φράσεις από δίποδα οπού ξύνουν το κλειστό μου αιωνόβιο παράθυρο – «…θα ’ρθει όμως η Ασπασία;…»-, κουβέντες που συνεχίζουν άλλες κουβέντες απ’ το προηγούμενο τετράγωνο. Τι είμαστε; Πεσμένοι στο ρέμα, εννοούμε γέννηση και εννοούμε θάνατο. Ό,τι βλασταίνει την αλήθεια είναι μονάχα ο ενεστώτας. κανένας αρχαίος αόριστος ή πεπαλαιώμενος μέλλοντας. Υπάρχουμε στο ρέμα της αρχής και του τέλους, χωρίς να ανευρίσκεται ένοχος. Η τεθλασμένη τζαζ. Όλη η αστυνομική δραστηριότητα οπού ο νους αναπτύσσει: είν’ ο ίδιος ο ένοχος. κοροϊδεύει τη φύση του τηγανίζοντας αιτιότητα. ψάχνει για τον ένοχο, θαυμάσιο άλλοθι.

VERS LA FLAMME
Ιδρώνει το ξύλο στην παλιοφωτιά τα φθαρμένα
κορδόνια μου
χαζεύοντας αποτείνομαι.

AUNANIA CLINICA Ή ΜΑΛΛΟΝ
ή μάλλον όχι
όχι όχι δεν απαντέχω την καινουργίλα
δε γίνεται πια να προστατέψω την αλήθεια
με τίποτα ούτε με άνωση
χωρίς να την έχω ποτές μου ζουλήξει
την άνθιζα πάντοτε δίχως συλλογισμούς
περιδιαβάζοντας άφθαρτους δυϊκούς αριθμούς
ερωτώντας μάρμαρα
τη ροή της ενάρετης Ήρας εποχούμενος
φερώνυμος
φαραώνυμος
φερετρώνυμος
η λέξη που με πείθει λέγεται διακοπή
η λέξη που ραπίζει τη θεολογία μα όμως
ας ανυψώσουμε λιγάκι απ’ το χώμα τις πατούσες
ας ανυψώσουμε
στην υγεία του σύμπαντος.
Έχω την τιμή να είμαι διαβάτης.

ΧΕΙΡΟΠΟΙΗΤΟ
[...] δεν παράγει άζωτο σας λέω όποιος
δεν τις βλέπει και τις δύο όψεις
God is dead /υπογραφή Fred
Fred is dead /υπογραφή God/

ας βάλουμε το νόμισμα στην τσέπη

ΜΙΑ ΧΟΥΦΤΑ ΘΕΛΗΣΗ
για να υπάρχεις επαρκεί
ιδίως τα απογεύματα.
Πέφτοντας ήρεμα το γιασεμάκι χάμω
με αβρότατο φύσηγμα
είτε πατηθεί τυχαία είτε οπωσδήποτε αλλιώς
θα πεθάνει –
φρικίαση και μολοσσός απελπισίας μου.
Σε παλιότερα χρόνια όταν ήμουνα μικρός
έθαβα το απόλυτο
στον κήπο μας υπό μορφή βελονιασμένου
τζίτζικα κ’ ήτανε
χήρος ο χώρος της αμυγδαλιάς οπού ξεράθηκε
δε θέλω να προχωρήσει περισσότερο όχι
το ερπετό μου
(σε συνέχεια μια μακρουλή φράση δυσανάγνωστη)
Mahamaya.

Η ΔΕΞΙΑ ΠΑΛΑΜΗ ΜΟΥ ΣΤΟ ΜΑΓΟΥΛΟ
Λάμψη. χρυσόμυγας κυματισμοί: τα φωναχτά
μαλλιά της Μύριαμ
αυτή η οντοφάνεια θα με ρημάζει ως το θάνατο
κι επέκει τίποτα στο μυαλό μου. στα χρυσάνθεμα ναι.
Τη γέννηση δεν την επιλέγουμε ούτε τη θανή μας
έστω κι αν αυτοχτονήσουμε
εμένα μ’ έχει οπαδό της η βιολογική Αριστερά – για κείνο
βλέπω περίφημα.
είμαι συχνά στο χείλος αυτόφωνος του φόνου
δεν επισυμβαίνει
κάτι φρενάρει
δέσμιος είμαι των χρωμοσωμάτων μου (σαβάνωμα).
Σύρε στα έαρα σπαταλιέται ο Κομφούκιος εκεί
στα ίδια κύτταρά μας
η λευτεριά μας πολύκροτο διανόημα (όχι παραπέρα)
στα ίδια τα κύτταρά μας.
Κι αναθυμήθηκα μια πυκνή σύνεση βαθυγάλανου
στη θάλασσα.
η νύχτα μόλις έπιανε μάγια στο χώρο. την ημέρα
τη συγκρατούσε ακόμη νεφώδης ελαφρότατη κυάνωση.
Πότε-πότε συμπίπτουμε φύση και νοήμονες.

ΑΡΙΘΜΗΣΕΙΣ
1. Πληθαίνουν οι έξυπνοι.
παρακμή του πραγματικού.
2. Το καθαρόαιμο αριστούργημα
ή εκείνη η γυναίκα
βαδίζοντας στο δρόμο ωσάν
λήκυθος.
3. Τέσσερα πέντε έξι εφτά
οχτώ εννέα δέκα.

ΘΕΡΙΝΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
σ’ ένα νεκροταφείο
καίγοντας ο ήλιος μεσημεριάτικα.
Παπάδες από δω κι από κει ρασοκούρελα
με πετραχήλια κρεμαστά εργαλεία
ίσως όμως θα ’λεγα φίδια κρεμάμενα πίτα
με ομπρέλες παμπάλαιες
άλλος ομπρέλα μοβ άλλος σταχτιά κι ο άλλος
από χαλασμένο κρόκο.
Μισογουργούριζαν τρισάγια οι τρισάθλιοι
σε κάποιονε τάφο αιωρήθηκε αγέρινα σκάλωσε
ένα πεντακοσάρικο
σε κάτι πάλλευκους
γλαδίολους (ήτανε αδέξιος)
ο συγγενής (τεθλιμμένος)
αλλά τι πειράζει
σκύψιμο χάρμα κι ο γέροντας ιερέας
το χαϊδολόγησε ως την τσέπη.
Γυναίκες πλέναν μάρμαρα και πλέναν τα τζαμάκια
σε τεθνεώτων φωτογραφίες.
ολάκερη η ζωή παρούσα μ’ ανάλαφρα σφουγγάρια
σε κουβάδες.
Γυναίκες τρομερά γενετήσιες το κλάμα τους
παραλίγο να με λυγίσει
μα ευτυχώς
δεν έβγαλα ούτε στιγμή τα βαθυγάλανα γυαλιά μου.

ΣΩΡΕΙΤΗΣ
Το πρωί αποφάσισα ναν τη γράψω επιτέλους εκείνη τη μακρότατη επιστολή, που την είχα συντάξει σ’ ένα δεύτερο σχέδιο αποβραδίς. Κάπου πέντε σελίδες. Τις έβλεπα δίπλα στη μηχανή, δεξιά, τη μια πάνω στην άλλη, και ετοιμαζόμουνα για ν’ αρχίσω την οριστική δαχτυλογράφηση. Ξαφνικά όμως τα γράμματα κινήθηκαν διαλύοντας τις λέξεις, εγίναν ένα πλήθος μυρμήγκια και εφεύγαν απ’ τις κόλλες, που ξαναβρίσκαν έτσι την πλήρη λευκότητα. Τότε κ’ εγώ την ταχυδρόμησα προφορική την επιστολή, κανονικά βέβαια, με γραμματόσημο. Την ίδια μέρα συνέβη και κάτι άλλο. Η κηδεία μου δεν κράτησε παραπάνω από ένα πεντάλεπτο, σαν διαδρομή μεταξύ εκκλησίας και νεκροταφείου, μολονότι η απόσταση δεν ήτανε μικρότερη από χίλια μέτρα. Σταυρός, εξαπτέρυγα, ψαλτάδες, παπάδες, οι τέσσερες που κρατούσαν το φέρετρο, οι συγγενείς, ο κόσμος -, όλοι τους με πήγαιναν τρεχάλα, πραγματικώς αθλητική. Είν’ αδύνατο να σας το περιγράψω, θα ’πρεπε ναν το βλέπατε. Τη μηχανή μου με δύο-τρία καρμπόν, και κάμποσες χαρτοπετσέτες, τ’ άφησα στην παχειά θυρωρίνα. –

«Σύντροφε. Η ομάδα KROP έλαβε το γράμμα σου. Θεωρούμε σωστή την ανάλυση που κάνεις για το “μεταβατικό άτομο”. Η σύναξη την Πέμπτη στο φαράγγι. Δεν έχουμε ακόμη καθορίσει την ώρα, θα τηλεφωνήσουμε».

Μια πρόκα στο παπούτσι μου παραβιάζει
την τρυφερότητα
τι είν’ αυτό το πράμα να οργανώνεις
φεγγοβολήματα
βγες τώρα αμέσως απ’ την άσωτη φαντασία σου
η έμφαση λιωμένη μ’ άγρια ποδοπατήματα.

Ιθαγενής του πανάρχαιου άλγους. Βουβωνοκήλη της θεότητας το φουσκωτό κείνο σύγνεφο πέρα; Κ’ η αλήθεια παραθερισμός στο Είναι; Καλύτερα να πούμε μονοπλάνο, λεξιλόγιο σε εκκρεμότητα. Τι σφύζει στα φωσφορίζοντα; Στον οισοφάγο δεν υπάρχει νομοθεσία. Η αδράνεια: το ονείρατο της ύλης, με όσφρηση του μαύρου σε λευκοπάθεια. Μουδιάζει άραγε ο αγέρας;

Το κακάο ψήνεται, γιουχαϊντί γιουχαϊντά,
πίνεται δεν πίνεται, γιουχαϊντί αϊντά...

Μ’ ένα σπαθί μισολιπόθυμο. Vous etes un homme de paille. Μήπως ο Μαχάτμα; Ξέρετε τι του είπα κάποτε στον ύπνο μου; «Σεβάσμιε θα σε σκοτώσουν, έχω τις πληροφορίες μου. Σήμερα να μην πας στον τόπο της προσευχής σου...» Δεν αποσπάστηκε απ’ το χαμόγελο ο Μαχάτμα. «Εγώ θα πάω», είπε, «για την προσευχή μου. αυτή είν’ η δουλειά μου σήμερα. ο δολοφόνος απ’ τη μεριά του θα κάνει τη δική του δουλειά». Σύντροφε, αν μου εμπιστεύεσαι ομορφιά, η ουσία είναι τούτη κι απομόναχη. Σε καλημερίζω. –

Χειμερινός κολυμβητής; - όχι.
χειμερινός ηλίθιος – ναι.

Διαστήματα πεταλούδας, αχραντισμός. Έχοντας ιδιόχτητο πρωί και έχοντας ιδιόχτητο μεσημέρι. Κάθε ευμένεια στο γεγονός πως η κόλαση δεν έχει κανέναν αντίχτυπο. Βρισκόμαστε σε κλειστό ποδηλατοδρόμιο, αλλά χωρίς αναπαυσάρια ιδεολογίας, το δάσος καιγότανε διαστέλλοντας φωτοσκιάσεις, αμφιφρένεια, μαχόμενη ανάληψη του κυκλάμινου. Μέσα στο κορμί μας είν’ όλες οι αποφάσεις κι ο ήλιος δε δίνει γι’ αυτό δεκαράκι. Πάρε το γούνινο δίκυκλο, σφαίρα στην Προϊστορία, μασουλώντας ναδίρ, προς τα μέσα πεπτόνη. Δεν είναι λεκτική αμηχανία η λάμψη που παράγει ο κυκλόθυμος. Η ελπίδα: ρυπαρότητα. Να εφαρμόσετε τη λογική. Η Βαρόνη von Huhnerstall; Η φημισμένη ορνιθολόγος; Επιστρέψτε μου να συστηθώ: Fuchs. Αχ Ερνεστίνα...

Ο Δίας είχε την εξουσία να διπλασιάζει τη νύχτα για να πολλαπλασιάζει τον έρωτα. Προσωπική χρήση της θεϊκιάς πάντοδυναμίας. «Προσέχετε τη χλόη, συμπεριφέρεται σοσιαλιστικά», το μήνυμα είν’ από άλλη μυθολογία. Σύντροφε, θα κατεδαφίσουμε ποτέ την κοινωνική δυστυχία; Χρωστούμε την πάλη, βεβαίως. Αύριο περιμένω να συναχτούμε χαρούμενοι, για να γλιτώσουμε τη διαλεχτική της επαναστατικής αιθρίας απ’ τις ανούσιες θεωρητικές συζητήσεις. Κάθε καλό στην οργή του λαού κι ας αναπνέουμε οράματα. είμαστε γι’αυτό ακριβώς οι καλύτεροι της Ιστορίας.

Εργάσου τώρα στου εαυτού την εκμηδένιση
κραυγάζοντας «κάτω οι μιαροί παρασημάδες»
εμείς μπορούμε να δώσουμε τη ζωή μας μέσα σ’ ένα
συλλαλητήριο
εσείς τι μπορείτε;

Δεν υπάρχουν σχόλια: