Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΕΡΥΘΡΟΓΡΑΦΟΣ
ΙΗΣΟΥΣ ΑΝΤΙ-ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Γιατί κρατούσαμε κάποτε ώς την πέμπτη μέρα
το πασχαλινό πρόβατο;
Τα κείμενα λένε: μ’ αυτού του θύματος το κρέας
έπρεπε να καθαρίσουμε όλες τις αισθήσεις.
Για να δώσουμε κύμα στη ζωή λευκότατο
θαυμάσιες ευωδιές στην έκταση του στήθους.
Ιδανικά στο χάρο.
Για να βλέπουμε τα λαμπρά
χαράματα του Άψινθου και να ’ναι η ψυχή
στόλισμα βαθυχάρακτο
της πλώρης που την είπαμε θέληση.
Τότε πολλές δορκάδες τρέχοντας
ανάμεσα στην καταπράσινη
φύση με τους υδάτινους ύμνους,
τότε, κατεβαίνοντας οι αθέλητοι άγγελοι
με κυλινδούμενο το ύψος στην ορμή τους
χαρίζονται της αστραφτερής Περιπέτειας.
Όθεν η μιλιά γι’ αυτό χρειάζεται
και τα δεινά σκεπάζονται ωσάν
τους τιμημένους νεκρούς με σημαίες.
Ασώματο δάχτυλο δείχνει τα φλογώδη
και μοσχοβόλα ολοκαυτώματα
στους κουρασμένους ορίζοντες
στα εξουθενωμένα πλάτη καθώς
ανάβουν οι χαρές του νεραϊδόξυλου
και τρέμει ολόκληρη η πρασινόφυλλη αγάπη.
Κάτι θα κελαηδούσε πάλι
αν δεν το διώχναμε –
μπορεί της προβατίνας το χορτάρι.
Κάτι θα μας καλούσε στην απέραντη ανάσταση –
μπορεί του έαρος η χάρη.
Μα η καρδιά μας άγρια τυφλώθηκε
πέρασε στα φαινόμενα του Άδη.
Σιγή και πάγος αδιάκοπα σκεπάζει
στους αχυρένιους καιρούς το Νήπιο Πνεύμα.
Την ώρα που ονειρεύονται οι βυσσινιές
και λάμπουν αμυδρά μεσ’ στο απλότατο σκοτάδι
τίποτα δε στοχάζονται οι βαβυλώνιοι
στα εργαστήρια με τ’ αυτόματα χρωματιστά φώτα.
Πώς να χαρούμε πια την πέμπτη μέρα του προβάτου;
Φουρκίσαμε τ’ αστέρια.
Γίναμε σιγά-σιγά δήθεν υπέροχοι
με μαδημένες χίμαιρες στα χέρια.
Μας νέμεται σκληρά η επιστήμη.
1968

ΣΚΥΛΟΣ
Πολλές φορές μια σχέση αιωρείται σύγκορμη
με ζώα με ανθρώπους και με δέντρα.
Τι είναι ζώο άνθρωπος ή δέντρο δεν το μάθαμε.
όμως κρούει την όραση ο θηλυκός θάνατος
του σκύλου
με σπαραγμό που δεν προέρχεται από νοητή
παρουσία.
Φαίνεται πως ένα λάγνο μυστήριο συνέχει
σάρκα με σάρκα
ιδίως όταν ο σκύλος δεχότανε τα χέρια μας
βουλιαγμένα στο αθωότερο τρίχωμα.
Λέγοντας – εξοφλούμε τις αισθήσεις ή
προδίδουμε μονάχα;
Κανείς δεν ξέρει. ευτυχία να μην ξέρει.
Κ’ έτσι διαρκούμε ανίδεοι δρέποντας
όνειρα
και συνοψίζουμε τον έρωτα με μια χειρονομία
σε λατρεμένου ζώου τη μουσούδα ή σε κορμό
του δέντρου που αγαπήσαμε.

ΕΓΚΑΡΣΙΟΙ ΣΤΙΧΟΙ
Καθώς απόσωνε η σελήνη ξημερώνοντας
τα πάντα κρέμονταν από μείζονα ελεατική σιγή
και μοιραία γαλήνη
που παρατείνει μιαν αόρατη πράξη:
της φύσεως την αυτοζωία.
Τότενες έβλεπα σε φανταστικά νερά μου
να ξαναλάμπει μόνη της
η εικαστική προσδοκία του σώματος.
Οίμοι λοιδόρησα την ηρεμία
και μ’ αρέσει ο φόβος.
Είμαι μόνον αυτός που έχει την τρελάρα του.
τίποτα πιότερο.
αναβοσβήνει το χέρι μου όταν γράφω.

ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ
Έβλεπα όνειρο. είχα γεύση χρωματιστή. κόκκινη.
Τρως μια ντομάτα, λέει τότενες η όραση.
Κι όμως εγώ είχα γεύση χρωματιστή. Βέβαια,
βέβαια, σκέφτηκα. είμαι τώρα ο ανώτατος Νεκρός.
είμαι ο πιο έρημος Μοναχός τυλιγμένος μ’ αχτίδες.
είμαι στα φώτα των αισθήσεων. απ’ τη γεύση βρέθηκα
στο μη-αντικείμενο. απ’ τα μάτια βρέθηκα στο μη-υποκείμενο.
Και έσκουξε τότενες κεραυνός. ουρανέ ουρανέ
δεν έρχομαι να σ’ αποχτήσω.

PRAXIS
Εσύ με τέτοιο πανικό νυμφόληπτος
υέτιος ή όμβριος πού πας;
Αποκοιμήσου φουκαρά μου στα άμφια.
Ήσουνε μέγας ιερέας χρισμένος απ’ τη Σκοτία
μητερούλα στα σωματίδια του Φωτός
ήξερες απ’ έξω κι ανακατωτά την Παρουσία
φόβος και τρόμος ήσουνα στην Ψυχολογία.
Σήμερα νιώθεις πληθύνοντας την Κωμωδία.
Πράγματι βρέχει και είσαι ολομόναχος, αποκοιμήσου,
ανατριχιαστικά ανθρώπινος.

ΔΙΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΜΕ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Άλλο το θηλυκό μυαλό κι άλλο
η γυναικεία νόηση.
Άλλος ο Κλέων κι άλλος ο Κλαίων.
Άλλο Φαιστός κι άλλο Ήφαιστος.
Άλλο οι Τριάκοντα κι άλλο οι Εβδομήκοντα.

Η ΝΥΧΤΩΔΗΣ ΗΔΥΠΑΘΕΙΑ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝ ΕΚΤΟΣ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
/Πρώτο Μέρος/
Ανενυπνίαστος αυτόγυμνος και κρυονέρης.
Εντοσθιακός. απ’ τα σπλάχνα μου τραγουδώντας.
Χαράματα μέλπω σε μακρυμαλλούσες Ερωτιάδες
χαράματα γλυκύτητος από κοκκινωπό
βερίκοκο που σιγά-σιγά ξανθαίνει
/ο ήλιος/
έως που γίνεται θυμώδης λευκασμός
και γιγαντόσπορος φωτός
εναέριο και μέγα σπέρμα έως που γίνεται.
Σας ομιλεί ο Μελάνθιος.
Θεού οντολόγηση
Σατάν κοστολόγηση.
(Χαλκοπλισμένος άγγελος με σπάθα μυριοδόξαστη
περιγελούσε ξώσαρκα αιχμίζοντας
γλουτούς ωσάν αχλάδια νεανίδων απ’ τη Μίλητο
σ’ όνειρο πολυμήχανο ο Λάγνης
και έβαφε αφίλιωτος κατράμι τις αφροδισιασμένες
- προ έτους όνειρο σε ταραχώδη αιγιαλό
κι αγεωγράφητο.)
Χαράματα κι ο ήλιος στην αρχή ολιγαρκής
γίνεται λίγο-λίγο άπληστος.

ΤΟ ΣΦΥΡΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΚΑΙ
του θάνατου το δρεπάνι
βαθειά ιδανικότητα…
Ειλωτεία μ’ αλκοόλ ανομοιοκατάληχτο
πέντε συν έξι
παραδοθείτε παλιοτόμαρα!
Σας έχω κουρελιάσει τα δίχτυα ηλίθιοι
με ιαχές πυρπόλησης γηπέδου!
Δεν αποδέχομαι θητεία στα στόματα
το τάλαντον το τάλαντον
το τα το τα τάλαντον Ελένη μου Ελένη
μουσούδα τ’ ουρανού με ζάρωμα
η φαντασία μου σε πλένει
με ζάρωμα γαλαζιανό με κόμικς από μαύρο
χιλιάδες θύρες ο Άδης αριθμεί κι από καμιά
κανένας δεν εβγαίνει.

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΤΟΥ ΕΑΡΟΣ
Χριστός η ορθή γωνία. Χριστός το Πυθαγόρειο
θεώρημα.
Χριστός ο απειροστικός λογισμός άνωθεν όλβια
Χριστός τα Σύνολα.
Χριστός η ψηφιδογραφία στα μαζικά σωμάτια
Χριστός η μάζα μηδέν.
Άρα ψεκάζουμε αριθμούς και πεδία λαγνείας.
Είμαστε τυφεκιοφόροι νοσούσης λογικής και κάτι –
παρατηρούμενο σημαίνει παρατηρητής και Εκάτη
σκότος το πάμφωτο και φως εν τη σκοτία η Αστάρτη
συνδαιτημόνες δαίμονες επ’ άρτι.

ΞΥΠΝΩΝΤΑΣ ΑΠΟ ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ ΥΠΝΟ
σχεδόν η λήξη της ομορφιάς...
Δεκέμβριος ο μέγας μήνας
με μακρουλές εβδομάδες
το ορώμενο φταίει ή τα μάτια μου;
Σύθαμπο.
Χιλιοφανέρωτος από αραχνιασμένη απουσία
πολλαπλασιαστής θεουργίας και χιονοθύελλα
όταν ματώνω αρχίζει η λάμψη μου.
Γυμνός αμνός αμνότατος και η έσχατη
αλαζονεία της ζωής: ο θάνατος.

ΗΤΤΗΘΗΚΑ ΝΥΧΤΑ
Τώρα που η καρδιά μου δεν προσφέρεται
σε παρορμητισμούς αλκοόλ
ακόρεστος προστρέχω σε ηλίθιες απελπισίες
υπογράφοντας το Σύμπαν.
Είμαι παντέρημος όσο κι ο φέγγαρος ψηλά-ψηλά
σε στύση φωτός τον Αύγουστο.
Τελετουργώ στη σιωπή χωρίς άμφια.

Η ΚΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Αυτός που σείει οντολογικά τον άνεμο
κι απαστράφτει
χώρος ανεκλάλητος όπου βοά συνεχώς
η αγαθότητα –
ξέρει πως είν’ ακαινοτόμητος έως θανάτου.
Τίποτα δεν αντλεί απ’ την Ιστορία και συνέρημος
με τον πάνθηρα
γυρίζει μια μικρού μήκους ταινία μαυρόασπρη
εκτός κινηματογράφου.

ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΕΝΟΣ ΧΑΥΝΟΥ
Ευτυχώς χαμένος.
Αλίμονο αν είχα διανύσει κέρδος.
Θυμήσου διασκεδάζοντας το μυαλό σου
θυμήσου τον αυτοκράτορα
της πάλαι ποτέ Βραζιλίας.
Εάν πεθάνω γλίτωσα. εάν επιζήσω γλίτωσα
πάλι.
Κρεουργείς ακόμη με κοχλαστικό τσεκούρι
σε χίασμα φρίκης
κι αναπηδούν αθώα ουρλιαχτά κατέρυθρες
οιμωγές που ξεστομίζουν έρεβος αγάπης.

ΤΟ ΕΛΕΟΣ
Μια μέρα ο Κρίσνα συνάντησε την ύλη σε δυσκοίλια χιλιόμετρα θερινής αποστάσεως. «Θέλω να σε χάψω» της είπε και εκείνη «τότε να σε κάνω τίγρη» αποκρίθηκε. Λοιπόν ο Κρίσνα έγινε ένας άγριος τίγρης. Κάποτε όμως ο Βράχμα βλέποντας να κυλούν οι αιώνες με τις χιλιάδες και ο Κρίσνα ευτυχής κι ανέμελος να τρώει και να ξανατρώει ζοχαδιάστηκε. Αρπάζει το συγνεφένιο τηλεβόα και του φωνάζει: «Ε, Κρίσνα! Δε βαρέθηκες;» Κι αποκρίθη γελαστός ο Κρίσνα: «Καλά είμ’ εδώ. δεν ξέρεις τι χουζούρι μέσα στον τίγρη!»

ΒΑΡΥΑΥΛΟΣ
Ό,τι και να πεις μένει στο στόμα σου.
δεν προέρχεται ούτε πάει. αστειεύομαι
πάλι.

ΓΕΝΕΣΙΣ
Εγώ είμαι από τάρανδο.
Δεν ανακατεύομαι πια στα όνειρα.
Νιώθω ψύχος.
Βόρειος όσο κι ο καυστικός πάγος.
Τ’ αφτιά μου επωτίδες λέμβοι
για να αισθάνομαι
ναυαγός και ν’ ακούω κυκλώνες
Εκατοντάδες Αγάπης
με χορωδιακή μεγάλη ελεημοσύνη
κατακαίω κατακαίομαι κι αντίστροφα
- παντρεύτηκα λέξεις.
Ας ενωτίζομαι φλύαρο σπαραχτικό κλαρίνο...
Κατακαίομαι κατακαίω/ξανακοιμήθηκα/.
Ξυραφιές.
Ο έρωτας κρέμεται από μια κλωστή στο γαλάζιο.
τι θεσπέσια όμως που έχασα!
Δε βγάζω γλώσσα. βγαίνω απ’ τη γλώσσα.
Κι αν σας έκοψα το βήχα του τυχαίου σακάτηδες
μνημονεύω πάντοτε την αμφιβολία.
υπάρχει άλκιμο αναγκαστικό μέλλον εκείθε;
Φαίνεται πως μου μένει μονάχα ο Θεός αλλ’ όμως
αντικρίζοντας άνθη
λέω και ξαναλέω: χρώματα είμαστε. τίποτα
πιότερο.
Βραδυφλεγής χορτώδης επανερχόμενος νύκτωρ
από αρχαία σε έξαρση πυρκαγιά
λιγοστεύω τ’ αστέρια μειώνω τους γαλαξίες.
Τι λανθασμένο πλάσμα που είμαι!

Δεν υπάρχουν σχόλια: