Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΡΗΤΗ ΣΙΩΠΗ. ΝΟΤΙΣΜΑ
Φεγγαρόφωτο προς τιμήν της Σαλώμης.
Το χιούμορ είναι βραδύτητα. δεν είναι
για βιαστικούς.
Αλλ’ η σελήνη ριγηλή και διεθνής κι ανήκουστη
σκυλιάζει από ερεβώδεις ορμές –
αβρό μου φαινόμενο.
Στο κλάμα είμαι μαγευτική, δεν είμαι; -
αλαζόνευε η φωνούλα της Σαλώμης.

ΟΤΑΝ ΕΡΕΥΝΩ, ΣΙΓΗ ΑΠΟΛΥΤΟΣ!
…Ώστε πέθανε αλκοολικός.
Είχε γαλάζιο; (είπαν πως είχε)
Αυτό με ενδιαφέρει.
Ξυλιάζω ανέκαθεν από Ιατρική.
Στην κρεμάστρα της δημοσιογραφίας
ο εικοστός αιώνας.
...Ώστε αλκοολικός...
Είν’ άλλο ο κομουνισμός του κόμματος
και είναι άλλο
η θλίψη μου και η μελαγχολία μου
στο αλτάρι της Ιδέας.
Είμαι ο Σωσίβιος άψογα ξυρισμένος
τ’ απόγεμα θα παρευρεθώ σε κηδεία
για να ποθήσω τη ζωή μου πολύ περισσότερο.

ΣΤΟ ΑΝΑΡΘΡΟ ΑΣΚΟΥΜΕΝΟΣ
ενίοτε και εγώ εκδιδράσκω προς τα όρη
μ’ αγριολίθαρα να πετσοκόβουν άθλια ποδήματα
δώθε ο κόρδακας από αγέρα βάναυσο που κλυδωνίζει
κάποτε την υπερυψούμενη με φωνασκίες
χλωρίδα
κείθε να κλαίει ο τσάκαλος καθώς η νύχτα πιάνει
σχεδόν εξ έρωτος αγγίζοντας
το σώμα της ημέρας τελετουργικά με θεία μελάνη
σιγά-σιγά ναν το αμαυρώσει.
Νωθρότητες από ασβεστόλιθο κοπαδιαστά κοράκια
γύρω –
σημασία δεν υπάρχει.
Νύμφες δαιμόνισσες λαγνοβοώντας απεκδύονταν
ονείρατα κι αναδιφούσαν έξαλλη
φωτιά
στην κορυφή στα σκέλη.
Το τρέμολο που κάνουν οι μέλισσες ιπτάμενες –
ήχος θεογνωσίας.

ΕΝΤΥΠΩΣΗ
Αχ ναι! πετούσαν έρημα των πουλιών τα σμήνη
κι όταν αποχάθηκαν
η καθαρότητα τ’ ουρανού δεν κηλιδώθηκε
από ίχνη.
Να παγιδεύεις το αόρατο στην ορατότητα.

ΚΟΝΙΣΑΛΕΟΣ ΑΝΕΜΟΣ
Κοιτάχτε ω θνητοί αλησμόνητοι –
κοιτάχτε!
Πώς ανεμίζουν εφάμιλλα του μήκους
τα μακριά τα πάλλευκα μαλλιά του βασιλέα Ληρ!

[...]
Ουρανός επί λέξει.
Κι ακόμη
διάφωνα στον αχερώνα
του αιώνα.
Το Σύμπαν έχει ασυνταξίες.

ΚΑΘΟΜΙΛΟΥΜΕΝΟΝ
Αποκαρδίωση. θριαμβεύει το κρέας.

Ο εγωιστής, ο εκμεταλλευτής, ο καταπιεστής, ο δυνάστης -,
δεν είναι ολοκληρωμέος ηδονιστής. Γέρνει στο ζώο. Κι αυτό η σκέψη το αντικρούει.

Η θρησκευτικότητα είναι κριτική της ύλης.

ΦΩΝΗΣΙΜΑ
Θεέ μου η θεότητά σου!
αιματογονία
η προφορά του σώματος.

Ο ΑΤΤΙΚΟΣ ΜΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Θεέ θαλάσσης θερμοκρασία υψηλή του θέρους.
αραβική γραφή σε διαμαντένιες αράδες:
τα βραδινά μου φώτα στο προάστιο που ανηφορίζει
αναλίσκοντας ευτυχία οράσεως.
Αυτό θα πει ζαράκιας από φτωχικό μπαλκόνι.

ΤΕΛΟΣ ΑΓΑΠΗΣ
Αγριεύει ο τόπος μου.
Σε αποκρούω Ελλάδα.
Η λογική σώνεται. τι
θα ακολουθήσει;
Αττική διαύγεια. τι άλλοθι!
Τέλειωσέ με Θεέ μου. Συν
άπειρο.
Τα μάτια σου τι μεταφράζουν;
Ερήμωση.
Ροκανίζω μοίρα.

ΜΟΥΛΕΤΑ
Δωρεάν η ζωή Φεδερίκο
Γκαρθία Λόρκα δωρεάν ο θάνατος.
Αυτό το άλικο πανί δεν έχει πάντοτες
αγαθή βεβαιότητα.
Είν’ ο Θεός που αμιγής εκτείνεται στο μαύρο
πλήρως απών ή ανεικόνιστος.
Όμως εσύ μυρόεσσα Ισπανία – της Ευρώπης θερμότητα –
τι δόξα πρόσθεσες απ’ τη λαλιά του
την άσπιλη
σ’ ανελέητο ήλιο σ’ έναν ουρανό
που πυραχτώνει διαμπερής αθωότητα…
Ισπανία εσύ αυθεντία στο θάνατο!
Δωρεάν η όραση Φεδερίκο
Γκαρθία Λόρκα δωρεάν η τυφλότητα.

ΝΑ ΣΥΝΕΡΧΕΣΑΙ ΣΤΟ ΩΡΑΙΟΤΕΡΟ ΜΑΥΡΟ
Με παλαιά ψαλτήρια σε υπνώδη μελαγχολία ουρανομήκη
καθώς το φρύγανο δεν αντιλαμβάνεται θνητότητα
ούτε σήψη ούτε φλέγομαι (άμα ξεραθεί) κι ακόμη
καθώς ο Οιδίποδας διδάσκει την όραση με πρησμένη ωιμένα
λογική ωρυόμενος «προτιμώ τα νέφη!...»
κι ακόμη «δεν έχω να παλινορθώσω τίποτα!...»
πάνω-πάνω καθούμενη η νύχτα στη νυχτοσύνη
κι ανασύρει τα άστρα
μεσ’ απ’ του άπειρου τις ωοθήκες (ηδονή και οδύνη)
κι όπως ένα τροχαίο μνήμης θανατηφόρο χαντακώνει για πάντα
την Ιοκάστη κ’ η μοίρα πυρπολιέται από τρόμο
κι όλο το Σύμπαν αποβαίνει Δυσφωνία –
με παλαιούς φιλάγαθους αυλούς κι αγριόνυχα κεκραγότα
παγαίνουμε προς το ακάτι του Μενίππου παγαίνουμε
με ή χωρίς ναύλο παγαίνουμε.
Ο νους απέρχεται πεπτικά στην αγάπη
κι αν έχεις ωρέ καμιάν έχθρητα βάλε στη θέση της
ένα όμικρον.

ΟΠΤΙΚΟΣ ΛΩΡΟΣ
Ενάντια στη βρώση και στην πόση
- βαρέθηκα! –
ενάντια στην παχυλή ρητορεία των πραγμάτων
ορνιθεύομαι όνειρα πάνω στ’ αβγά του Μέλλοντος.
Δεν τρώω χώμα ωσάν τα λαϊκά παιδιά στο Δημοτικό
που τα ’βλεπα και ένιωθα έκπληξη.
Είμαι θεόθεν αριστοκράτης.

ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΑΝΕΩΓΟΤΑ
δίχως αέρα για να πετιέται στα ύψη
το περιλάλητο νερό αναβλύζοντας αντιστρόφως
από πάνω προς τα κάτω. Μη αιτιώδης φαντασία.
Το σώμα δεν είναι η μόνη πραγματικότητα.
Συνεπώς αποπάτησε τη φαινομενικότητα.
Η αλαζονεία φυτρώνει από κάτω προς τα πάνω.
Κι αν είμαι τίποτα, αισθάνομαι τυφλός
που περιγράφει στο ακέραιο
δίχως ίχνος εαυτού την πενταίσθητη χαρμολύπη.

ΠΡΑΞΗ ΜΟΝΑΧΟΥ ΜΟΝΟΧΙΤΩΝΟΣ
Κάποια όνειρα που βλέπω, μ’ αρέσει ναν τα διηγιέμαι. Τι είδα χτες. Ένας ερημίτης κόβει λουλούδι και λέει στους μαθητάδες ολόγυρα: «Βλέπετε τίποτα σ΄αυτήνε την πράξη;». Ο ένας λέει πως είναι αγάπη για τ’ άνθη και ομοίωση μαζί τους. ο άλλος λέει πως είναι η μη-συνείδηση και τείνει σε κινήσεις μη-χρησιμότητας. ένας άλλος αποκρίνεται πως ήτανε μια ανάπαυλα της αγιότητας. Ο ερημίτης πάει στο μίσχο, δένει το λουλούδι με σπάγγο, λέγοντας: «Ήτανε μια πράξη εξουσίας». Και έμεινε άφωνος έως θανάτου, κατά το όνειρο που είδα.

ΨΗΦΙΑ
α. – ο ήλιος αύριο ανατέλλει.
μόλις βασίλεψε σήμερα

β. – εκτείνω το χέρι κι αντί για έκταση χρόνος

γ. – ουράνιος χορός από δεκάδες πουλιά.
η όραση μου χορεύει

δ. – άφαντος από φαντασία φανερόφιλος.

ΠΑΥΣΗ ποιήσεως
Ακήκοα βροχές ατέρμονες και καταιγίδες
με πλατυφρένεια
στις ευτυχίες του χαλασμού δαιμόνιος
από ερεβώδη μαλθακότητα.
Στο έπος Μαχαβαράτα ο πόλεμος αναλάμπει
ωσάν Θεία Λειτουργία
όταν ο Arjuna σιτίζει την παλικαριά
με όραση του Krichna.

ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ
Εγώ δεν τα βλέπω τα αντικείμενα όπως
είναι. τα οραματίζομαι.
Βλέπω κρεμασμένη μια κόκκινη πετσέτα.
Εγώ δεν πρόκειται να πω αυτή την πρόταση.
Εγώ θα πω κάτι αστάθμητο. ίσως το αίμα
του Θεάνθρωπου
από σταυρό να χύνεται.
Πηγάζω από ηλιθιότητα. δυσφορώντας
να είμαι έξυπνος.
Τετέλεσται. μιλώ απ’ το υπερώο
της Ελλάδας.

ΞΥΠΝΗΤΗΡΙ
Κάθε φορά που θα με πιάσει ο ιώδης ύπνος
- τι μαθηματικότης!-
ακούγεται ξάφνου ανατρεπτικά φωνή βοώντος: όχι.
Τούτο θα πει λαγνεύω στα υπερουράνια
τούτο θα πει αιθρίασε ο νεφεληγερέτης
αυτό σημαίνει εγρήγορος ύπνος.

ΥΨΙΦΩΝΗ ΤΑΡΑΧΗ ΣΤΟΥΣ ΒΟΥΒΩΝΕΣ
Τότενες ουρανόθεν ο έρωτας / ήτανε βραδάκι /
με τ’ αστέρια του σκότους αγάλματα σπινθήρων
ένας ανώγειος αφροδισιασμός που κατέρρεε συνέχεια
ώσπου ακούστηκε ψηλά ο συγνεφοσυνάχτης
κι άρχισε ο δικός του ο κατακλυσμός που έσκουζε
λαγνικός απ’ άκρη σ’ άκρη.

MISSA BREVIS (προβλεπόμενο σύνολο στίχοι 44)
α) Ιησούς δεν υπάρχει

β) ούτε μάλλον υπήρξε

γ) πλην ενυπάρχει

δ) και επωμίζεται

ε) γράφεις ποιήματα

ς) χύνω ποιήματα

ζ) η θάλασσα η χαλύβδινη

η) άλλο ύλη κι άλλο υλισμός

θ) θήραμα βλέμματος ο θεός

α ν α π ν έ ο υ μ ε

ΑΫΠΝΟΣ ΟΝΤΑΣ
ακούω απ’ έξω τους πρώτους
ορθρινούς βηματισμούς οι εργαζόμενοι
πάνε.
Κι αποσώνει το φλόγισμα της νύχτας
με καυσόξυλα-λέξεις
από στήθους όλως αποτεφρωμένα.
Τίποτα δεν εκφράζει αποκαθήλωση.

ΜΥΘΟΣ ΜΕΛΑΝΟΜΟΡΦΟΣ
Τα έντομα δεν είναι μελοποιοί
πρωταγωνιστούν εκείθε στην άνθηση.
Τ’ αστέρια δεν είναι ελπιδοφόρα
χειροτερεύουν επίσημα στου Σύμπαντος
τη διαστολή.
Κάνετε τόπο στο μαύρο δεν είναι πενεστεία
είναι ο βραχμανικός πλούτος
το πρώην μη-χρώμα το νυν χρώμα το εσαεί
παντοδύναμο.
Δεν είναι σκλάβος; ο πενέστης του φωτός
το μαύρο; είναι ο ύπνος του έρωτα;
Το μαύρο δεν είναι κέντημα είναι εξουσίαση
καταλεί τις μορφές-ακουαρέλες.
Αλλά και λάδια να τανε το μαύρο ξέρει
τις ανυπαρξίες.
Αλίμονο σας πτωχόμουσοι!

ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Μαζί σου επαλήθευσα την καμπύλη
σε γενετήσιες εξάρσεις
με συνένοχη τη γεωμετρία του Σύμπαντος.
Πόδια λαγόνια – σε σωματική επανάσταση.
Για σένα το λυρικό απόγευμα Εύα.
Μαζί σου επαλήθευσα τη Φυσική μου
με χιλιάδες κλειδοκύμβαλα με ανάερα
φλάουτα
ροκανίζοντας ειμαρμένη κι απουσία.
Εύα φρυγική κι απροσφώνητη ευτυχία
του μαύρου
σε συντροφεύω στην αιωνιότητα του εόντος.

ΠΛΗΚΤΡΑ
Θηλάζω θεότητα / εμένα θηλάζει /
διασκεδάζω την αγάπη κατασκευάζω
το μίσος –
αποστρέφομαι ενοράσεις και επιπολάζω –
μέγιστον άθυρμα

ΚΟΚΟΡΟΓΑΪΔΑΡΟΣ
Αντιμετωπίζω σήμερα λάμψη.
δεν πρόκειται ν’ αρθρώσω λέξη.
.......
Αύριο έγινε το εξής
έβγαλα τα άμφια
κοίταξα προσεχτικά τα χέρια μου
πρέπει να σηκώσω το ένα σε ηγετική
χειρονομία/είπα/
κρώζοντας: Πάντα προς το παράφορο!
νιάτα συνέχεια!
Έγινε το εξής
δεν είμαι τυμβογέρων/είπα/
δεν έχω το 'να πόδι στο λάκκο.
εγώ κραδαίνω νιάτα!
Θα σου φυσήξω φλόγα μελανοκάνθαρε!
Αύριο λέξη μητρική
πορνοδύτης πορνοκόπος πορνομύστης
πορνοσκόπος πορνΩμέγα
κι αγριόχορτο ξερό ξανθομαλλούσα Ρένα
στο δάσος – τι χυσιματάρα!

Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΣΤΟ ΠΛΕΥΡΟ ΜΟΥ
Φωτιές της Μεγάλης Πέμπτης. Έρημη φρενοβλάβεια λέει πως έρχονται τάχατες οι αποθαμένοι και ζεσταίνονται... Τι θαύμα αν εάν αυτό γινότανε! Χρωματιστά μαντίλια σφοχτοδεμένα στον Εσταυρωμένο. λουλούδια χαιρετίζουν εκτυφλωτικά το εύοσμο αίμα: θερμόμετρα στου Ιησού τις αμασχάλες. Αντικρίζω ηδύγλουτες οπτασίες του ωραίου φύλου. δεν απολάμπει τίποτα πιότερο μέσα σε τόσο θυμίαμα. λαμπαδιάζουν έωλοι οι ψαλτάδες. ο χώρος αντιμάχεται την ολισθηρή αιτιότητα. Όλα είναι κρέας κι οδύνημα ηδονής. επιχέουσα λάμψη. Κι όμως απ’ έξω ύστερα διαύγειες από γομολάστιχα. Πότε ν’ ακούγετ’ ένα γέλιο σαν ατμάκατος. πότε να υποσκάπτει τα διάχυτα μύρα. πότε τραχύς κρουνός βλακείας το γέλιο και πότε ωσάν χέσιμο.

ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΣ ΡΑΚΕΝΔΥΤΟΣ
Ω Δία ερωτύλε που νεφελώνεις αιμάσσοντας
το ανδραγάθημα μηδενικού βλέμματος
αντίκρυ σ’ ομορφιά κι ασκήμια
μάστορα του κακού μ’ ένα καύμα έως του στήθους
με ημικύκλιο μυαλό για να μη μάθουμε ποτές
αν πράγματι ισχύει ο κύκλος
μέσα στο γνόφο της Μικρογένεσης που διασπαθίζει
πιθανότητες
ω επιφανέστατε των αστεριώνε, χαρτορίχτρα!

ΜΙΣΟΣ ΑΙΩΝΑΣ ΑΠΟ ΜΝΗΜΗΣ
Α, όταν χτυπούσα στις πέτρες τα καινούργια μου
παπούτσια για να φαίνονται παλιά...
Δεν ήθελα να διαφέρω απ’ τα πολύ φτωχαδάκια
συμμαθητούδια.
Και με πάθος τσαλάκωνα τα καινούργια μου
ρούχα.
Έκτοτε στην παιδική μου όραση έλαμπε υπεράνω
η κομουνιστική μου συνείδηση.
Μα όμως ο κόσμος δεν τα χει καλά με την ύλη
και λαιμαργεί σε βάρος της
(ακρυλική μυστηριώδης αστραπή και μανιφέστα).

ΔΙΑΧΥΣΗ ΕΓΧΟΡΔΩΝ
Εννοούσα δυστυχία
λέξεις: οι τρύπες του κλαρίνου
δεχόμενος αγγελισμούς ανάμεσα
και ιδέες
φοράδες με κόκκινους ιδρώτες.

Ο Marx...
αποθυρώνει τον κύκλο. ο Nitzsche τον σπιτώνει. Τα φονικά λουτρά του Αγαμέμνονα και του Marat δεν καταδέχονται φιλοσοφία. οπουδήποτε λάμπουν από λύσσα η Κλυταιμνήστρα, η Charlotte (η μικρανιψιά του ποιητή Corneille, που εκτελέστηκε την ημέρα των γενεθλίων μου, 17 Ιουλίου). Στο χειρόγραφο έβαλα φωτιά και έτσι κάηκε ολάκερη η γνωσιμαχία. Κάποια σελίδα όμως τυχαία ολίσθησε στις φλόγες και μισογλίτωσε. Κι απ’ αυτήνε την καψαλισμένη σελίδα τώρα ξεκόβω λίγες άθλιες αλήθειες.

ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗΣ ΑΚΟΛΑΣΙΑ ΜΕ ΛΕΞΕΙΣ
Μηδία Περσία Παρθία Βακτριανή.
Από τότενες έλεγα: η Φυσική; μικροψυχία!
- στο φαρμακείο της ύλης ουρά κι αναμονή.
Αλεξάνδρεια Σελεύκεια κι Αντιόχεια
Λαγίδες είτε Σελευκίδες όλοι στου μηδέν τα βρόχια.

ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ
Μέσα υπάρχει το Όχι. έξω κοχλάζει το Ναι.
Πρωτόλειο βίωμα η εξωστρέφεια και η αρχάρια
στην αρχαιότητά της καθημερινότητα.
Καλός ο χειμώνας κι ας είναι πυροτέχνημα
το έαρ
καλή και η άνοιξη κι ας είναι μέγας πόθος
τα καύματα του θέρους
αγαθό καλοκαίρι κι ο ιώδης χυνόπωρος.
Να ξεμελαγχολήσεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: