Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΝΕΑΡΟΣ ΜΟΤΟΣΙΚΛΕΤΙΣΤΗΣ ΑΚΑΡΙΑΙΟΣ
Μόλις που είχα μάθει τα χρώματα
φτερούγιζα στην άσφαλτο τους πανικούς μου
μόλις που είχα μάθει τον ήλιο ξημερώματα
τη θάλασσα τον έρωτα και τους απελπισμένους
μόλις που μόνος άρχιζα τους καημούς μου
φτερουγίζοντας ωσάν χαρταετού
κορδέλες τα διάτορα μαλλιά μου
τη νύχτα μόλις που την είχα διδαχτεί
με βεγγαλικά και λαϊκούς αγώνες
δεκάξι χρόνων κόπηκα στις εξετάσεις
κόπηκα στο άπειρο.

ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Όταν απομένω δύστυχος και μόνος
αναπολώντας έρωτες τιμωρημένους
ή
μαβιά στο ηλιοβασίλεμα εννοιολογία
τότε πιάνω δουλειά στη μηχανή μου
χτυπώντας τα πλήκτρα με μουσικότητα
σχεδόν ανέστιος από φωνήεντα κι άστεγος
από σύμφωνα
γνωρίζοντας εξοντωτικά τη ματαιότητα
συγχωρώντας απίθανες γυναίκες
οπού χαίρονται την άσπιλη απουσία μου
χαρισμένες ηλίθια σε χαμαι-συνείδητους.
Εντούτοις εγώ διαλάμπω και τυφλώνω ορατά
την αμφίστομη μνήμη τους.
άμεση δράση το ποίημα. Όμως άλις έχω
του δυστυχείν.
Επομένως ηχογραφώ το άπειρο.

ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΜΑΙ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ
Σελήνη με διατρέχει.
Εάν υπάρχω τα εννιά μου δέκατα
είναι λυκόφως.
Ο Ιησούς δεν είχε. ο Απόλλωνας είχε
φωτομνησία.
Λοιπόν. είναι τώρα περίπου μια βδομάδα
ή και πιότερο
που αποπάτησα θεότητες.
από κάθε σημείο του νεαρού ορίζοντα.
Ολάκερη ζωή δυσκολεύομαι μυθοκράτης
κι ανυπόφορος αγαπήθηκα.

ΏΣΤΕ
πως η νεόνυμφη λαλιά σου
χειμωνιάζοντας
ανέφελα
σε τεμάχια κόλασης
έρρινος
πυραχτωμένος από ουράνια στύση.

A + A = A
Δική σας η λογική.
δεν τη διεκδίκησα.

Ο ΑΡΙΘΜΟΣ 7
Φρενοκρουσμένος αποσύρομαι να εξηγήσω
τρώγοντας ανθότυρο
μια μυστηριώδη σημασία
κατάμεσα στην ύλη που παραφωνούσε
πάντοτε στη Φυσική
τρώγοντας μαζί με το τυρί πικρούνες
του Σεπτού μας Επτά.
Λοιπόν αισθάνομαι πως είναι τέσσερα συν τρία
- ο ουρανός ακολασταίνει και η ύπαρξη
στα όντα διαρκώς ασθμαίνει –
νερό κι αέρας η φωτιά και η γη τα τέσσερα
συν τρία
η ψυχή το σώμα πρώτα κ’ η διάνοια
που ειπώθηκε Νους και Λόγος
ειπώθηκε Ομιλία και Intellectus άλλοτε.




ΛΟΓΙΚΗ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ
CREDO (ως είθισται να λέμε λατινιστί)
Α
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν εκτός ουρανού/ φυγάς θεόθεν και αλήτης, Εμπεδοκλής / και επί γης /εξόριστος πάνω στη γη κ.λ.π. του Βωδελαίρου/.

Β
Πιστεύω εις ένα Υπολογιστήν εντός κεραυνού και δια της ύλης.

Γ
Υποφέροντας άχραντα /ουσιαστικόν/ ο Ποιητής ανατείνεται βραδυφλεγής αυτόχειρας εξυπακούοντας πολύωρους ύπνους.

Δ
Τα υποψήφια λάθη λιγοστεύοντας.

Ε
Ορατών τε πάντων και αοράτων ιερουργώντας την αποκρομμύωση.

Ζ
Ο Ποιητής έχει τίποτα /βλέπε τους αναχωρήσαντες/.

Η
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: η τρέλα μ’ αρέσει. γελοιοποιεί την ύπαρξη. ας ανάψω απ’ τη μάνα μου.

Θ
Συνταχτικό δεν το γνοιάζεται στην προσταγή της μουσικότητας. Μαζί και μ’ άλλες ακόμη λευτεριές, και τα νυ παίζονται κατά την έννοια ήχος οπουδήποτε. Π.χ. τον χειμώνα εδώ, το χειμώνα εκεί. δε θα ’ρθει – δεν θα καταλαγιάσουμε, κ.λ.π. κ.λ.π.

Ι
Ο Ποιητής γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση.

Κ
Κι αν είναι έλληνας οφείλει να σπουδάζει πάντοτε της Αττικής τη λεπτότητα, σε φως, βουνά, χωράφια και θάλασσα. Διδάσκει γλώσσα η λεπτότητα τούτη.

Λ
Κι αν είναι βαθιά πεπρωμένος ο Ποιητής εκφράζει το ανεξήγητο του εξηγητού. τυγχάνει νόμιμος διάδοχος του επιστήμονα και προκάτοχος του.

Μ
Στον αφρό δεν έχει διάρκεια. στο πατοκάζανο μαίνεται ο Ποιητής.

Ν
Φλογοδίαιτος και ποτέ ξελυτρωμένος.

Ξ
Ο Ποιητής κάποτε πρέπει να λέει: μεγάλη κατανάλωση παρουσίας – γενείτε και λίγο μοναξιάρηδες!

Ο
Ο Ποιητής είναι αμφίφλοξ.

Π
Επιδέχεται θανάτους και αναστάσεις.

Ρ
Ακροθωρίζει και υπάρχει σε ξαφνοκοίταγμα.

Σ
Είναι ουραγός της μητέρας.

Τ
Ανέσπερος απο ηλικία.

Υ
Πιστεύω εις ένα Ποιητήν που λέει: να συμπέσουν οι αγνότητες. Μέχρι την Κόρινθο του Σύμπαντος ή μακρύτερα.

Φ
Σε ανώτερη απελπισία.

Χ
Σε φαεινότερη πεμπτουσία.

Ψ
Σε μιαν αίσθηση που πτηνούται.

Ω
Συγχωρώντας τους πάντες.

ΑΥΓΗ ΡΟΔΟΔΑΧΤΥΛΗ
Βίαιος θάνατος η κορασίδα πρόπερσι κι ο Χάροντας
αρπαχτικά ετερόχθονας.
Η αμμώδης βία της Ιστορίας
βαθύ κενοφώνημα για να καρπώνομαι κατ’ έτος το ναυάγιο μου.
Σας αποκρίνομαι πάντα με ύπνο
σας ικετεύω: αφ’ το, αφ’ το, καλύτερα! Ζητώ σας άναρθρο δέος.
Εγγράμματο σώμα με φάρμακα
το σώμα της υγείας είν’ αγράμματο.

ΛΕΞΙΦΡΕΝΕΙΑ
Μ’ αστραπές εκατό θα πεθάνω
σκυμμένος απάνω
στη σκονισμένη
γραφομηχανή μου
την έντρομη μαχαρανή μου
πλήρως ερειπωμένη
φτερουγώντας ευρήματα
στη λήθη μόλις προ ολίγου
κι αποδιώχνοντας ρήματα
να φύγου απ’ τη γλώσσα
να φύγου.

ΜΥΘΟΛΟΓΗΜΑ
Φτερόλαφρος ο έρωτας αγγιχτικός και σκούζει
μ’ ένα μαχαίρι διάπυρο, φλόγες από φαρδειά ρομφαία
κρέας μου
σώμα μου
χορτάρι μου
συντύχαμε στην ερημιά γνώθοντας άγιο πρωτοβρόχι
με θεριακλή κι αβέβαιο ουρανό συντύχαμε το θείον.
Απουσία: η θήκη της παρουσίας.

ΕΙΚΟΝΑ
Πώς δοκιμάζουν τα όργανα οι μουσικοί πριν από έναρξη συναυλίας
έτσι κι εγώ τώρα χειριζόμενος λέξεις

ευαισθητισμός ευαισθησία αισθητισμός
ευαισθησία και αισθητής το ευαίσθητον
ευαισθησιακός ευαισθησιάζομαι ευαισθησιασμός
ευ και αισθητικός ευ και αισθησιακός
αισθαντικός ίσως
αισθ-ίσως αισθαν-ίσως
αισθ-αδελφέ μου και Εσθήρ απ’ τη Βίβλο

αρχίζει με χειροκροτήματα το ποίημα.

ΤΥΜΠΑΝΑ ΣΟΒΑΡΑ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Ηλέκτρα είσαι τώρα μεσ’ στ’ αηδόνια κόρη βασιλέως
οχιά στα μάτια, τίγρισσα στα χέρια με πέλματα μεταξωτά
ποδοπατείς από ζοφώδη έρωτα ολομόναχη με γόους επιτάφιους
τη φαλλική μεγαλοπρέπεια του πατέρα σου
ποδοπατείς ολομόναχη καθώς
η Κλυταιμνήστρα για λίγα δευτερόλεπτα
ψιθυρίζει ελεεινά ηλεκτρόνια του κορμιού της
κι ο Αίγισθος αιμόφυρτος εγκαταλείπει τη στύση
θάνατος ηγεμόνας όλων αποφαίνεται
τυλίγοντας με άσπιλο γνόφο την κάθαρση.
Το δίκιο είν’ από παντού κι ολούθε διαλάμπει.

ΑΛΛΑΖΩ ΤΙΤΛΟ ΜΕ ΣΚΛΗΡΗ ΧΗΜΕΙΑ
Η Ιστορία είναι μεγάλο κουμάσι
πονηρότερη από κάθε νομοτέλεια.
Ο Εωσφόρος δεν υπόκειται σε προδιαγραφές.
Αυτό συμβαίνει απ’ τα νεανικά χρόνια του Μαθουσάλα.
Κόβοντας φαραώσυκα στη Μάνη στοχαζόμουνα την έξωμη Αμερική
με μαυρομαντηλούσες απ’ την άκρα της θεότητας
απορρίπτοντας δογματισμούς τα φραγγέλια της ύπαρξης
λυπόμουνα τ’ αστέρια σε τέτοια αιδημοσύνη
χωρίς υποδεκάμετρο και άλλα γεωμετρικά μου σύνεργα.
Βαρειά κουβέντα του Θεού ο θάνατος κι απομόναχος εγώ
με υπερθετικούς ανθήσεως
χολιασμένος από χρυσάνθεμα
θα πειραθώ κατάνυξη εγώ ο ξυλιασμένος θερμαστής
μονολογούσα.
Κι ως βασιλέψαν οι σοφοί κ’ οι έξυπνοι μυριάδες ανατείλαν
χορτάρια σημαίνοντα της αρχαιότητας αναλογίζομαι.
Χουγιάγματα Κορυβάντων καιόμενες καμπύλες δεσποινίδων ενώ
μ’ ενδιαφέρει το απώτερο
ξοδεύοντας οίστρο / του λαγού το πισάχναρο κοροϊδεύοντας
κυνηγό και σκύλο /
και τρισονομάζομαι Πέτρος Πετεινός με άνεμους μεγιστάνες
αποσμίλευμα ιερότητας το χεζολίθαρο.
Εγώ ανήκω πια στους σπαραγμούς.
λεβεντιά της νύχτας με λένε.
Κ’ η θάλασσα τεράστια πλεκτάνη.

ΑΓΑΘΟΝΟΙΑ
Τα γαϊδούρια συγγενικά μου σε όλα.
στατικά πλάσματα στην ερημιά τους
με τις ώρες ακίνητα στην ύπαιθρη λευτεριά τους.
καρτερία και νήπια τρυφερότητα στα μενεξελιά
μάτια. η ολόσωμη μεταφυσική.
Τα γαϊδούρια πολλαπλάσια μηδαμινής ευτυχίας.

ΑΘΩΑ ΔΙΑΤΡΑΝΩΣΗ
Τα σαραντάβαθα της μνημοσύνης
ο θάνατος ο λαλιστής
ο θάνατος το άλμα έξω απ’ τη γλώσσα
τα κλωσσοπούλια ήλιο απογνώθοντας
με αχνωτή τρυφερότητα πριν απ’ το πτέρωμα
ο άλικος βαθιά μου δυνασμισμός από φάος
καίοντας η θρακουνιά φιλοσοφήματα
στο δριμύτερο χειμώνα.

ΗΧΩΝΤΑΣ - ΑΝΤΗΧΩΝΤΑΣ
ήγουν
εγώ
και έγωγε
άγαμαι αγαπάζω άγαν
ο Αγάθων
αγωγιάτης εγώ με τ’ αγώι μου
γοερές από σπίθες
κι από φλογίτσες μυριάδες
γοερότερες
τ’ αγώι μου γεγηθότως.

ΙΩΔΗ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ
Μιλώ λαλώ ψυχόληπτος
μ’ έχει ενδόμυχο φρενίτιδας αρπάξει.
γεράκι να ’τανε λίγος ο τρόμος
καν αετός υποφερτό το άλγημα.
Ορμέμφυτο μιλώ λαλώ
φωνητικό θυσίας οικούμενο
δίχως αλλήθωρο λεχτικό
σπουδάζω καταστροφή κι αναπνέω ακόμη.
Να, το εορτοδρόμιο
πήρε μαγιά φωτός απ’ το σκοτάδι
να φουσκώσει ο τρόπος της λάμψης
φωνητικό στο αφηρημένο.

Σαλπίσματα τι είναι;
Νοσεί κάτι πάντοτε στον ίασμο.
Χαμάδες ιδέες. η ουδετερότητα
ο ίδιος ο παμπάλαιος ουρανός ωσάν
συλλογισμός.

Αυτομεμψία μην έχεις. όλα κατάμαυρα
κι απρόσιτα στη δικαιοσύνη
κι ακατάδεχτα για βλακώδη μνημοσύνη.
Τούτο σημαίνει από πολύ νωρίς άγιος.

Χαράματα και τέτοια μουσική δεν την ξανάκουσα.
Λοιπόν αυτός ο αίλουρος λέγεται ήλιος;
Μεσούρανα καλή ’ναι η παράσταση μα κείθε
πέρα προς τη δύση ποιος θαν τόνε γιατρολογήσει;

Φρίκη θεά μονόχνωτη θερίζεις αναχωρητάδες
θεά γεννήτρα φωτός θεά της βιοτής μου
σε χαλινάρι χρυσορρήμονα έρωτα σε μένεα θείας τε
και θνησκούσης αφροσύνης
όψη και θρέψη του Εόντος η λαμπρότερη.

Χαιρετίζοντας ως νεκρόν τον ζώντα
λέω πως είν’ ο ποιητής ο μαύρος έλληνας
το δέντρο μιας αθωότητας εκτός αστροφυσικής
ενωτιζόμενος τάφους εννοώντας νεκροκεφαλές απεριγράπτως.

Διώκτης άνεμος που δέχεται στην αγκαλιά του άνθη
τ’ ασπάζεται στον κόρφο του σωρεύει πλάση
και ξενυχτώνει ρεύοντας ελάσσονα ρυάκια νυχτομάχος.

Γαλήνεψα σε φύσηγμα της όσιας θαλάσσης
αναπνέοντας ίμερο κι ανασαίνοντας Είθε
- χωρίς την τετραχτύ του Πυθαγόρα κι άλλα βαρύτιμα.
Ο αυχένας εφαρμόζει αλαζονεία.

Χρώμα ερημώσεως ακράδαντο κίτρινο
στο χρωστήρα του έαρος απεγνωσμένου πάντα
συμμερίζεσαι του λευκού την ταπείνωση
κι αναμέλπεις οπτικά ζητήματα ερμηνείας.

Χωρατεύουμε άμα φιλοσοφούμε κι αναπαυόμαστε στη ραστώνη
Ratio.
Πλήχτρο ζωής ο ήχος που συνέχει μουσικούς αλάλητους ωιμένα
στεναγμούς
η σχισμή του ξερόκαρπου στα δόντια δίχα
μαρτυρώντας υλικά την αμφίνοια.

Λεξίθρησκος ανάγομαι στην αναχώρηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια: