Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2012

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ..




ΠΡΟΚΛΑΣΙΚΗ ΕΚΤΟΝΩΣΗ
- Είσαι στενοχωρημένος;
- Όχι. γεννήθηκα στενοχωρημένος.
(Την ώρα εκείνη στοχάστηκα: PHRONESIS.)

Δεν έχει οπτικό μας οδοιπορικό η κίνηση
στο άνθος όταν ανοίγει και σιγά-σιγά πάει
στο μαρασμό του
(κι αν ακόμη το παρατηρήσουμε από κλάσμα
σε κλάσμα).

Εμμαούς Εμμαούς
ε μα όχι ε μα όχι

Κείθε θ’ ανάψουμε παλαιική φωτιά για να κάψουμε
συμπεράσματα και θα ’ναι βαθιά ξεχασμένη η τηλεόραση.

Ξεγοφιάστηκε μια γαρδένια κι αποτόμως ανάτειλε
η πολυτέλεια τού τής τών
(υπολείπεται μια γενική από όλα τα όντα)
τώρα μπορώ να ξεπεζεύω στα άρθρα
αιωρούμενα.

Για να πιαστούμε λιγάκι στο άξαφνο ανασαίνοντας
αποτρόπαιο...

ΨΥΧΟΛΕΘΡΟΣ
Μαύρα Χριστούγεννα. κατεδάφιση και λυπομανία
διαθέτω όμως και ένα λαχείο
δήθεν ελπίζοντας
λένε και τ’ αστέρια
σαχλαμάρες ανώδυνες και του τάφου λιακάδες
εγώ θεωρήθηκα μυριάδες χιλιόμετρα μελανιασμένα πλην(;)
ακριβώς απ’ αυτή την ακινησία οπού είμαι.
δυσκολεύω τα χρώματα πρέπει
να αντικρούσω πάραυτα το χλώριο.

CANTUS EXISTENTIALIS
Ανάμεσα στο γιασεμί και στην κιθάρα
είναι θνητότερος ο τραγουδιστής.
κάθεται στην απόσταση διαιώνιο μονάχα το φεγγάρι
σχεδόν ωσάν ισπανικός στίχος
που ρυακίζει μελαψή στο ύψος λευκότητα, σχεδόν
ωσάν ταύρος από άρωμα πληγής
κάθεται στην απόσταση μονάχα το φεγγάρι χαλκευμένο
χασκοχαζεύοντας μ’ ένα υφάδι χλιαρής αστρολογίας
ταξινομεί διαπληκτιζόμενο τους θεόστραβους αιώνες
κουφούς με σπλάχνα δυσεντερίας
/δεν πάει πια μέσ’ απ’ τις λέξεις η υπόθεση/.

ΜΑΖΙΚΟΙ ΨΙΘΥΡΟΙ
συσχετίζοντας μελανότητες

ο Βούδδας είχε βιβλιοθήκη;
(ούτε ο Ιησούς)
αναπαύσου στο σκοτάδι πυγολαμπίδα μου

η κατασίγαση μυχός της αγιοσύνης

επικοινωνούσαμε τηλεφωνικώς από τάφο
σε τάφο
αντλούσαμε δισυπόστατο. τι εκχύμωση
να ορνιθοσκαλίζουμε καρτεσιανά φρούτα...

ΖΑΠΥΡΟΣ
Κείθε
δώθε
πιο κείθε
/τότε πιο δώθε/
κάθεσαι καλά ή μήπως
μετεωρίζεσαι;
Στην επανάσταση
γρήγορα!

ΩΣ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Σκεφτόμουνα το ταυτόχρονο που παραπαίει
continuum x,y,z ο άρτιος φευγάτος αριθμός
οπού δεν αποπατεί υπόλοιπο
300000 km/s η αντιφωνία στα μοσκομύριστα
μουσικά φιλέτα
δεν τη γλεντήσατε εσείς ωρέ χαζοχελιδονάδες
τη διαμάχη Παραβολής και Ευθείας
/κι ωστόσο η φιλαλήθειά τους είν’ εφάμιλλη/.
Απάριθμος ανεβαίνω στα μυθικά μου λαλέοντα
η πραγματική μας εθνικότητα: θνήσκουμε.

ΠΩΣ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΜΕ ΤΑ ΠΕΝΘΗ
Έχω παρακολουθήσει αγριογούρουνο χωρίς κηδεία
ξενύχτια με Ηρωική και δωδεκάδες τρανόφθογγα
διαλάμποντας ως αετός υπόπτερος
καθίζηση στα μεγαμόρια της ολότητας οξυνόμενα
η τελετή στο μνήμα
ύστερα κονιάκ απαίσιο και παξιμαδάκι
στα πρωινά μισολιασμένα κοιμητήρια
ο τάφος ήτανε υπέροχος από φρεσκάδα
τα εγγόνια κλαίγαν ασταμάτητα.

ΜΙΚΡΟΣ ΧΟΡΩΔΙΑΚΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ
Θεέ μου μη με καταστείλεις. Να πώς εγώ προσεύχομαι διαρρέοντας το ακούραστο μαύρο. Κατευθύνεις ερείπια, προς τα πού όμως; Δεν είν’ ο φόβος η ψίχα μέσα σε τούτη την ξενυχιασμένη ερώτηση. Τρομάζω απ’ την κατακλείδα: συναλλάσει η φρίκη τα μεταβλητά μας.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΜΑ
Σήμερα χάρηκα την ύπαρξη
πεσμένη στην αγκαλιά μου.
Τ’ ανθρώπινα γυαλιά – τα βλέπω από πέρα –
στην αγριότητα του αίματος.
Ένας πραγματικός άγγελος η κάθε
ουρανόφερτη ημέρα. η κάθε
υλικώτατη ημέρα.
Τρακόσιοι εξήντα πέντε
άγγελοι πραγματικοί στο καλαντάρι.
Κρατήσου μόνος όπως ο αρχαίος Εφέσιος
ανάμεσα στην κριτική της ερημίας.
απελπίσου τελοσπάντων ως άνθρωπος. ορθώσου
στα νύχια της αγωνίας. γίνου διάτορος.
Οι πηγές ερειπώνονται. στο πηγαίο κατάμεσα
οι άνθρωποι δίχως έστω τα γνωστά εικονίσματα
κουβαλήσαν αδάκρυτους χωροφύλακες.
η βία και το κράτος.
Συμμερίζεσαι τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο;
Προς τι το ερώτημα, σου είπα προ ολίγου,
σήμερα χάρηκα την ύπαρξη
πεσμένη στην αγκαλιά μου
φτεροκοπώντας από κάτι εφηβικά μεσάνυχτα
γιομάτος μανία για το πρωτόγονο.
Θυμήσου την απώλεια του γάργαρου πραγματικού
με τόση κατανάλωση με τόση δράση...
Θανάσιμη κοπριά. χαρούμενο έγκλημα.
Γι’ αυτό κ’ εγώ γυρίζω στα αγάλματα
στριφώνοντας λογισμούς οπού αστράφτουν εγκαρτέρηση
λογισμούς ασήκωτους απ’ τα γεγονότα.
Τι ναν την κάνεις την ξυλοσοφία; Πρέπει ναν το νιώσουμε
πώς είν’ άλλο πράμα ο λατόμος
κι άλλο πράγμα ο ξυλόσοφος.
Κανένας σκύλος όρθιος; κανένας βλογημένος κύνας;
Α, όχι, δε σε περιμένω
νά ’ρθεις απ’ τις λέξεις, όχι πια... Δεν ωφελούν
αυτά τα ορμητήρια.
δαμάζοντας την πλάνη θαν τη νιώσεις
ως πανάκριβη φενάκη τη γλώσσα
εξαντλεί η άτιμη σύντομα το μικρό μας μεροκάματο.
Και μας λείπει ο Πόρος.
πένητες υπάρχουμε.
Σημαδεύουμε όμως με λάμψεις τα ειωθότα.
Συχνά τα κατακαίουμε. συχνά τα δίνουμε βορά στη φλόγα.
Στο σημείο αυτό προτείνω μονάχος μου οικονομία.

ΠΟΛΥΣΕΛΙΔΟ ΔΑΣΟΣ
Χάθηκα στη μονάζουσα ρεματιά οπού τρύπωσε
μόλις ακουόμενο ανάμεσα
σε λογιώ-λογιώ χορταράκια
τ’ ανάλαφρου νερού το ψιθυριστό δείλιασμα.
Βρομοθήλυκο εσύ Αντιφατικότητα
συγκρούεσαι διαρκώς με το θάμβος μου καθώς αναίμαχτος
ακούω σωρηδόν αγαλλόμενα τ’ αηδόνια
καθώς ανελλιπώς εκκλησιάζομαι στην απεραντοσύνη.
Αχ να ’βλεπα λιγάκι τη θωριά σου αγερομάτα μου
σε εικονίζω πάλι να εκκολάπτεσαι στην ιώδη σου θλίψη
εσύ σχεδόν ασώματη σε μακρουλές βάναυσες ώρες
και μένα οι καμπύλες σου στην ερημιά μ’ αποτεφρώνουν.
Εκείθε στην καρδιά του δάσους μάγισσες
κυματιστές με τέτοια μαλλιαρά χρώματα
στην όψη τους ολοφύρεται πικρά σαν άγραφη ένσταση
η διοχέτευση στην Απουσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: