Το στοίχημα (ανέκδοτο)
Ο καιρός κολλάει πάνω μου
κάθε μέρα ο ιδρώτας μου
παντρεύεται την υγρασία.
Αλλάζω δέρματα μέχρι να βρω
εκείνο, που η αφή σου κάνει
να μοιάζει δέρμα μου.
Δεν είναι εύκολο πράγμα
να ξεγελάς το χρόνο.
Να ζεις με συρραφές στιγμών.
Όμως το ξέραμε καλά κι οι δυό
όταν σταθήκαμε γυμνοί
μπρος στην απιθανότητα.
Είχαμε φροντίσει από πριν
να βάλουμε κάτι μαύρο,
πένθος συμβολικό
για ένα στοίχημα που
ακόμα παίζεται.
καθʼοδόν (Τετράδιο Πειραμάτων/ εκδόσεις Χαραμάδα 2010)
Όταν οι λέξεις σιγήσουν
θα πει πως το σώμα σου,
εύγλωττα παραδόθηκε.
Θα πει πως κάποιος
χαμήλωσε την ένταση
και μόνο η σκόνη ακούγεται,
καθώς ακουμπά
αιωρούμενη το μέτωπο.
Όταν οι λέξεις σιγήσουν,
οι νότες θα λάβουν σκυτάλη
κι όλα τα χρώματα θα βάψουν το σκηνικό.
Θα έχουν ξεχυθεί αρώματα και μνήμες
κι εγώ μόνο θα σε κοιτάζω,
αποτυπώνοντας το περίγραμμά σου
με μολύβι στο χαρτί.
Κάθε πετάρισμα βλεφάρου, κλακέτα,
στοπ καρέ της μορφής σου,
που θα μονταριστεί αργότερα
και θα παίζει διαρκώς
κατά την απουσία σου.
Όταν και οι ήχοι σιωπήσουν,
θα έχω σίγουρα καταστραφεί ή
θα είμαι καθ΄οδόν.
Σε σένα (Τετράδιο Πειραμάτων/ εκδόσεις Χαραμάδα 2010)
Σε σένα απευθύνεται αυτό το ποίημα.
Όπως και τόσα άλλα.
Σε σένα που ορνιθοσκαλίζεις ιερογλυφικά
κάτω από το φεγγάρι μιας ερήμου.
Ή μιας πόλης έρημης, λερώνοντας τους
βρώμικους τοίχους της με κόκκινη μπογιά.
Που περιφέρεσαι χαράματα
μισομεθυσμένος, ημίτρελλος
σε σοκάκια, πλατείες και άδειες
λεωφόρους,
ακίνητος.
Σε σένα που στέκεις παράμερα
της σιωπής, κομπιάζοντας μπροστά
στη φωτιά και τη σαστισμένη οργή της.
Που φυτεύεις υάκινθους σε μια ξερή
βουνοπλαγιά πεθαμένων λέξεων και
περιμένεις την άνοιξη.
Φορέας ανισόρροπων παλμών,
καλοφτιαγμένος
στέρεος και βαρύς
μες στη διαύγεια της θλίψης σου.
Χαμένος.
Ανακαλύπτεις όσα
θα χάσεις ξανά και ξανά.
Τινάζεις από το μαύρο
τις χρωματιστές επωμίδες
και τραβάς την πορεία σου.
Απίθανη ελπίδα της εμμονής μου.
Σε σένα,
που δεν ξέρω
ποιος είσαι,
ξέρω μόνο ότι
έρχεσαι…
Mε το κεφάλι προς τα πάνω (ανέκδοτο)
Έκκεντρες απώλειες
σε τροχιές ρητορικές
αρχαίων λόγων.
Απαγορευτικές δεσπόζουν
πάνω στα δάκρυα.
Είναι ο πνιγμός, ο ύστατος φόβος
μέσα σε μήτρα υγρή και σκοτεινή.
Να ψάχνεις μάταια για ένα φως
με το κεφάλι προς τα πάνω.
Χρόνια πολλά αργότερα
σε ύπτια θέση, στην πλάτη της
θάλασσας ακουμπάς,
και με τα μάτια να καίγονται
φυλακίζεις στη μνήμη σου
σύννεφα κι ένα γαλάζιο καθρέφτη.
Σε αυτόν θα καταφεύγεις
καθʼ όλη την πορεία σου.
Σείριος, Κασσιόπη, Βέγας
Κι ένα γαλάζιο κάτοπτρο.
Θα ψάχνεις μάταια για ένα φως
με το κεφάλι προς τα πάνω.
ab initio (ανέκδοτο)
Το σώμα ζητά εξηγήσεις.
Δεν ημερώνει με λογικές.
Δεν καταφεύγει σε λέξεις.
Εγώ καταφεύγω/αποφεύγω
Φεύγω.
Πώς να δαμάσω τη φωτιά
με μολύβι και χαρτί;
Στάχτη από λέξεις.
Πώς να ξεγελάσω την επιθυμία;
Κόβει βόλτες στον κήπο
σαν πεινασμένο αγρίμι.
Όλη τη νύχτα.
Δεν χορταίνει με ξεροκόμματα
σάρκα ζητάει
σώμα να ταΐσει το σώμα.
Στης χορτασμένης επιθυμίας
την κοιλιά, το ποίημα συλλαμβάνεται.
Γεννιέται μήνες πολλούς αργότερα
και γράφεται, καθώς καπνίζω νευρικά
ρίχνοντας κλεφτές ματιές στον κήπο.
Αναπτήρας και ποίημα
γλυστράνε στο συρτάρι μου
στο πρώτο φως της μέρας.
Bad bargain (Τετράδιο Πειραμάτων/ εκδόσεις Χαραμάδα 2010)
Στην εγκατάλειψη των ηδονών.
Σε ένα μαχαίρι της κουζίνας,
εστιάζω τηλεσκοπικά την αναίρεση.
Κόβω τις γέφυρες.
Κόβω σαλάτα.
Αυτόματες σκέψεις ξεπηδούν
από οργασμικές συνήθειες.
Κινήσεις μηχανικές.
Κατασκευάζω ορισμούς σε
ένα ανύπαρκτο σταυρόλεξο.
Οι λέξεις κρέμονται ήδη
σταυρωμένες.
Τις ξεκρεμάω και τις πετώ
άτακτα στο πάτωμα.
Περνάνε μέρες. Τις κοιτάζω
με απόγνωση.
Δεν τις καταλαβαίνω.
Δοκιμάζω να τις πω
μα η γλώσσα μου αρνείται
να προφέρει σύμφωνα.
Δεν συμφωνήσαμε
γιʼ αυτό ποτέ.
Όταν με άφησες παιδί
πήρες μαζί την πιο αθώα
μυρωδιά μου.
Και μου άφησες λέξεις
άπειρες, ανάπηρες
για συντροφιά μου.
Ένα λεπτό (Τετράδιο Πειραμάτων/ εκδόσεις Χαραμάδα 2010)
Ώρα 20:37.
Ξεσκίζω τις σάρκες μου, τη μνήμη
την ξεχασμένη αθωότητα.
Μόνος, γυμνός, περιφέρομαι
σʼ έξι διαστάσεις
μʼ έξι αισθήσεις.
Κοιτώ πλαγιογωνικά το λαβύρινθο
που σχηματίζει το αυτί σου.
Κι ύστερα βουτώ και χάνομαι.
Με χτυπά το ρεύμα, απʼ τους νευρώνες
του εγκεφάλου σου.
Ηλεκτροσόκ.
Ξυπνώ γεμάτη αίματα
πάνω στην αριστερή κοιλία της καρδιάς σου.
Ανασαίνω και πάλλομαι μʼ έναν ξένο ρυθμό.
Το σφυγμό σου.
Κάτι σʼ ενοχλεί.
Γίνομαι βλέννα που κολλάει στα πνευμόνια σου.
Βήχεις και με φτύνεις στο χαλί
Σηκώνομαι, φτιάχνω τα μαλλιά μου και κάθομαι.
Με κερνάς καφέ και με ρωτάς που ήμουν
Ανάβω ένα τσιγάρο
με τυλίγει ο καπνός
και χάνομαι.
Ώρα 20:38.
Από: http://www.poiein.gr/archives/11404/index.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου