Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 24 Απριλίου 2012

ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ

ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
               ΜΙΑ ΚΑΡΔΙΑ ΣΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ ΜΟΥ
Θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του 20ου αιώνα. Εκείνη, όμως, μάλλον δεν θα το συνειδητοποίησε ποτέ. Όπως ποτέ της δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι η ζωή της θα διαβαζότανε κάποτε σαν αστυνομικό μυθιστόρημα. Ότι ο γρίφος της αυτοκτονίας της θα λυνότανε μόνο μέσα από την ποίησή της. Ότι γράφοντας ποίηση <ήξερε>.
Η Σύλβια Πλαθ που γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 27 Οκτωβρίου 1932, ήθελε να γίνει μεγάλη συγγραφέας αλλά αναγκαζόταν να γράφει ποιήματα σε εφημερίδες για να τα φέρει βόλτα, παντρεύτηκε τον ποιητή Τεντ Χιούστον αλλά την χώρισε για την Ασια, κι απόκτησε απ' αυτόν δύο παιδιά, στις 11 Φεβρουαρίου 1963 αυτοκτόνησε στο σπίτι της στο Λονδίνο, βάζοντας το κεφάλι της στο φούρνο του γκαζιού. Αφού προηγουμένως είχε καθαρίσει όλο το σπίτι, είχε ετοιμάσει το πρόγευμα των παιδιών και είχε καλύψει τις χαραμάδες στις εσωτερικές πόρτες με βρεγμένα πανιά για να προστατεύσει τα παιδιά από το γκάζι.
Δεκαεννιά χρόνια μετά, το 1982, <Τα ημερολόγια της Σύλβια Πλαθ> με επιμέλεια Φράνσις Μακ Κάλοου και Σύμβουλο Επιμέλειας του Τεντ Χιουζ θα εκδοθούν στις ΗΠΑ και η <Συλλογή ποιημάτων> της θα κερδίσει το βραβείο Πούλιτζερ.
Και η μεγάλη μεταθανάτια ποιητική καριέρα της αμερικανίδας ποιήτριας Σύλβια Πλαθ, αρχίζει: Ποίηση, ο θρυλικός πια <Γυάλινος κώδων> με το πραγματικό της όνομα, ημερολόγια, βιογραφίες, επιστολές…
<Αν η Σύλβια Πλαθ ήταν ήδη αντικείμενο λατρείας το Φεβρουάριο του 1963, η αυτοκτονία της θα δημιουργούσε τεράστια αναταραχή>- σημειώνει χρόνια μετά ο βιογράφος της Ronald Hayman. <Φωτογραφίες του Χιουζ και της Άσιας θα εμφανίζονταν στις εφημερίδες, και οι δημοσιογράφοι θα εισχωρούσαν σε όλα τα άλυτα μυστήρια. Αφησε αποχαιρετιστήριο γράμμα; Τι έγραφε; Για ποιόν άντρα είχε φορέσει τα καλά της το τελευταίο βράδυ της ζωής της; Ηταν αλήθεια ότι στο γείσο του τζακιού βρέθηκε μια κούκλα με καρφίτσες καρφωμένες πάνω της; Τι απέγινε το Morris estate wagon, το αυτοκίνητό της; Ηταν αλήθεια ότι κάποιος το είδε πάλι στο δρόμο της τη νύχτα της αυτοκτονίας; Η γειτόνισσα που το είδε, ή νόμισε ότι το είχε δει, θα είχε γίνει η βασική μάρτυρας. Γιατί η Ορέλια Πλαθ αποποιήθηκε το δικαίωμά της να δει το τελευταίο γράμμα που της έγραψε η κόρη της; Τι ήταν αυτό που ο Τεντ Χιουζ δεν ήθελε να δει; Ποιος ήταν ο άντρας με το σκούρο κοστούμι στην ανάκριση;>
Ερωτηματικά που προσθέτουν μυστήριο στο μυστήριο κι έρχονται φέτος στα καθ' ημάς μέσα από ένα βιβλίο αποκαλυπτικό και γοητευτικό. Με όλη αυτή τη μαύρη σαγήνη που έχουν όλες οι ποιητικές και αυτοκαταστροφικές φύσεις.
<Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβια Πλαθ> ο τίτλος του. Και Ronald Hayman, ο συγγραφέας. Εκδοτικός οίκος του, οι εκδόσεις <Μελάνι>.
<Δεν υπάρχει περίπτωση να βγει στην επιφάνεια όλη η αλήθεια σχετικά με μια αυτοκτονία. Ακόμα και το μακροσκελέστερο αποχαιρετιστήριο γράμμα παρουσιάζει μόνο ένα μέρος των πιέσεων και όσων απασχόλησαν τον αυτόχειρα και καθόρισαν το κίνητρο. Καμία πράξη αυτοχειρίας δεν έχει καταγραφεί καλύτερα από αυτήν της Σύλβιας Πλαθ. Ημερολόγια, γράμματα, ποιήματα, διηγήματα και το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά της <Ο γυάλινος κώδωνας>, όπου περιγράφει γεγονότα πριν και μετά την απόπειρα αυτοκτονίας που έκανε στα είκοσι χρόνια της (δέκα χρόνια πριν από το 1963, όταν αφαίρεσε τελικά τη ζωή της). Η Σύλβια Πλαθ γράφει με αντικειμενικότητα, με ακρίβεια και με μια γοητευτική στεγνή αποστασιοποίηση για το πώς και το γιατί οι σκέψεις της στριφογύριζαν αδιάκοπα στο θάνατο. Χρειαζόμαστε άραγε περισσότερες βιογραφικές πληροφορίες από όσες μας παρέχει η ίδια στην ποίηση και στα πεζά της;> αναρωτιέται στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης, ο βιογράφος. Ενώ στον πρόλογο της δεύτερης, επισημαίνει:
<Δεν υπάρχει μεταθανάτια ζωή τόσο επεισοδιακή όσο αυτής της Σύλβιας Πλαθ. Όταν η Σύλβια πέθανε, σε ηλικία τριάντα ετών, το όνομά της ήταν σχεδόν άγνωστο. Το μυθιστόρημά της <Ο γυάλινος κώδωνας> είχε εκδοθεί με ψευδώνυμο, και η αυτοκτονία της παρέμεινε μυστική, ώσπου η είδηση διέρρευσε στο Τρίτο Πρόγραμμα του BBC. Δυο χρόνια μετά το θάνατό της, εκδόθηκε το <Αριελ> και, δεκαοκτώ χρόνια αργότερα, η <Συλλογή ποιημάτων> που της χάρισε το Βραβείο Πούλιτζερ>.
Ωστόσο απαιτήθηκαν ακόμα σαράντα χρόνια για ν' αποκτήσει τον επίσημο βιογράφο της. Αφού κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατο του Χιουζ και τα <Γράμματα γενεθλίων> του Χιουζ, και διέρρευσε, επί τέλους, ο ισχυρισμός του στο τραπέζι μετά την κηδεία: <Ηταν ένας αγώνας μέχρι θανάτου. Ενας από τους δύο έπρεπε να πεθάνει>. Και έγινε γνωστή, τέλος, η πληροφορία: <το βράδυ μετά την κηδεία, ταμπούρλα ακούστηκαν σ' ένα πάρτι που έγινε στο διαμέρισμα όπου η Σύλβια είχε την ίδια κιόλας μέρα αφαιρέσει τη ζωή της>.
Κι, όμως, όλα ξεκίνησαν με τις καλύτερες προδιαγραφές.
Εξαιρετική μαθήτρια και φοιτήτρια, το 1947 η Σύλβια πηγαίνει στο Γυμνάσιο Γκαμάλιελ Μπράντφορντ, όπου συγκαταλέγεται ανάμεσα στους είκοσι καλύτερους μαθητές. Το 1949 είναι ήδη συντάκτρια στο The Bradford και γράφει μια στήλη για το The Townsman. Το 1950 παίρνει μέρος στη σχολική παράσταση του έργου <Ο θαυμαστός κύριος Κράιτον> του Τζ. Μ. Μπάρι και γράφει διηγήματα για περιοδικά. Το διήγημα <Και το Καλοκαίρι δεν θα ξανάρθει> δημοσιεύεται στο Seventeen και το διήγημα <Πικρές φράουλες> στο Christian Science Monitor. Το ίδιο έτος κερδίζει υποτροφία για το Κολέγιο Σμιθ, στο Νόρθαμπτον της Μασαχουσέτης. Το 1952 το βραβευμένο διήγημά της <Κυριακή στους Μίντον> δημοσιεύεται στο περιοδικό Mademoiselle.
Ητανε μόλις είκοσι χρονών.
Αλλά αυτό καθόλου δεν θα την εμποδίσει τον αμέσως επόμενο χρόνο από το να κάνει την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας. Με χάπια. Τη βρίσκουν στο κελάρι και την πηγαίνουν στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, και από κει, στη ψυχιατρική πτέρυγα. Τέσσερα χρόνια μετά, θα γνωρίσει τον ποιητή Τεντ Χιούζ σε ένα πάρτι στο Κέιμπριζτ. Σε τέσσερις μήνες θα παντρευτούν και θα εγκατασταθούν στο Λονδίνο.
Το 1960 θα γεννήσει το πρώτο τους παιδί, τη Φρίντα Ρεμπέκα. Το 1961 θα γράψει τον <Γυάλινο Κώδωνα>, το μυθιστόρημα που θα της χαρίσει κυριολεκτικά την αθανασία. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά το χρονικό μιας αποτυχημένης απόπειρας αυτοκτονίας και η νοσηλεία της στη ψυχιατρική κλινική. Τα ηλεκτροσόκ.
Το 1962 θα γεννήσει τον γιο τους, τον Νικόλα Φάραρ και θα γράφει εντατικά ποίηση. Ένα ατύχημα με το αυτοκίνητο που θα έχει την ίδια χρονιά, θα το παρουσιάσει η ίδια σαν απόπειρα αυτοκτονίας.
Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς μαθαίνει τη σχέση του Τεντ Χιουζ με την Ασια Ουέλβιλ. Και δύο μήνες αργότερα, χωρίζουν.
Τον Σεπτέμβριο επιστρέφει στο Ντέβον δίχως τον Χιουζ. Γράφει τα τελευταία είκοσι έξι ποιήματα και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς μετακομίζει. Σε ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Φίτζροι 23, στο Λονδίνο. Ετοιμάζει το <Αριελ> μια συλλογή με σαράντα ένα ποιήματα. Τον Ιανουάριο του 1963 εκδίδει τον <Γυάλινο κώδωνα> με ψευδώνυμο και στις 11 Φεβρουαρίου, <φεύγει- για- πάντα>.
Η Σύλβια διέθετε μπόλικα υπνωτικά χάπια για να σκοτωθεί, όμως επιλέγει να πεθάνει από δηλητηρίαση με γκάζι.
<Την νύχτα της αυτοκτονίας της, ήθελε να προστατεύσει τα παιδιά της από το γκάζι>, γράφει στη βιογραφία της ο Ronald Hayman. <Ανοιξε το παράθυρο του δωματίου τους, αφήνοντας ψωμί και τις κούπες με το γάλα τους δίπλα στις ψηλές κούνιες τους, μολονότι ο Νικ ήταν μόλις δεκατριών μηνών και, άρα, πολύ μικρός για να φάει μόνος του. Υστερα, παράχωσε πετσέτες και πανιά κάτω από την πόρτα του υπνοδωματίου και της κουζίνας, και στερέωσε κολλητική ταινία στις γωνιές της πόρτας. Όλα αυτά έγιναν σχολαστικά. Ηταν φανερό ότι τούτη η απόπειρα αυτοκτονίας δεν είχε σκοπό να αποτύχει. Κόλλησε ένα σημείωμα πάνω στην κούνια που βρισκόταν στο δωμάτιο δίπλα στην κουζίνα: «Παρακαλώ, καλέστε τον δόκτορα Χόρντερ», και δίπλα έγραψε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ηξερε τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ηξερε ότι το πρωί θα ερχόταν η νοσοκόμα, αλλά τα περισσότερα στοιχεία μαρτυρούν ότι δεν ήθελε να σωθεί, και είναι απίθανο να μην υπολόγισε καλά το χρόνο που θα χρειαζόταν για να πεθάνει από το γκάζι. Δίπλωσε ένα πανί για να ακουμπά το κεφάλι της, άνοιξε όλους τους διακόπτες του γκαζιού κι έχωσε το κεφάλι της στο φούρνο>.
Τους τελευταίους μήνες αισθανότανε <μια καρδιά να χτυπά στο στομάχι> της διαρκώς. Τα παιδιά είχαν γρίπη. Εκείνη ήταν φτωχή. Και ήταν κρύος ο χειμώνας. Τον Χιουζ, τής τον είχε πάρει <Εκείνη>, η Άσια. Αισθανόταν ότι δεν είχε πια άλλη επιλογή.
Εξι χρόνια μετά, και η Άσια αυτοκτονεί.
Μονάχα ο μύθος της Σύλβια Πλαθ θα σωθεί. Και μια ποίηση σπαρταριστή και υγιής, να αποδεικνύει ότι μπορεί μια καταθλιπτική να είναι ταυτόχρονα και ποιητική ιδιοφυία.
Αλλά <η Σύλβια απεχθανόταν τη μοναξιά του πρωινού, απεχθανόταν να τρώει μόνη το βραστό αβγό της. Όμως ο άντρας που γύρευε δεν υπήρχε>.
Και <Η Σύλβια είχε ανάγκη ν' αγαπά κάποιον γιατί είχε ανάγκη ν' αγαπηθεί, και η σκέψη της αποτυχίας προσέγγιζε τη σκέψη της αυτοκτονίας. Εμοιαζε με λαγό μες στη νύχτα που, τρομοκρατημένος απ' τα φώτα ενός αυτοκινήτου, κινδύνευε να ριχτεί στις ρόδες του. Ενιωθε την απεγνωσμένη ανάγκη για αγάπη, ακόμα κι όταν δεν ήταν παρά ένα τέχνασμα να υποκαταστήσει τους γονείς της, οι οποίοι αποδείχθηκε ότι δεν ήταν ούτε θεοί ούτε παντογνώστες. Απ' την άλλη, όμως, δεν είχε ούτε καν τη συντροφικότητα που μπορούσε να έχει στο Σμιθ αν προσπαθούσε να κάνει φιλίες με τα κορίτσια… Κάθε μέρα, η Σύλβια πλησίαζε όλο και περισσότερο στο θάνατο…>
<Αγαπητέ γιατρέ: Νιώθω πολύ άρρωστη. Εχω μια καρδιά στο στομάχι μου που πάλλεται και κοροιδεύει>….
ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ <Ο ΚΥΡ- ΠΑΝΙΚΟΣ>
<Φαινόμενο, σύμβολο, ιδιοφυία, μύθος. Γυναίκα ποιήτρια με έργο αιχμηρό, σπαραχτικό και ονειρικό. Γυναίκα στοιχειωμένη από την ίδια της τη δημιουργικότητα, κατοικημένη από την ερμητική της αποστολή, αυτήν του να «μολύνει» με αίσθηση τον κόσμο. Και η «Βίβλος των Ονείρων» της, μετά θάνατον εκδοθείσα, να ζωοποιεί το άψυχο σώμα που ανασταίνει το ίδιο το όνειρο. Τραγικό, αλήθεια, να μεταγράφει ο θάνατος τη ζωή, αποκρυπτογραφώντας τον αναχωρητικό δρόμο του ποιητή. Έναν δρόμο που, με πλήρη συνειδητότητα, ο ποιητής καλείται να επιλέξει, προκειμένου να γνωρίσει τον ίδιο του τον εαυτό>. (Γιάννης Αντιόχου, από το επίμετρο στο <Ο Κυρ- Πανικός και η Βίβλος των ονείρων>, Εκδ. <Μελάνι>)
<Η αιωνιότητα μου φέρνει πλήξη,
        Ποτέ δεν τη θέλησα>.
<Ο,τι αγαπώ είναι
Το έμβολο σε κίνηση>.
Εγραφε. Παρ' όλα αυτά την κέρδισε, όμως, την αιωνιότητα. Όπως κέρδισε και το μεγάλο στοίχημα, τελικά, της αυτογνωσίας. Κανένας δεν ήξερε τόσο καλά τον <φόβο> του και τον <θάνατο>. Κανένας δεν έκανε έτσι τόσο πολύ τολμηρά <συγγενή του> τον <κυρ- Πανικό>:
<Μόνο το Φόβο πρέπει να αγαπάς
                        τον ίδιο τον Φόβο.
Η αγάπη για το Φόβο είναι η αρχή της σοφίας.
Μόνο το Φόβο πρέπει να αγαπάς
                     τον ίδιο τον Φόβο.
Είθε Φόβος και Φόβος και Φόβος να είναι πανταχού παρών>. Εγραφε.
<Εχω την περίεργη συνήθεια να ξεχωρίζω τους ανθρώπους που έρχονται από τα όνειρά τους. Κατά τη γνώμη μου, τα όνειρά τους τούς κάνουν πιο ξεχωριστούς από οποιοδήποτε όνομα>.
Και γνώριζε τόσο μα τόσο καλά. <Τον κυρ- Πανικό> και <Την Βίβλο των ονείρων>.
<Η Σύλβια Πλαθ είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, αλλά είχε εργαστεί επίσης, σε ανάλογο ίδρυμα και είναι εμφανές πως οι αναμνήσεις και οι σημειώσεις της καθοδήγησαν και σε αυτή την περίπτωση την πένα της>. Γράφει η μεταφράστρια του βιβλίου <Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων> Μυρσίνη Γκανά: <Ο φοβερός θεός της τρέλας, που πρωταγωνιστεί στο ομώνυμο διήγημα, αποκαλείται από την Πλαθ στα αγγλικά Johnny Panic. Ένα όνομα κοινό, οικείο, σε μορφή υποκοριστικού (Johnny) έρχεται να εξευμενίσει τη μανία του πανικού, του τρόμου που σκορπάει γύρω του. Η απόδοσή του στα ελληνικά ως κυρ- Πανικού προσπαθεί ακριβώς να μεταφέρει αυτό το αίσθημα οικειότητας αλλά και σεβασμού προς κάποιον που γνωρίζουμε καλά, συναντάμε καθημερινά, δεν θέλουμε ή δεν πρέπει να τα βάλουμε μαζί του>.
<Αγαπητέ γιατρέ: Νιώθω πολύ άρρωστη. Εχω μια καρδιά στο στομάχι μου  στομάχι μου που πάλλεται και κοροιδεύει. Ξαφνικά οι απλές τελετουργίες της ημέρας αρνούνται να προχωρήσουν, σαν πεισματάρικο άλογο. Γίνεται αδύνατο να κοιτάξω ανθρώπους στα μάτια: μπορεί να ξεχειλίσει και πάλι η σαπίλα; Ποιος ξέρεις. Οι συζητήσεις περί ανέμων και υδάτων γίνονται ανυπόφορες.
Η εχθρότητα αυξάνεται, επίσης. Αυτό το επικίνδυνο, θανάσιμο δηλητήριο που προέρχεται από μια άρρωστη καρδιά. Αρρωστο μυαλό επίσης. Η εικόνα της ταυτότητας, την οποία παλεύουμε κάθε μέρα να αποτυπώσουμε στον ουδέτερο ή εχθρικό κόσμο, καταρρέει εκ των έσω>… Εγραφε με τόση γενναιότητα και οξυδέρκεια την Δευτέρα στις 20 Φεβρουαρίου του 1956.
Δεκαεφτά χρόνια αργότερα, <ο κυρ- Πανικός> θα την γονατίσει.
Δεκαεννιά χρόνια αργότερα, ο Θεός της Ποίησης θα της χαρίσει το Πούλιτζερ. Όμως εκείνη δεν θα μπορούσε ποτέ, τότε, και να το φανταστεί! <Ολη τη νύχτα ονειρευόμουν την καταστροφή,/ ολοκληρωτική καταστροφή>.
Γιατί η Σύλβια Πλαθ ήταν ολόκληρη ένα σώμα: <Διαφορετικά, αν η ποίησή της δεν ήταν σωματική, δεν θα ήταν μεγαλοφυής και όσο κι αν η ίδια η ποιήτρια έπλασε τον προσωπικό της μύθο με την αυτοχειρία της, το έργο της δεν θα επιβίωνε>.
Μια ποίηση που αποδείκνυε και αποδεικνύει διαρκώς, ότι η δημιουργός ήταν προαποφασισμένη να συναντήσει το θάνατο:
<Η γυναίκα έχει τελειοποιηθεί.
Το νεκρό
Κορμί της ντυμένο με το χαμόγελο της εκπλήρωσης,
Η ψευδαίσθηση μιας Ελληνικής αναγκαιότητας
Ρέει στις πτυχές της τηβέννου της.
Τα εκτεθειμένα της
Πόδια φαίνονται να λένε:
Ως εδώ φτάσαμε, αρκεί>.
Το έγραψε στις 5 Φεβρουαρίου του 1963. Έξι μέρες πριν από το θάνατό της. Η Σύλβια γνώριζε. Η Σύλβια Πλαθ είχε σχέδιο.
Ετσι, η 11η Φεβρουαρίου του 1963, ήταν μια μέρα λίγο πιο σκοτεινή, λίγο πιο καταθλιπτική, λίγο πιο βαριά απ' τις συνηθισμένες. Και η Σύλβια Πλαθ δεν μπόρεσε να την αντέξει.

ΜΙΚΡΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ:
Η Σύλβια Πλαθ γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 27 Οκτωβρίου 1932.
Την περίοδο 1842 - 1950 γράφει τα πρώτα της ποιήματα.
Το 1953 επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη ως έκτακτη συντάκτρια του περιοδικού Mademoiselle και την ίδια εποχή αποπειράται να αυτοκτονήσει. Σώζεται και κλίνεται σε ψυχιατρική κλινική.
Το 1955 αποφοιτά από το Smith College με έπαινο και συνεχίζει τις σπουδές της στο Κέμπριτζ με υποτροφία.
Στις 16 Ιουνίου 1856 παντρεύεται τον άγγλο ποιητή Τεντ Χιουζ.
Την 1η Απριλίου 1960 γεννιέται η κόρη της Φρίντα Ρεμπέκα.
Στις 17 Ιανουαρίου 1962 γεννιέται ο γιος της Νίκολας Φάραρ. Την ίδια χρονιά η Πλαθ και ο Χιουζ χωρίζουν.
Τον Ιανουάριο του 1962 εκδίδει τον <Γυάλινο Κώδωνα> με το ψευδώνυμο Victoria Lycas. Στις 11 Φεβρουαρίου αυτοκτονεί.
Το 1971 εκδίδεται το .
Το 1971 εκδίδονται οι ποιητικές συλλογές της .
Το 1975 εκδίδεται η αλληλογραφία με τη μητέρα της.
Το 1976 εκδίδονται τα πεζά της με επιμέλεια του Τεντ Χιουζ.
Το 1981 εκδίδονται τα άπαντα των ποιημάτων της με επιμέλεια του Τεντ Χιουζ. Το βιβλίο κερδίζει το Βραβείο Πούλιτζερ για την ποίηση.
Το 1982 εκδίδονται τα ημερολόγιά της.
Το 1999 μετά τον θάνατο του Τεντ Χιουζ εκδίδονται τα πλήρη ημερολόγια της Σύλβια Πλαθ.

ΕΡΓΑ ΤΗΣ Σ.Π.
<Ο Κολοσσός> (Λονδίνο 1960, Νέα Υόρκη 1962)
<Ο γυάλινος κώδωνας> (Λονδίνο (με το ψευδώνυμο Βικτόρια Λούκας) 1963, (με το δικό της όνομα) 1966. Νέα Υόρκη 1971)
<Άριελ> (Λονδίνο 1965, Νέα Υόρκη 1971)
(Στην άλλη όχθη) (Λονδίνο 1971, Νέα Υόρκη 1971)
<Χειμωνιάτικα δέντρα> (Λονδίνο 1971, Νέα Υόρκη 1971)
<Γράμματα στην πατρίδα. Αλληλογραφία 1950- '63>, επιμέλεια με σχόλια της Ορέλια Σόμπερ Πλαθ (Λονδίνο 1975, Νέα Υόρκη 1975)
<Το κόκκινο βιβλίο< (Λονδίνο 1976, Νέα Υόρκη 1976)
<Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων και άλλα πεζά> (Λονδίνο 1977, Νέα Υόρκη 1980)
<Ποιητική συλλογή>, επιμέλεια Τεντ Χιουζ (Λονδίνο 1981, Νέα Υόρκη 1982)
<Τα ημερολόγια της Σύλβιας Πλαθ>, επιμέλεια Φράνσις Μακ Κάλοου και Τεντ Χιουζ (Νέα Υόρκη 1982)
<Τα ημερολόγια της Σύλβιας Πλαθ 1950- 1962>, επιμέλεια Κάρεν Β. Κούκιλ (Λονδίνο 2000)
Στα ελληνικά κυκλοφορούν:
<Ο γυάλινος κώδων> (εκδόσεις <Αίολος>)
<Ποιήματα> (εκδόσεις <Κέδρος>, μετάφραση: Κατερίνα Ηλιοπούλου)
<Ο κυρ- Πανικός και η Βίβλος των Ονείρων και άλλες ιστορίες> (εκδόσεις <Μελάνι>, μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά)
<Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ> (εκδόσεις <Μελάνι>, μετάφραση: Εφη Φρυδά)
Και τα παιδικά:
<Το κοστούμι δεν με μέλει> (εκδόσεις <Πατάκη>) και
<Η κουζίνα της κυρίας Τσέρι> (εκδόσεις <Μεταίχμιο>).

       Ελένη Γκίκα
       18/12/2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: