Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 27 Μαΐου 2012

IDEA VILARIÑO

Δεκατέσσερα ποιήματα


Επιστολή ΙΙ

Μακριά βρίσκεσαι στο νότο
εκεί που οι δείκτες δε δείχνουν τέσσερις.
Γερμένος στην πολυθρόνα σου
στηριγμένος στο τραπεζάκι
του δωματίου σου
ξαπλωμένος σ’ ένα κρεβάτι
δικό σου ή κάποιας
που ευχαρίστως θα εξάλειφα
– εσένα σκέφτομαι κι όχι εκείνες που πλάι σου ψάχνουν
αυτό το ίδιο που εγώ αγαπώ.
Εσένα σκέφτομαι ήδη πέρασε μια ώρα
μα ίσως και μισή
δεν ξέρω.

Σαν πέσει το φως
θα ξέρω ότι πήγε πια εννιά
τα σκεπάσματα θα τραβήξω
θα ντυθώ το μαύρο μου φόρεμα
και το χτένι στα μαλλιά μου θα περάσω.

Ώρα για δείπνο
μα βέβαια, τι άλλο;

Όμως κάποια στιγμή
σε αυτό το δωμάτιο θα επιστρέψω
στο στρώμα θα πέσω
και τότε η ανάμνησή σου
–μα τι λέω;–
ο πόθος μου να σε δω
να με κοιτάζεις
η αρρενωπή σου παρουσία που απουσιάζει απ’ τη ζωή μου
θα βαλθούν
ως βάλθηκες εσύ το απόγευμα αυτό
που ήδη έγινε νύχτα
να σημαίνουν
το μόνο μοναδικό πράγμα
που στον κόσμο με νοιάζει.



Σαν χείλη απαλά, χείλη κοιμώμενα φιλήσουν…

Σαν χείλη απαλά, χείλη κοιμώμενα φιλήσουν
ωσάν πεθαίνοντας τότε,
κάποτε, πιο πέρα κι απ’ τα χείλη φτάνοντας
και καθώς τα βλέφαρα από τον πόθο ξεχειλίζουνε και πέφτουν,
τόσο αθόρυβα όσο ο αέρας το επιτρέπει,
η σάρκα, με τη μεταξένια θέρμη της, νύχτες ζητάει∙
και τα κοιμώμενα χείλη
μες στην ανείπωτη ηδονή τους, εξίσου, νύχτες ζητούν.

Νύχτες, νύχτες σιωπηλές, με σκοτεινά βελούδινα φεγγάρια,
νύχτες ατέλειωτες, φιλήδονες νύχτες, από φτερουγίσματα διάτρητες,
μες στον αέρα που γίνεται χέρια, έρωτας, στοργή,
νύχτες ωσάν από πανιά κι από κατάρτια…


Τότε είναι, στο ύψιστο πάθος, όπου αυτός που φιλά
ξέρει -και πώς ξέρει!- τα πάντα, ακατάπαυστα, και βλέπει πώς τώρα
ο κόσμος με θαύμα μοιάζει μακρινό,
πώς τα χείλη ανοίγουν πιο βαθύ ακόμη το θέρος,
πώς ο νους παραλύει,
και πώς φτάνει κι αυτός ο ίδιος να ξεχνιέται μες στο φιλί
ενώ άνεμος παθιασμένος τους κροτάφους του γυμνώνει∙
τότε είναι, στο φιλί απάνω, που τα βλέφαρα αργοπέφτουν
κι ο αέρας φτερουγίζει με μια ανάσα ζωής,
και περισσότερο αναριγά
αυτό που δεν είναι αέρας: η φλεγόμενη δέσμη των μαλλιών,
η φωνή που γίνεται βελούδο και, άλλοτε,
οι οπτασίες νεκρών που αιωρούνται.



Στην αγκαλιά σου…

Μέσα στην αγκαλιά σου
μέσα στην αγκαλιά μου
μέσα στα απαλά σεντόνια
μέσα στη νύχτα
τρυφεροί
ξεχασμένοι
παθιασμένοι
ανάμεσα στους ίσκιους
ανάμεσα στις ώρες
ανάμεσα
στο πριν και το μετά.


Αγάπη

Αγάπη
από τη σκιά
από τον πόνο
αγάπη
σε καλώ
από την κρήνη την ασφυκτική της ανάμνησης
δίχως τίποτα να ωφελεί ούτε και να σε περιμένει.
Σε καλώ
αγάπη
όπως τη μοίρα
όπως το όνειρο
τη γαλήνη
σε καλώ
με τη φωνή
με το σώμα
με τη ζωή
με ό,τι μου ανήκει
κι ό,τι είναι των άλλων
με απόγνωση
με δίψα
με θρήνο
σαν να ήσουν αέρας
κι εγώ να πνίγομαι
σαν να ήσουν φως
κι εγώ το φως να χάνω και να χάνομαι.
Από μια νύχτα τυφλή
από τη λήθη
από τις ώρες τις κλειστές
στη μοναξιά
δίχως δάκρυα μα ούτε αγάπη
σε καλώ
όπως το Τέλος
αγάπη
όπως το Τέλος.



Χάρισέ μου εκείνους τους ουρανούς, εκείνους τους ονειρεμένους κόσμους…

Χάρισέ μου εκείνους τους ουρανούς, εκείνους τους ονειρεμένους κόσμους,
το βάρος της σιωπής, εκείνο το τόξο, εκείνη την εγκατάλειψη,
φλόγισέ μου τα χέρια,
δώσε νόημα στη ζωή μου
με το γλυκό το χάρισμα που σου ζητώ.

Δώσε μου το φως το λυπημένο, παθιασμένο και γερό
εκείνων των ουρανών των μακρινών, την αρμονία
εκείνων των κόσμων των σφαλισμένων,
δώσε μου το όριο το σιωπηρό,
το συγκρατημένο περίγραμμα εκείνων των φεγγαριών των σκιερών,
το εγγενές τραγούδι τους.

Εσύ, ο αφορισμένος, δίνεις τα πάντα,
εσύ, ο ισχυρός, ζητάς,
εσύ, ο σιωπηλός, δώσε μου το γλυκό το χάρισμα
από αυτό το μέλι το άμεσο και με νόημα κανένα.





Αυτό που για σένα νοιώθω

Αυτό που εγώ για σένα νοιώθω τόσο δύσκολο είναι.
Από τριαντάφυλλα δεν είναι που στον άνεμο ανοίγουν,
μα από ρόδα που ανθίζουν στο νερό.

Αυτό που εγώ για ‘σένα νοιώθω… Αυτό το κάτι που γυρίζει
ή που με τις τόσες σου εκφράσεις λυγίζει
ή που με τα λόγια σου κομματιάζεις
και που μετά σε μια σου κίνηση περιμαζεύεις
και με εισβάλλει τις ώρες τις χλωμές
αφήνοντας εντός μου μια δίψα γλυκιά ζαρωμένη.

Αυτό που εγώ για σένα νοιώθω τόσο οδυνηρό
ως το φως το φτωχικό από τα αστέρια
που πονεμένο ξεπνοημένο φτάνει.

Αυτό που εγώ για σένα νοιώθω∙
και που ωστόσο τόσο προχωρεί
που φορές-φορές ούτε σε φτάνει.


Μεσημέρι

Διάφανοι οι αιθέρες, από κρύσταλλο
η χαράδρα του πρωινού,
τα λευκά βουνά τα γυάλινα, οι κινήσεις των κυμάτων,
όλη ετούτη η θάλασσα∙ όλη ετούτη η θάλασσα
που το βαθύ καθήκον της εκπληρώνει,
η θάλασσα η αυτάρεσκη
η θάλασσα την ώρα αυτή την όλο μέλι, όπου το ένστικτο
σα μέλισσα βομβίζει νυσταγμένη…
Ήλιος, έρωτας, κρίνα ολάνοιχτα, μαρίνες,
εύθραυστα κλαδιά ξανθά, τρυφερά ως σώματα,
χλωμές αμμουδιές απέραντες.
Διάφανοι οι αιθέρες, από κρύσταλλο
οι φωνές, η σιωπή.
Στις όχθες του έρωτα, της θάλασσας, του πρωινού,
πάνω στην άμμο τη ζεστή που τρέμει εμπρός στο άσπρο
καθένας μας καρπό θυμίζει που για το θάνατο ωριμάζει.


Γράφω, σκέφτομαι, διαβάζω…

Γράφω
σκέφτομαι
διαβάζω
σελίδες μεταφράζω είκοσι
τις ειδήσεις ακούω
γράφω
γράφω
και διαβάζω.
Πού είσαι,
πού.



Μετά

Άλλη είναι
μάλλον άλλη
εκείνη που διαδοχικά μαζεύει
φόρεμα, μαλλιά, το είναι της
εκείνη που τώρα ανακτά
διαστάσεις,
ύψος, βάρος
και, μετά από ατέλειωτα ταξίδια ηδονικά,
το κατώφλι διαβαίνει ακέραιη και άσπιλη
και να μάθει δεν ψάχνει
δε χρειάζεται
ούτε να μάθει θέλει∙
τίποτα από κανέναν.



Είσαι μόνος, κι εσύ…

Είσαι μόνος, κι εσύ.
Εγώ δεν αγγίζω τη ζωή σου, τη μοναξιά σου, το μέτωπό σου,
εγώ δεν είμαι στις νύχτες σου παρά λίμνη, ποτό,
πιο πολύ ακόμα από μια λίμνη βαθειά
από όπου μπορείς να πιεις και με τα μάτια κλειστά ακόμα,
ξεχασμένος.
Για σένα είμαι σαν ένα ακόμα σκοτάδι, άλλη μια νύχτα,
προκαταβολή θανάτου
που φτάνει μια μέρα κρύα κι ο άνθρωπος περιμένει, αναμένει
και φτάνει κι εκείνος παραδίδεται στη νύχτα, σε ένα στόμα,
κι η απόλυτη η λήθη τον τυφλώνει, τον εξοντώνει.



Δίχως όρια η νύχτα,
διάφανη, ξάγρυπνη, μόνη,
αποζητά τον έρωτα, άγγελο της κάθε πράξης...
Μόνος είσαι, το ίδιο.
Εκστατικός, ουράνιος, περιπαικτικός, ψυχανεμισμένος,
παραδώσου στη στιγμή.



Δεν ήξερες

Αγάπη μου δύστυχη
πίστεψες
πως έτσι ήταν
δεν ήξερες.
Ήταν πιο πλούσιο από αυτό
ήταν πιο φτωχό από αυτό
ήταν η ζωή κι εσύ
με τα μάτια κλειστά
τους εφιάλτες σου οραματίστηκες
κι είπες
η ζωή.



Ο φιλοξενούμενος

Δικός μου δεν είσαι
δεν υπάρχεις
στη ζωή μου
στο πλευρό μου
δε δειπνείς στο τραπέζι μου
δε γελάς ούτε τραγουδάς
ούτε για χάρη μου ζεις.

Ξένοι είμαστε
εσύ κι εγώ η ίδια
και το σπίτι μου μαζί.

Ένας ξένος είσαι,
φιλοξενούμενος
που δεν ψάχνει δεν επιθυμεί
παρά φορές-φορές
μια μόνο κλίνη.

Τι μπορώ να κάνω
να σου την προσφέρω
μα εγώ ζω μόνη.




IDEA VILARIÑO


(1920-2009)



Η Ιδέα Βιλαρίνιο γεννήθηκε στο Μοντεβίδεο της Ουρουγουάης στις 18 Αυγούστου 1920. Το πολύπλευρο ταλέντο της αποτυπώθηκε στο πλήθος των ενδιαφερόντων της, καθώς και στις ποικίλες ιδιότητες κι ενασχολήσεις της. Υπήρξε ποιήτρια, κριτικός λογοτεχνίας, στιχουργός, μεταφράστρια κι εκπαιδευτικός. Δύσκολα μπορεί να πει κανείς με σιγουριά, με ποια από όλες αυτές τις ιδιότητες άσκησε η Βιλαρίνιο την πιο έντονη επιρροή. Το αστέρι της πάντως έλαμψε από νωρίς, αφού πριν καν συμπληρώσει τα τριάντα έτη ζωής διακρίθηκε σε πολλούς από τους παραπάνω τομείς.

Η Βιλαρίνιο ανήκει στην ονομαζόμενη Γενιά του ’45, στην οποία ανήκει πλήθος λογοτεχνών με πιο γνωστό ίσως μεταξύ αυτών τον Μάριο Μπενεντέτι. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο “La suplicante” («Η ικέτις Ηηηκηκξη») εκδόθηκε το 1945. Εργάστηκε ως φιλόλογος στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση από το 1952 έως το πραξικόπημα του 1973. Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ανέλαβε την έδρα ουρουγουανής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ουρουγουάης. Σε συνεργασία με άλλους συγγραφείς, ίδρυσε τα περιοδικά “Clinamen” («Κλίναμεν») και “Número” («Νούμερο»), ενώ συνεργάστηκε για την κυκλοφορία πολυάριθμων άλλων εκδόσεων όπως “Marcha” («Πορεία»), “La Opinión” («Η άποψη»), “Texto crítico” «Κριτικό κείμενο» κ.ά.

Η Βιλαρίνιο έχει να επιδείξει έργο και ως στιχουργός. Δεν μπορεί να μη γίνει μνεία σε τρία δικά της τραγούδια-σταθμούς, αγαπημένα και πολυτραγουδισμένα από τους συμπατριώτες της. Πρόκειται για τα: "A una paloma" («Σε ένα περιστέρι», μελοποιημένο από τον Ντανιέλ Βιγκλιέτι), "La canción y el poema" («Το τραγούδι και το ποίημα», μελοποιημένο από τον Αλφρέδο Σιταρόσα) και "Ya me voy pa la guerrilla" («Φεύγω για τη μάχη», μελοποιημένο από τους Ολιμαρένιος).

Οι μεταφράσεις της, επίσης, έτυχαν ευρείας αναγνώρισης. Κάποιες από αυτές ανέβηκαν σε θεατρικές παραστάσεις στο θέατρο του Μοντεβίδεο. Περισσότερο γνωστές είναι οι μεταφράσεις της έργων του Σαίξπηρ.

Η Βιλαρίνιο δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να επιδείξει το ταλέντο της αναδεικνύοντας το προσωπικό της έργο. Τουναντίον. Θα λέγαμε ότι η ίδια υπήρξε η χειρότερη μάνατζερ του ίδιου της του εαυτού. Τόσο λόγω της προσωπικότητας όσο και των πεποιθήσεών της, η Βιλαρίνιο αδιαφόρησε πεισματικά για μεγάλο χρονικό διάστημα απέναντι σε κάθε ευκαιρία και δυνατότητα προώθησης του ονόματος και του έργου τη, παρά την προτροπή των εκδοτών της.

Η σιωπή ήταν η απάντηση της πιο γνωστής ίσως ποιήτριας της Ουρουγουάης και όταν της ζητούσαν λεπτομέρειες για το έργο της, τις αφορμές του ή τα πρόσωπα στα οποία απευθυνόταν ή από τα οποία εμπνέονταν. Πολύ περισσότερο, η Βιλαρίνιο σιωπούσε για ό,τι αφορούσε την προσωπική της ζωή. Φυσικό επακόλουθο αυτής της στάσης της ήταν η απόλυτη άρνησή της να παραχωρήσει συνέντευξη έως το 1997. Τότε, σε ηλικία 77 ετών, δέχτηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις που τις έθεσαν η Ροζάριο Πεϊρού και ο Πάμπλο Ρόκα και στις οποίες βασίστηκε το ντοκιμαντέρ «Ιδέα», διαθέσιμο σήμερα μόνο σε συγκεκριμένες βιβλιοθήκες.

Παρά την εσωστρέφεια της ίδιας, στη Βιλαρίνιο απονεμήθηκαν πλήθος βραβεία και τιμές, ενώ δέχθηκε πολυάριθμες προσκλήσεις τόσο από τη χώρα της, όσο και από το εξωτερικό. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον για το έργο της εντάθηκε, έχοντας ως αποτέλεσμα να ασχοληθούν με αυτό πολλοί κριτικοί και καθηγητές του ισπανόφωνου κόσμου, αλλά και να μεταφραστεί στο εξωτερικό σε χώρες όπως η Αυστρία, η Ιταλία και οι ΗΠΑ. Σήμερα, η ποίησή της κερδίζει διαρκώς όλο και περισσότερους αναγνώστες και θιασώτες. Ιδίως στην Ουρουγουάη η λατρεία στο πρόσωπό της έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις, στα όρια σχεδόν του φετίχ. Κανείς βρίσκει τους στίχους της τυπωμένους σε σελιδοδείκτες και κάρτες, έως σε γκράφιτι στους τοίχους.

Η Ιδέα Βιλαρίνιο πέθανε στις 28 Απριλίου 2009, σε ηλικία 89 ετών.

Idea Vilarino

εισαγωγικό σημείωμα-μετάφραση
Έλενα Σταγκουράκη






Δεν υπάρχουν σχόλια: