(1877 – 1919)
Μετάφραση Ζ. Δ. Αϊναλής
Εισαγωγικό σημείωμα
Ο Ady Endre (Άντυ Έντρε) γεννήθηκε το 1877 στο χωριό Érmindszent της Transylvania (τμήμα τότε της Αυστρο-Ουγγαρίας), και το οποίο σήμερα βρίσκεται εντός των συνόρων της Ρουμανίας. Ένας από τους κυριότερους, μαζί με τον Babits (Babits Mihály, 1883 – 1941), εκπροσώπους του ουγγρικού συμβολισμού, θεωρείται γενικά, μαζί με τον Sándor Petőfi (1823 – 1849), ένας από τους σημαντικότερους Ούγγρους ποιητές στην ιστορία της ουγγρικής λογοτεχνίας. Ο Ady είναι από τους ποιητές εκείνους που θα γνωρίσει το όχι και τόσο παράδοξο λογοτεχνικό πεπρωμένο να καταταγεί, μολονότι ‘καταραμένος’, στη χωρία των εθνικών ποιητών (Pushkin, Σολωμός). Πληθωρικός ποιητής – μόνιμα ερωτευμένος και μόνιμα μεθυσμένος – με ενεργό συμμετοχή στα, μεταιχμιακά για την Ουγγαρία, ιστορικά δρώμενα της εποχής του, θα προκαλεί καθ’ όλην τη διάρκεια της ζωής του, τόσο με την προσωπική του ζωή όσο και με το λογοτεχνικό του έργο και την πολιτική του δράση, έντονες αντεγκλήσεις. Το έντονο ενδιαφέρον του για την πολιτική θα τον οδηγήσει στην ριζοσπαστική ομάδα Huszadik Század (Εικοστός αιώνας). Αρχικά θα ξεκινήσει σπουδές Νομικής, δίχως ωστόσο ποτέ να τις ολοκληρώσει, καθώς γρήγορα θα επιδοθεί στην δημοσιογραφία. Οι αντισυμβατικές πεποιθήσεις του και η συστηματική επίθεση στην ουγγρική αριστοκρατία θα του προσθέτουν διαρκώς καινούργιους εχθρούς. Το 1906 δημοσιεύει την τρίτη ποιητική συλλογή του Új versek (Νέα Ποιήματα) – η οποία και θα αποτελέσει το σημείο καμπής στην ιστορία της ουγγρικής λογοτεχνίας, σηματοδοτώντας την γέννηση της σύγχρονης ουγγρικής ποίησης. Από τις σημαντικότερες συμβολές του ωστόσο στην ουγγρική ποίηση θεωρείται η τέταρτη συλλογή του, Vér és arany (Χρυσάφι και αίμα), η οποία του απέφερε επιτυχία και αναγνώριση. Οι μεταγενέστερες ποιητικές συλλογές του – όπως η A halottak élén (Οδηγώντας τους νεκρούς, 1918) – θα έχουν την ‘τιμή’ να προκαλέσουν ιδιαίτερα έντονες αντιδράσεις και να γίνουν δεκτές είτε με τον πιο ειλικρινή θαυμασμό είτε με το πιο απροκάλυπτο μίσος. Επισκέφτηκε το Παρίσι τον Αύγουστο του 1903, ακολουθώντας την – παντρεμένη – Μούσα του, όπως ο ίδιος την αποκαλούσε, Adél Brüll (την οποία κατ’ εξακολούθηση μνημονεύει ως Leda – αναγραμματισμός του Adél – στα ποιήματα του, τέχνασμα που μάλλον παραπέμπει στη ρωμαϊκή ελεγεία), και έκτοτε, και μέχρι το 1913 (οπότε η Adél, μετά από μια πολυτάραχη σχέση δέκα χρόνων, θα τον εγκαταλείψει οριστικά για κάποιον άλλο), θα ζήσει μεγάλα διαστήματα της ζωής του εκεί. Για τον Ady όμως το Παρίσι δεν είναι η πόλη ‘του έρωτα και του φωτός’, είναι η πόλη της ποιητικής έξαρσης, είναι η πόλη της Κομμούνας. Εξασθενημένος από τον χρόνιο αλκοολισμό, ο Ady θα πεθάνει από πνευμονία στη Βουδαπέστη το 1919.
Μέσα σε μια εποχή που ολόκληρη η Ευρώπη άλλαζε πρόσωπο, συγκλονιζόμενη από πολέμους – παγκόσμιους, εμφύλιους, ιμπεριαλιστικούς, εθνικιστικούς – και επαναστάσεις, εξαφανίσεις κρατών εν μια νυκτί και σύσταση νέων, ο Ady κατάφερε με τρόπο αξιοσημείωτο να καταστεί η φωνή της συνείδησης, όπως έχει ειπωθεί, του ουγγρικού έθνους. Σήμερα μπορεί να είναι περισσότερο γνωστός για τα ερωτικά, και σε μεγάλο βαθμό αισθησιακά, ποιήματα του, αλλά μια εκ νέου κατάδυση στην ποίηση του, έχει να ανασύρει ποιήματα επαναστατικά, πολιτικά και – κυρίως προς το τέλος – σιβυλλικά. Ο λόγος του, ιδίως στις τελευταίες του συλλογές, σκόπιμα προκλητικός, είναι ριζοσπαστικός, τόσο από άποψη μορφής όσο και περιεχομένου, συνδυάζοντας τον ερωτισμό με την πολιτική, βιβλικής πνοής εικόνες και οράματα αποκαλυπτικά. Και είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος που κατορθώνει, ακριβώς μέσω της αιρετικής χρήσης της χριστιανικής ‘μυθολογίας’ και του συνδυασμού της με ένα χαρακτηριστικά κεντροευρωπαϊκό παγανιστικό υπόβαθρο, να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα μοναδικά υποβλητική, στοιχειωμένη από εικόνες και ήχους ενός παρελθόντος μακρινού και μυστηριακού (ειδωλολατρικά χριστιανικού θα έλεγα), που το νιώθουμε όλοι μας τόσο οικείο και ταυτόχρονα τόσο απόμακρο, γοητευτικό αλλά και επικίνδυνο. Σήμερα, και δεν πρόκειται βέβαια για προσωπική αποκλειστικά εκτίμηση, ο Ady Endre μαζί με τον άλλο διάσημο συμπατριώτη του και επίσης τρομερό παιδί της ουγγρικής λογοτεχνίας, Attila József (1905 – 1937), δεν θεωρούνται απλά δυο εμβληματικές φυσιογνωμίες της ουγγρικής ποίησης, αλλά πρωτίστως δυο κορυφαίες ποιητικές φωνές της ευρωπαϊκής ποίησης του 20ου αι.
***
Αγάπη προσμένοντας
Χωρίς απογόνους και δίχως προγόνους,
Χωρίς την εκπλήρωση και δίχως τον πόθο,
για κανέναν δεν είμαι,
για κανέναν δεν είμαι.
Καθώς όλοι οι άνθρωποι, η ανήλιαγη θάλασσα,
το μυστήριο κι η απώτατη Θούλη,
μια φεύγουσα αχτίδα φωτός,
μια φεύγουσα αχτίδα φωτός.
Μα να κοιτάξω πρέπει γι αδέρφια και φίλους·
ότι θέλω τον εαυτό μου να δείξω και σ’ άλλους,
ότι βλέποντας μόνο θα δουν,
ότι βλέποντας μόνο θα δουν.
Γι αυτά κι ο λυρικός μου μαζοχισμός·
ότι προσμένω το χάσμα χαίνων να κλείσω
κι επιτέλους κάπου ν’ ανήκω,
κι επιτέλους κάπου ν’ ανήκω.
***
Που φτάνουν πάντα από μακριά
Είμαστ’ εκείνοι οι άνθρωποι που αργοπορούνε πάντα,
είμαστ’ εκείνοι οι άνθρωποι που φτάνουν πάντα από μακριά.
Βαριά, κατάκοπα τα βήματα μας, λυπημένα
είμαστ’ εκείνοι άνθρωποι που αργοπορούνε πάντα.
Καν δεν γνωρίζουμε πώς να πεθάνουμ’ εν ειρήνη.
Κι όταν το πρόσωπο τ’ απόμακρου θανάτου πλησιάζει
πύρινο πανδαιμόνιο ανατινάζεται η ψυχή μας.
Καν δεν γνωρίζουμε πώς να πεθάνουμ’ εν ειρήνη.
Είμαστ’ εκείνοι οι άνθρωποι που αργοπορούνε πάντα.
Δεν φτάνουμε στην ώρα μας ποτέ με επιτυχία,
στον παράδεισο, στην αγκαλιά, στα όνειρα μας.
Είμαστ’ εκείνοι οι άνθρωποι που αργοπορούνε πάντα.
***
Και ξαφνικά το φθινόπωρο εμφανίστηκε στο Παρίσι
Και ξαφνικά το φθινόπωρο εμφανίστηκε χθες στο Παρίσι.
Σιωπηλό κάτω στην Saint Michel προχωράει γοργά,
Μες την κουφόβραση, κάτω από ακίνητα κλαδιά,
Ανταμώσαμε έτσι σαν κάπως στην τύχη.
Να περιπλανιέται κατά μήκος του Σηκουάνα,
Η ψυχή μου αιχμάλωτη άσματα κομμάτια μικρά:
Αντικείμενα σκοτεινά, απομεινάρια, πειράγματα μακρινά, θρήνοι, όλα
Μου ψιθυρίζανε ο θάνατος πως δεν είναι μακριά.
Το φθινόπωρο γραπώθηκε πάνω μου, μου μουρμουρίζει στ’ αυτιά,
Και κάτω στην Saint Michel οι στέγες των σπιτιών να τρέμουν.
Τς, τς… κατά μήκος του δρόμου κάπως σαν να περιγελούν
Πετάξανε μακριά μάτια φωτεινά φύλλα αστικά.
Μία στιγμή· το καλοκαίρι ότι που είχε ανασάνει
Μα το φθινόπωρο ήδη κομπάζοντας και τώρα
Που έφυγε μάρτυρας μόνος εγώ ζωντανός
Κάτω απ’ το σύριγμα να περιφέρομαι των κλαδιών.
***
Ένα χαρμόσυνο ελευθέρωσης μήνυμα
Για εκατοστή πρώτη, άσε, φορά να σπάσει το ξόρκι
που είχε σπάσει εκατό: σ’ ελευθερώνω, καρδιά μου, ακόμη μία,
για πάντα, φορά, αν πίστευες ακόμη πως σ’ αγαπώ,
αν πίστευες πως δεν ήταν παρά ακόμα μια ελευθέρωση.
Εκατό φορές πληγωμένος, εδώ, σου πετάω
τη μεγαλοπρεπή της λησμονιάς μου βασιλική περιβολή.
Φόρα την, ότι θα ψυχράνει ο καιρός,
φόρα την, ότι λυπούμαι και για τους δυο μας εγώ,
για την αισχύνη ανείπωτη μιας τέτοιας άνισης μάχης,
για την ταπείνωση σου, ότι δεν ξέρω το τι,
και για σένα λυπούμαι, για σένα και μόνο για σένα.
Πόσο καιρό, ήταν έτσι σιωπηλά καθώς και τώρα:
πόσο συχνά, να σε καθησυχάζω στη μοίρα σου
στίλβουσες χάρες, σου δόθηκε ο χρυσός
της Λήδας ψαλμός, σταλμένος ολόλευκος καυτός στο δελεαστικότερο
των πανηγυριών. Δεν έλαβα τίποτα, τίποτα δεν απόσυρα:
ήταν η χάρη μου να σου δώσω μια πίστη πλαστή
σε φιλιά ‘συνηθισμένος αλλού ν’ ασελγώ’
κι αγάπες που ήμουν ‘συνηθισμένος ν’ αγαπάω αλλιώς’
κι είμαι ωστόσο ευγνώμων για όλους εκείνους τους εναγκαλισμούς,
κι ευχαρίστησα ωστόσο βαθιά τέτοιες μπούκλες μιας Λήδας χαμένης,
όσο μπορεί να ευχαριστήσει δηλαδή ένας άντρας που αποσύρεται
μην αφήνοντας πίσω του παρά κάποιο λησμονημένο πια ανέμελο φιλί παλιό.
Και για πόσον καιρό έτσι απελπισμένα δεν ζήταγα να σε βρω
μέσα στ’ αμμώδες παρελθόν, στο λασπωμένο παρόν, πόσο καιρό
απ’ τον στερνό εκείνο αποχαιρετισμό, σ’ εκείνο το μονοπάτι των σκλάβων
όπου το φύλο σου διάβαινε την κυκλοδίωκτη μοίρα του.
Για πόσον καιρό τώρα που δεν ζητώ παρά εκείνο
που ίσως ακόμη και να κρατάς απ’ τον καλύτερο μου εαυτό,
από τα μαγικά γνωρίσματα που τραβήξανε τους στίχους μου προς τα σένα,
για να τους έχεις παρηγόρια, έρημη, ερωτευμένη
έχοντας υπάρξει κι εσύ, καθώς κι ο άντρας
που άφησε τελικά έναν κόσμο αδιεκδίκητο μόνο για να κρεμάσει
απ’ το περίσσεμα του στολίδια στο μέτωπο μιας γυναίκας.
Απ’ αυτό το περήφανο στέρνο ‘συνηθισμένο να χάσκει υπέροχα’,
όφειλα να δω την μεγαλοπρεπή, περίτεχνη σου πτώση –
ω, όχι σαν τη σκύλα-εκδίκηση κάποιας παράστασης παρατημένης
που στήνοντας μιαν ενέδρα μαινόμενη στον εκδικούμενο-της-σύντροφο:
τίποτα για να χλευάσω τον φτωχό, ελάχιστο σου εαυτό,
έτσι που στιγματίστηκες απ’ την δική μου εποχή του Κροίσου
και τη δική σου εκείνη του κάποτε-δικός-μου που υπήρξε δοξασία,
και να προσπεράσω τόσο επιδέξια, κανείς να μη μπορεί να πει ή να διακρίνει,
την μία και μοναδική στην οποία κάποτε φύτεψα γω την αγκαλιά μου,
ώστε την απόλαυση κι αυτή να βρει σ’ αυτήν,
αυτήν που υπήρξε το απλούστερο ερωτηματικό
και χρειαζόταν εμένα και μόνο για να βρει την τελείωση.
Τώρα το θρόισμα απ’ τα ρούχα σου θα σωπάσει, μαραμένος ανθός
έκπτωτος απ’ το παμπάλαιο κείνο των προσευχών πνιγμένο στη σκόνη βιβλίο,
ή θα σπεύσεις και θα γυαλίσεις κοινότοπη
τη δανεισμένη σου άλω, τη θλιβερή του χαλινού σου εξουσία,
και τι τελικά μέσα στην ευλογία της για μία γυναίκα τρέμει,
στη δική μου τον εαυτό της π’ αντανακλά προσευχή;
Τώρα ζητώ απ’ τη Μοίρα να ζητήσει από τη μοίρα σου ν’ αφήσει
να σκέφτεται πως μπορεί και να ανατρέψει τη μοίρα στ’ αστέρια μου,
κι είτε πλημμύρα σε κατασπαράζει είτε φωτιά είμαι τώρα γαλήνιος,
ότι μέσω εμού ζεις, εγώ σε είδα πρώτος
κι είσαι χρόνια νεκρή κι από το βλέμμα μου μακριά πολύ.
***
Ιούδας και Ιησούς
Προκλητικό σκαλίζω τον οργισμένο παλμό μου
Σε βράχο βασαλτικό, Κρανίου τόπος,
Χριστέ μου, ο ποιητής που λάτρεψα,
Σε πούλησα, Θεέ μου.
Ονειρεύτηκα κάθε όνειρο που στιγμάτισε την καρδιά σου,
Έζησα σαν να ‘μουνα η ψυχή σου, σωσίας σου στη σκιά σου,
Σ’ έστεψα, απ’ όλους τους ανθρώπους εγώ·
Τότε σε αγαπούσα.
Τώρα σε πούλησα, παντοδύναμε βασιλέα,
Ότι Ζωή είν’ η αγάπη μου, είναι το πάν μου.
Ότι είχα κι εγώ οράματα κραταιά,
Καθώς οι ποιητές μονάχα έχουν.
Τα χείλια σου ιερά δεν χλευάζουνε τη φωτιά μου,
Η αυτοκρατορία σου πάνσεπτη δεν ήταν για μένα,
Ένα κορίτσι θέλει λεφτά, να φορέσει μετάξια,
Με θέλει εδώ.
Είμαι θαρρείς ποταπός; Η ζωή στερείται νοήματος,
Έχασ’ ο Λόγος την υπέροχη σημασία του;
Γιατί θνητός να δελεάζομαι
Από την πληρωμένη ηδονή;
Τώρα το σκαλισμένο μου βράχο εκσφενδονίζω στην άβυσσο,
Θα τρέμει για αιώνες η γη
Και κατεστραμμένο το μέλλον, μάτια παραιτημένα
Θα με κοιτούν με εμπάθεια.
***
Ανάμνηση νύχτας θερινής
Θυμωμένος ο άγγελος από παραδείσια ύψη ουρλιάζοντας,
Συναγερμοί τύμπανα κρούοντας σε μια σκιώδη γη,
Εκατοντάδες αστέρια το φως τους που καίγοντας,
Εκατοντάδες νεανικά μυαλά ν’ ανατρέπονται,
Εκατοντάδες πέπλα βεβηλωμένα που να ξεσκίζονται·
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Πανάρχαιες οι κυψέλες μας τυλιγμένες τώρα στις φλόγες,
Και το πουλάρι το πιο λατρευτό, σπασμένο το πόδι, τώρα στο χώμα ουρλιάζοντας,
Πίσω στο φως τους νεκρούς, ονειρεύτηκα.
Κι ο Burkus, το πιστό σκυλί μας, εξαφανισμένο,
Κι ο Meg, ο αγαθός γέρο-υπηρέτης μας, μουγκός τώρα από χρόνια,
Διαπεραστικές κραυγές χορικά μιας πρωτόγονης τελετής ξαφνικά:
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Οι ανάξιοι κομπάζανε με φτιασιδωμένη ανδρεία,
Κλέφτες πολυτελείας ξεκινούσαν για μιαν ακόμη ληστεία,
Και στους ανδρείους δεν έμενε τώρα παρά να λουφάξουνε:
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Καταλαβαίναμε καλά πως ο άνθρωπος είναι ατελής,
Σφιχτοχέρης όταν είναι να μοιραστεί την αγάπη του,
Όμως κι αυτό ακόμα δεν μπορεί να ‘ναι εντελώς ακριβές,
Ο ζωντανός κι ο νεκρός στον περιστρεφόμενο δεμένοι τροχό:
Υπήρξε, στ’ αλήθεια, ποτέ ο άνθρωπος ένα μικρότερο στίγμα,
Κι η Σελήνη σε περιπαιχτικότερη διάθεση
Απ’ όσο εκείνη τη φριχτή νύχτα;
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Κι έσκυβε ο τρόμος επάνω σ’ όλα τα πνεύματα
Με κακόβουλη, χαιρέκακη ηδονή:
Τα μυστικά του κάθε προγόνου
Κατοικούσαν βαθιά μες τις ψυχές των παιδιών.
Κι η σκέψη, θεραπαινίδα περήφανη του Ανθρώπου,
Μεθυσμένη, ξεχύνοταν τώρα να οδηγήσει
Την απειλητική, αιμοχαρή της Γαμήλια Γιορτή.
Ότι το παλικάρι ταπεινό, κουτσό, μετανιωμένο:
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
Τώρα ξέρω πως, κάπου μέσα μου βαθιά, την νύχτα εκείνη πίστεψα
Κάποιος Θεός, παλιός και παραμελημένος, πως θα ξεπρόβαλλε μπροστά μου
και πως στο θάνατο θα μ’ οδηγούσε ξαναμμένος.
Κι όμως, σαν κάποιος άλλος, παραμένω ζωντανός
Μετασχηματισμένος από τ’ ολέθριο εκείνο γεγονός,
Και καθώς προσμένω τώρα έναν Θεό,
Με τρόμο αναλογίζομαι μια νύχτα στοιχειωμένη,
Κι έναν κόσμο ολόκληρο που έθαψε με βία αγριεμένη:
Ήτανε μια παράξενη,
Παράξενη νύχτα θερινή.
***
Ο χαμένος καβαλάρης
Χαμένος ο αρχαίος καβαλάρης καλπάζει,
Τυφλό τριπόδισμα οι οπλές του αλόγου,
Από τα δάση που ήταν, απ’ τα καλάμια π’ ανέμιζαν,
Σιδηροδέσμια τώρα τα πνεύματα ξεκινούν στον παλμό τους.
Δέντρα του παρελθόντος σιωπηλά
Ακίνητα και μελαγχολικά, ταραγμένη σκιά,
Και να που ξαφνικά μορφές χειμερινού παραμυθιού
Σάρκα κι οστά, στο ξέφωτο, που ν’ αφουγκράζεται προσεκτικά.
Εδώ, απροσπέλαστο το δάσος, σκυθρωπό,
Εδώ, πανάρχαιο το άσμα και λυπητερό,
Άσμα παλιών προγόνων μας πολεμιστών,
Μες της ομίχλης ν’ αντηχεί το άλαλο οχυρό.
Ένα φθινόπωρο στοιχειό και μας κυκλώνει από παντού,
Συντρόφοι λιγοστοί, κι οι αριθμοί τους να μειώνονται δραματικά.
Μες το μανδύα του από καταχνιάς φύκια περιδινούμενα και βρύα
Ο γκρίζος Νοέμβρης την πεδιάδα, με λόφους ζωσμένη, διασχίζει αργά.
Και να που ξαφνικά, παράξενα, η πεδιάδα ξανά
Ρούχα από σπάρτα, και να πρασινίζουνε οι δρυμοί
Τα μέλη του του Νοέμβρη, τα μέλη του της ομίχλης
Και να χάνεται στη καταχνιά πιο βαθιά των αιώνων που πέρασαν.
Μυστήριο μονάχα και το αίμα καυτό να κυλά
Πανάρχαια μονοπάτια, αποτυπώματα προγονικά,
Τα καλάμια μονάχα, το δάσος σκιρτά,
Κι οι ίδιοι απ’ το χρόνο τρελοί πιο παλιοί.
Χαμένος ο αρχαίος ταξιδιώτης καλπάζει,
Νιόφυτοι θάμνοι τρυπούν τις οπλές του αλόγου.
Κανένα φως δεν λάμπει μπροστά, κανένας λύχνος δεν καίει,
Κι αθέατα όλα του σήμερα τα χωριά.
Που αναριγώντας, τ’ αθέατα χωριά,
Το παρελθόν ονειρεύονται και κοιμούνται βουβά.
Απ’ την ομίχλη κι από το δάσος, το αρχαίο, το σκοτεινό,
Ξεπροβάλλουνε τώρα ο λύκος κι η άρκτος κι η άλκη η μεγάλη.
Χαμένος ο αρχαίος καβαλάρης καλπάζει,
Τυφλό τριπόδισμα οι οπλές του αλόγου,
Από τα δάση που ήταν, απ’ τα καλάμια π’ ανέμιζαν,
Σιδηροδέσμια τώρα τα πνεύματα ξεκινούν στον παλμό τους.
***
Αναδημοσίευση από το ηλεκτρονικό περιοδικό Poema:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου