Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΣΥΝΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ -



Την σκέψη
στο πλαδαρό μυαλό σας που ονειρεύεται,
σαν υπηρέτης λαίμαργος σε καναπέ λιγδιάρικο
με την καρδιά κουρέλι ματωμένο θα ερεθίσω•
χορταστικά χλευαστικός, ξεδιάντροπος και καυστικός.
Ούτε μια γκρίζα τρίχα δεν έχω στην ψυχή,
μήτε των γηρατειών την στοργή!
Μέγας ο κόσμος με της φωνής τη δύναμη
έρχομ’ όμορφος
στα εικοσιδυό μου χρόνια.

Τρυφεροί μου!
Αφήστε τον έρωτα στα βιολιά
Είναι βάρβαρο στα τύμπανα να μένει.
Και δεν μπορείτε να φέρετε τα πάνω κάτω όπως εγώ,
ώστε να μείνουν μόνο τα χείλη.
Ελάτε να μάθετε –
απ’ το βελούδινο σαλόνι
του τάγματος των αρχαγγέλων το πρωτόκολλο
που ήρεμα τα χείλη ξεφυλλίζει
όπως η μαγείρισσα το βιβλίο των συνταγών.
Πηγαίνετε –
Η σάρκα πάει να με τρελάνει
- κι όπως αλλάζει χρώμα ο ουρανός –
πηγαίνετε –
θα είμαι άψογα τρυφερός,
δεν είμαι άντρας εγώ, είμαι ένα σύννεφο με παντελόνια!
Πώς η ολάνθιστη Νίκαια υπάρχει δεν πιστεύω!
Και πάλι θα υμνήσω
τους αραχτούς σα νοσοκομεία άντρες
και τις παλιές σαν παροιμίες γυναίκες.
Πιστεύετε πως τούτα δω είναι μαλάριας λόγια;
Κι όμως συνέβη,
Όλα στην Οδησσό έγιναν.
«Θα ’ρθω στις τέσσερις» - είπε η Μαρία.
Οκτώ.
Εννιά.
Δέκα.
Ήρθε το βράδυ
μέσ’ στης νυχτιάς την φρίκη
κι έφυγε από τα παράθυρα
ο σκυθρωπός Δεκέμβρης.
Γελούν και χαχανίζουν
πίσ’ απ’ την γερασμένη πλάτη μου
Τα κηροπήγια.
Να με αναγνωρίσετε τώρα δεν θα ’ταν δυνατό:
ετούτος ο σκληρός ο κολοσσός
στενάζει
και σφαδάζει.
Τι θέλει άραγε τούτος ο σβώλος;
Είναι πολλά εκείνα που ζητά ο σβώλος!
Για μένα, βλέπετε, σημαντικό δεν είναι
Ούτε να είμαι μπρούτζινος
Μήτ’ η καρδιά μου από ατσάλι να ’ναι.
Τη νύχτα θέλω μοναχά η ταραχή μου
Εκεί όπου είναι μαλακά να καλυφθεί,
Εκεί όπου η γυναίκα είναι.
Και να,
Τεράστιος
Στο παραθύρι σκύβω
Το τζάμι με το κούτελο ακουμπώ.
Θα έρθει ο έρωτας ή όχι;
Θα ’ναι τρανός
Ή μήπως μισερός;
Μα σε τέτοιο κορμί μπορεί μεγάλος να ’ναι:
Μικρός θα πρέπει να ’ναι,
Ένας ερωτάκος ταπεινός.
Με των αυτοκινήτων τις κόρνες να τρομάζει
Μα των αλόγων τα σήμαντρα ν’ αγαπά.
Το πρόσωπό μου
Όλο και βυθίζω
Στη βλογιοκομμένη όψη της βροχής,
Είμαι εκεί και περιμένω
Απ’ τα βογκητά της πόλης σαστισμένος.
Το μεσονύχτι, με μαχαίρι σημαδεύει,
τον φτάνει,
τον σφάζει, -
Πάρ’ τον!
Έπεσε η δωδέκατη ώρα,
σαν εκτελεσμένου κεφαλή,
Σταγόνες γκρίζες
στα τζάμια μαζεύτηκαν
μεγάλωσε η γκριμάτσα, πελώρια πια
σαν των χιμαιρών τα ουρλιαχτά
στου Παρισιού την Παναγιά.
Καταραμένη!
Ακόμα δεν σου φτάνει ούτε αυτό;
Το στόμα θα σκιστεί απ’ τ’ ουρλιαχτό.
Στήνω τ’ αυτί κι ακούω:
ησυχία,
σαν άρρωστος πετιέμαι
απ’ το κρεβάτι ευθύς.
Και να –
αφού πρώτα ανακάθισα
μετά να τρέχω άρχισα
ανήσυχος
μα συνεπής.
Μα τώρα πια αυτός και δύο άλλοι
της απόγνωσης σημαδεύουν την κάνη.
Έπεσε ο σοβάς στο κάτω πάτωμα.
Νεύρα –
μεγάλα,
μικρά,
πολλά!
τρέχουν μανιασμένα
και από τα νεύρα
κόβονται τα πόδια!
Στην κάμαρα η νύχτα ρίχν’ ολοένα τις σκιές
μα απ’ το κουρασμένο βλέμμα δεν φεύγουνε αυτές.
Σωπάσαν άξαφνα οι πόρτες
στο ξενοδοχείο
ερημιά.
Μπήκες εσύ,
απότομη σα μούντζα
σφίγγοντας τα καστόρινά σου γάντια,
είπες:
«Ξέρετε, παντρεύομαι…»
Εντάξει λοιπόν, παντρευτείτε.
Και τι μ’ αυτό.
Θα επιβιώσω.
Πόσο είμαι ήρεμος κοιτάξτε.
Σαν του νεκρού
τον σφυγμό.
Θυμάστε;
Είχατε πει:
«Τζακ Λόντον,
χρήματα,
έρωτας,
πάθος» -
Εγώ όμως τότε άλλο είχα δει:
Είστε μια Τζοκόντα
που πρέπει να κλαπεί!
Και κλάπηκε.
Στο παιχνίδι θα ριχτώ ξανά ερωτευμένος
μια φλόγα θα φωτίσει των φρυδιών την ένταση.
Και λοιπόν!
Ακόμη και στο σπίτι που κάηκε κάποτε
ζουν, κάποιες φορές, αλήτες άστεγοι!
Εκνευριστήκατε;
«Έχει λιγότερα λεφτά ένας ζητιάνος
απ’ ό,τι εσείς σμαράγδια τρέλας».
Θυμηθείτε!
Η Πομπηία εχάθηκε
σαν ο Βεζούβιος θύμωσε.
Έι!
Κύριοι!
Εραστές
των ιεροσυλιών
των εγκλημάτων
των σφαγών -
είδατε
ότι το πιο παράξενο απ’ όλα –
είναι το πρόσωπό μου
όταν είμαι ήρεμος απολύτως;
Και ξέρω-
Το «Εγώ»
μου πέφτει λίγο.
Άλλος από μέσα μου θα ξεπεταχτεί.
Allo!
Ποιός είμαι;
Μαμά;
Μαμά!
Ο γιός σας είναι εξαιρετικά άρρωστος!
Μαμά!
Η καρδιά του φλέγεται!
Πείτε στις αδελφές μου, στη Λιούντα και Όλια, -
πως δε θα ξεφύγει πλέον.
Κάθε λέξη,
ακόμα κι αστεία,
που το καυτό του στόμα θα πει
σαν γυμνή πουτάνα θα πέσει
απ’ το φλεγόμενο μπουρδέλο.
Οι άνθρωποι ασφρίζονται-
μύρισε καμένο!
Κόσμος μαζεύτηκε.
Αστράφτουν!
Τα κράνη!
Όχι οι μπότες!
Πείτε στους πυροσβέστες:
στην φλεγόμενη καρδιά να πλησιάσουν τρυφερά.
Είμαι μόνος μου.
Τα δακρυσμένα μάτια μου κουβάδες θα γεμίσουν.
Στο πλάι σας αφήστε με να στηριχτώ.
Αδειάζω! Αδειάζω! Αδειάζω! Αδειάζω!
Σωριάστηκα.
Δεν την αδειάζεις την καρδιά!
Απ’ το καμένο πρόσωπο
απ’ τις ρυτίδες μέσα
καρβουνιασμένο προβάλλει ένα χαμόγελο.
Μαμά!
Να ψάλω δεν μπορώ.
Μεσ’ στης καρδιάς την εκκλησιά κλήρος λειτουργεί!
Καμένες λέξεων και αριθμών φιγούρες
απ’ το κρανίο φεύγουν,
σαν παιδιά που τρέχουν μακριά απ’ την πυρκαγιά!
Κι ο φόβος
απ’ τον ουρανό αφανίζεται
υψώνοντας
της «Λουζιτάνιας» τα φλεγόμενα χέρια.
Στο διαμέρισμα
όπου τρέμοντας οι άνθρωποι κάθονται ήσυχα
μια λάμψη εκατόφεγγη ορμά απ’ την προκυμαία.
Τελευταία κραυγή –
εσύ, τουλάχιστον,
πρόφτασε όσα λέω, εις τους αιώνες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: