Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

RAUL GOMEZ JATTIN



ΠΟΙΗΜΑΤΑ
(ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ)

Ο Ραούλ Γκόμες Χάτιν γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Σερετέ, ένα μικρό χωριό στη βόρεια Κολομβία. Ήταν γιος εύπορου δικηγόρου, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην παιδεία του γιου του, μυώντας τον από νωρίς σε κλασικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Η μητέρα του καταγόταν από τη Βηρυτό της Συρίας και διαδραμάτισε ξεχωριστό ρόλο στη ζωή του ποιητή, πράγμα που αντικατοπτρίζεται στην ποίησή του. Ο Χάτιν μετέβη σε ηλικία 21 ετών στην πρωτεύουσα, Μπογοτά, προκειμένου να σπουδάσει νομική. Εκεί, πέρα από τις σπουδές του, αφιερώθηκε και στην υποκριτική. Μετά από οκτάχρονη παραμονή στο Μπογοτά, διέκοψε τις σπουδές του κι επέστρεψε στο Σερετέ. Έκτοτε ζούσε στους δρόμους, εγκλείστηκε επανειλημμένα σε ψυχιατρικές κλινικές λόγω σχιζοφρένειας κι ήταν εξαρτημένος απ¢ τα ναρκωτικά. Στις 22 Μαΐου 1997 πέθανε στην Καρταχένα σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, καθώς έπεσε στις ρόδες λεωφορείου. Δεν έχει διευκρινιστεί αν πρόκειται για ατύχημα, ενόσω βρισκόταν ο ίδιος υπό την επήρεια ναρκωτικών ουσιών ή για αυτοκτονία. Σήμερα θεωρείται ένας απ¢ τους σημαντικότερους ποιητές της Κολομβίας.

Ο Χάτιν έχει συγκεκριμένο ποιητικό τρόπο, με τον οποίο είναι συνεπής βάσει της θεωρίας του για την ποίηση, τον ποιητή, τον κόσμο και τη φύση. Γράφει για το περιβάλλον, αλλά και για το άστυ. Η γλώσσα είναι γι¢ αυτόν εξέχον μέσο αποτύπωσης της ανθρώπινης καθημερινότητας, της ξεπεσμένης και πεζής, η οποία –ως τέτοια– πρωτίστως τον ενδιαφέρει. Αυτός είναι ο λόγος που και θεματολογικά αναζητεί οικεία μοτίβα: την αυλή του σπιτιού του, φίλους χωρικούς στις όχθες του Σινού, δέντρα μάγκο κοκ. Η δε αναφορά του στους προγόνους του δεν στοχεύει στην εξύμνηση ενός χαμένου παραδείσου, παρά στην κριτική.

Χρονολογικά, ο Ραούλ Γκόμες Χάτιν θα μπορούσε να καταταχθεί στη γενιά των «ξεριζωμένων» ποιητών ή, αλλιώς, των «τελευταίων ποιητών», ωστόσο η περίπτωσή του είναι ιδιάζουσα. Υπήρξε ποιητής και ταυτόχρονα ποιητική μορφή, μέσω της οποίας έβρισκε διέξοδο έκφρασης η αυτοκαταστροφική αγωνία ενός άνδρα εις αναζήτησιν του εαυτού του. Ποιητής sui generis, ο Χάτιν ξεχωρίζει για το αιρετικό του πνεύμα και την επανάστασή του απέναντι στη συντηρητική σκέψη που υποβίβαζε την ποίηση σε όχημα αποφυγής της πραγματικότητας, αντί για τη θεώρησή της ως μέσου σκέψης και προβληματισμού. Καταρρίπτει ταμπού, λογοτεχνικά και άλλα, γράφοντας ανοιχτά για ομοφυλοφιλικές σχέσεις κι όχι μόνο. Λάτρης ο ίδιος της σκανδαλώδους ζωής, έζησε μέσα στα ναρκωτικά, την τρέλα, τη διαύγεια και την ποίηση. Μόνο μέσω της τελευταίας μπορούσε να εξωτερικεύει τους φόβους και τη μοναξιά του, τα οποία τόσο βαθειά τον χαρακτήριζαν, αλλά και τον βασάνιζαν. Έτσι, η ποίηση συνιστούσε το λόγο ύπαρξής του κι ο Χάτιν την είχε επιλέξει συνειδητά εις άρσιν του εφήμερου.

Τα επιλεγμένα ποιήματα στο παρόν αφιέρωμα κινούνται γύρω από τους άξονες: αυτοαναφορά, έρωτας, ρίζες.











Ι. Αυτοαναφορά



1. Η διάψευση



Αχ, δύστυχοι γονείς

Πόση εξαπάτηση επέφερε στο ευγενές σας γήρας

ο γιος ο νεότερος, το στερνοπούλι,

κι ο πιο έξυπνος.

Αντί για σεβάσμιος δικηγόρος

ναρκομανής ξακουστός

Αντί για λατρευτός σύζυγος

γεροντοπαλίκαρο καχύποπτο

Αντί για παιδιά

κάμποσα ποιήματα ενδεή

Για ποια αμαρτία τρομερή να εξιλεώνεται

το ηλικιωμένο ετούτο ζεύγος το αξιότιμο; Αδύνατο να κατονομαστεί;

Βέβαιο είναι πως ο πατέρας τού μίλησε, παιδί ακόμα, για ελευθερία

Για τη σπουδαιότητα ενός Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Για το «Τραγούδι της βαθειάς ζωής»*

Δίχως να συνειδητοποιεί το τι διέπραττε





* Τίτλος ποιήματος του Πορφίριο Μπάρμπα Γιάκομπ



Desencuentros



Ah desdichados padres

Cuánto desengaño trajo a su noble vejez

el hijo menor

el más inteligente

En vez de abogado respetable

marihuano conocido

En vez del esposo amante

un solterón precavido

En vez de hijos

unos menesterosos poemas

¿Qué pecado tremendo está purgando

ese honrado par de viejos? ¿Innombrable?

Lo cierto es que el padre le habló en su niñez de libertad

De que Honoré de Balzac era un hombre notable

De la Canción de la vida profunda

Sin darse cuenta de lo que estaba cometiendo







2. Υπερασπίζοντας τον εαυτό μου



Πριν τα σκεπτικά του σπλάχνα κατασπαράξετε

Πριν τον προσβάλετε με λόγια και με έργα

Πριν τον εξοντώσετε

Αποτιμήστε τον τον τρελό

Την αναντίρρητή του κλίση στην ποίηση

Το δέντρο του που μεγαλώνει γύρω απ¢ το στόμα

Με τις ρίζες πλεγμένες στα ουράνια.

Αυτός μας αντιπροσωπεύει ενώπιον του κόσμου

με την επώδυνη ευαισθησία του σαν σε γέννα.



Me defiendo



Antes de devorarle su entraña pensativa

Antes de ofenderlo de gesto y palabra

Antes de derribarlo

Valorad al loco

Su indiscutible propensión a la poesía

Su árbol que le crece por la boca

con raíces enredadas en el cielo.

El nos representa ante el mundo

con su sensibilidad dolorosa como un parto.



3. Έκκληση



Οι κάτοικοι του τόπου μου

άνθρωπος λεν πως είμαι

ανυπόληπτος κι επικίνδυνος

Και δεν έχουν κι άδικο

Ανυπόληπτος κι Επικίνδυνος

Έτσι με κατάντησαν η ποίηση κι ο έρωτας

Αξιότιμοι κύριοι συμπολίτες

Μείνετε ήσυχοι

καθώς μόνο εμένα

συνηθίζω να βλάπτω.



Conjuro



Los habitantes de mi aldea

dicen que soy un hombre

despreciable y peligroso

Y no andan muy equivocados

Despreciable y Peligroso

Eso ha hecho de mi la poesía y el amor

Señores habitantes

Tranquilos

que sólo a mí

suelo hacer daño.





4. Προσευχήσου ό,τι ξέρεις



Ω Θεέ μου

Εσύ που δεν υπάρχεις

είσαι τυχερός

μην έχοντας να προσέχεις

ολόκληρο τ´ανθρώπινο το γένος

Εγώ αντιθέτως

κάθε μέρα πεθαίνω

Με τον πόνο του τρελού

που οι άλλοι καταστρέφουν

Πεθαίνω με το ζητιάνο

Υποφέρω με τον ερωτευμένο

Υποφέρω

Με τη γυναίκα υπό περιορισμόν

σε ένα καταγώγιο

Θρηνώ

κι είμαι πάλι μόνος

να τρώω το ξερό ψωμί της ξενιτιάς

μέσα σε τόσον κόσμο

που φορές-φορές αγαπώ.



Reza lo que sepas



Oh Dios

Tú que no existes

eres afortunado

de no tener que cuidar

todo el género humano

En cambio yo

muero cada día

Con el dolor del loco

que destruyen los otros

Con el mendigo muero

Con el enamorado sufro

Sufro

Con la mujer confinada

en un bar musical

Lloro

y vuelvo a estar solo

a comer el agrio pan del exilio

entre tanta gente

que a veces amo.







El Dios que adora



Soy un dios en mi pueblo y mi valle

no porque me adoren sino porque yo lo hago,

porque me inclino ante quien me regala

unas granadillas o una sonrisa de su heredad.

O porque voy donde sus habitantes recios

a mendigar una moneda o una camisa y me la dan.

Porque vigilo el cielo con ojos de gavilán

y lo nombro en mis versos.

Porque soy solo.

Porque dormí siete meses en una mecedora

y cinco en las aceras de una ciudad.

Porque a la riqueza miro de perfil

mas no con odio.

Porque amo a quien ama.

Porque sé cultivar naranjos y vegetales aún en la canícula.

Porque tengo un compadre

a quien le bauticé todos los hijos y el matrimonio.

Porque no soy bueno de una manera conocida.

Porque no defendí al capital siendo abogado.

Porque amo los pájaros y la lluvia

y su intemperie que me lava el alma.

Porque nací en mayo.

Porque sé dar una trompada al hermano ladrón.

Porque mi madre me abandonó

cuando precisamente más la necesitaba.

Porque cuando estoy enfermo

voy al hospital de caridad.

Porque sobre todo respeto sólo al que lo hace conmigo,

al que trabaja cada día un pan amargo y solitario y disputado

como estos versos míos que le robo a la muerte.





6. Περί αυτού που είμαι



Σ¢ αυτό το σώμα

όπου ήδη η ζωή νυχτώνει

ζω εγώ

Στομάχι πλαδαρό, η κεφαλή γυμνή

Λίγα δόντια

Και μέσα εγώ

σαν κατάδικος

Είμαι μέσα κι ερωτευμένος είμαι

κι είμαι γέρος

Τον πόνο μου ερμηνεύω με την ποίηση

και το αποτέλεσμα ιδιαιτέρως οδυνηρό

φωνές που αναγγέλουν: ιδού, οι φόβοι σου καταφθάνουν

Φωνές σπασμένες: ήδη περάσαν οι μέρες σου

Η ποίηση είναι η μόνη σύντροφος

συνήθισε στις μαχαιριές της

γιατί είναι η μόνη



De lo que soy



En este cuerpo

en el cual la vida ya anochece

vivo yo

Vientre blando y cabeza calva

Pocos dientes

Y yo adentro

como un condenado

Estoy adentro y estoy enamorado

y estoy viejo

Descifro mi dolor con la poesía

y el resultado es especialmente doloroso

voces que anuncian: ahí vienen tus angustias

Voces quebradas: ya pasaron tus días

La poesía es la única compañera

acostúmbrate a sus cuchillos

que es la única







7. Πουλί



Στο φρενοκομείο περνώ

μέρος της ζωής μου

Εκεί με τον ήλιο ξυπνώ

και γράφω κάθε τόσο

τους φόβους και τον πόνο μου

Δίχως φόβους μήτε πόνο

αταραξία του πνεύματος

Μέσα της η καρδιά μου

σαν πεταλούδα

λάμπει στο φως

και σκοτεινιάζει σαν πουλί

τα σίδερα σαν νιώσει

της φυλακής του.



Pájaro



En la clínica mental vivo

un pedazo de mi vida.

Allí me levanto con el sol

y entre tanto escribo

mi dolor y mi angustia.

Sin angustias ni dolores

ataraxia del espíritu

en que mi corazón

como una mariposa

brilla con la luz

y se opaca como un pájaro

al darse cuenta

de los barrotes que lo encierran.





ΙΙ. Έρωτας



8. Το τραγούδι ενός έρωτα ειλικρινούς



Υπόσχομαι αιώνια να μην σε αγαπάω,

ούτε πιστός ως το θάνατο να σου είμαι,

ούτε χέρι-χέρι να πηγαίνουμε,

ούτε με ρόδα να σε ραίνω,

ούτε πάντα με πάθος να σε φιλώ.

Ορκίζομαι ότι θα υπάρχουν λύπες,

προβλήματα θα υπάρχουν και διενέξεις∙

και άλλες γυναίκες θα κοιτάξω,

και άλλους άντρες θα κοιτάξεις,

ορκίζομαι πως για ¢μένα τα πάντα δεν είσαι

ούτε ο ουρανός μου, ούτε ο μόνος λόγος μου να ζω,

αν και, πού και πού, μου λείπεις.

Υπόσχομαι να μην σε ποθώ παντοτινά

κάποτε η πηγή σου θα με κουράζει

κι εσένα θα κουράζει το δικό μου μέλος

και τα μαλλιά σου κάποτε

το πρόσωπό μου θα ενοχλούν

Ορκίζομαι ότι στιγμές θα υπάρχουν

που μίσος αμοιβαίο θα μας μεθά

και σε όλα ένα τέλος να τεθεί θα θέλουμε

κι ίσως όντως να τεθεί,

μα σου λέω ακόμα πως θ¢ αγαπηθούμε

θα δημιουργήσουμε, θα μοιραστούμε.

Με πιστεύεις, τώρα, πως σ¢ αγαπώ;



Canción del Amor Sincero



Prometo no amarte eternamente,

ni serte fiel hasta la muerte,

ni caminar tomados de la mano,

ni colmarte de rosas,

ni besarte apasionadamente siempre.

Juro que habrá tristezas,

habrá problemas y discusiones

y miraré a otras mujeres

vos mirarás a otros hombres

juro que no eres mi todo

ni mi cielo, ni mi única razón de vivir,

aunque te extraño a veces.

Prometo no desearte siempre

a veces me cansaré de tu sexo

vos te cansarás del mío

y tu cabello en algunas ocasiones

se hará fastidioso en mi cara

Juro que habrá momentos

en que sentiremos un odio mutuo,

desearemos terminar todo y

quizás lo terminaremos,

mas te digo que nos amaremos

construiremos, compartiremos.

¿Ahora si podrás creerme que te amo?





9. Έρωτας της πλάνης



Μέρος έχω κλέψει του κορμιού και της ψυχής σου

Μια παγίδα στις αναμνήσεις έχω στήσει

μιας κι εδώ σε ενθυμούμαι Θυμάσαι αγάπη μου;

Ο ουρανός της νύχτας σχεδόν θα ¢λεγες μπλε πλησιάζει

ανάμεσα στα ματόκλαδά σου Νύχτα γεμάτη ματόκλαδα

Κάποτε έφτασα ως το ορεινό βασίλειό σου

δηλητηριασμένος από μανιτάρια και λύπες πολύ λυπητερές

Κι οραματίστηκα τη μορφή σου ψηλή και λυγερή

ιππεύοντας ένα άλογο από σύννεφα Έπειτα

Ερχόσουν το απόγευμα από το Ρετίρο ντε λος Ίντιος

στη λευκή σου άμαξα ενώ εγώ πεζός

στο δρόμο Σαν υπνοβάτης

Χαμογελάς από μακριά

σαν στα δόντια σου ανάμεσα να είχες την καρδιά μου

Οι λέξεις μου θάνατο αφαιρούν απ¢ τη ζωή σου

Σε αυτό το βιβλίο μέσα ζεις αν και σε φοβάμαι

Αν και ίσα που ανταλλάξαμε δυο κουβέντες

Μα τόσο εγώ σε αγαπώ όσο πάντα

Τόσο όσο μπορείς να φανταστείς

Κι είμαστε τόσο μακριά

Όσο ο ήλιος απ¢ τη θάλασσα



El amor brujo



He robado parte de tu cuerpo y de tu alma

Le he tendido una celada a los recuerdos

que aquí te recuerdo ¿Recuerdas amor?

El cielo de la noche casi azul se asoma

entre tus pestañas Noche vibrátil

Una vez me fui hasta tu regió de monte

enfermo de hongos y tristezas muy tristes

Y aluciné con tu imagen alta y flexible

galopando un caballo de nube Luego

Venías por la tarde desde el Retiro de los Indios

en tu carruaje blanco y yo iba a pie

por la carretera Como un sonámbulo

Sonríes desde lejos como si masticaras

mi corazón entre tus colmillos

Mis palabras le quitan a tu vida muerte

Vives en este libro aunque te tengo miedo

Aunque apenas si hemos hablado

Pero te amo tanto como siempre

Tanto como puedas imaginar

Y estamos lejos

Como el sol del mar





10. Ούτε καν μια νύχτα γλυκειά



Εκείνος ο έρωτας του πυρετού και του βασάνου

Εκείνο το αίσθημα εκκρεμούς απ¢ το φεγγάρι

ανάμεσα στις φοινικιές Μήπως κι εκείνο

οιωνούς μου φέρει του σώματός σου Μάταια όμως

Μα ήμουν υπερβολικά ασθενικός για ν¢ αντέξω

το χάδι της απαλότητάς σου Δε θα γνώριζες σε ¢μένα

παρά το ρίγος ενός ποιητή και του θανάτου του

Εκείνος ο τρόμος να κοιταχτούμε στα μάτια δεν ήταν άσκοπος

Ήσουν ντυμένος έναν κόσμο άλλο Ήσουν μακριά

προπάντων όταν σε αγαπούσα Όταν ήμουν

για ¢σένα όπως το σύννεφο στον καθρέφτη πάνω του νερού

Μέσα του μα μακριά Στα σπλάχνα

μιας πραγματικότητας επινοημένης και φευγαλέας

Ήταν ωραίο με τρόπο απόλυτο γιατί δεν άγγιξα—

το σώμα σου αν και το θέλαμε κι εσύ κι εγώ

Μα πριν τον πόθο μου υπήρχε το μέλλον μου

Υπήρχες εσύ πριν τον πόθο μου για ¢σένα

πριν τον πόθο υπήρχε ο έρωτας

Πριν τον έρωτα υπήρχε η ζωή και το κακό

Εκείνον τον έρωτα που δεν του δόθηκε μια νύχτα

Ούτε καν μια νύχτα γλυκειά αγάπη μου



Ni siquiera una dulce noche



Aquel amor de fiebre y de tormento Aquel estar

pendiente de la luna entre los cocoteros Por si ella

me traía presagios de tu cuerpo Pero en vano

Pero estaba demasiado enfermo para soportar

la intimidad de tus caricias No hubieras conocido

en mí sino el temblor de un poeta y de su muerte

Aquel temor de mirarnos a los ojos no era vano

Estabas revestido de otro mundo Estabas lejos

Sobre todo cuando yo te amaba Cuando era

de ti como la nube en el reflejo del agua

Dentro pero lejos Dentro en el vientre

de una realidad inventada y fugaz

Era íntegramente bello porque no toqueteé;

tu cuerpo aunque tú lo querías y yo también

Pero antes de mi deseo estaba mi futuro

Estabas tú antes de mi deseo de ti

antes que el deseo estaba el amor

Antes que el amor estaba la vida y la maldad

Aquel amor que no tuvo una noche

Ni siquiera una dulce noche amor mío





11. Στα όρια του χυδαίου



Να μπορούσες ν¢ ακούσεις τις λέξεις που προφέρω στο μαξιλάρι

Θα άξιζε μόνο και μόνο για το ρόδισμα στο πρόσωπό σου

Είναι λέξεις τόσο προσωπικές, όσο η ίδια μου η σάρκα

που υποφέρει απ¢ τον πόνο της αμείλικτης ανάμνησής σου

Σου λέω λοιπόν Εντάξει; Δε θα μ¢ εκδικηθείς μια μέρα; Μονολογώ:

Αργά θα φιλούσα εκείνο το στόμα έως ότου γίνει κόκκινο

Και στην πηγή σου το θαύμα ενός χεριού που χαμηλώνει

την πιο ανέλπιστη στιγμή και σαν από σύμπτωση

την αγγίζει μ¢ εκείνη τη ζέση που μόνο τα άγια εμπνέουν

Δεν είμαι τιποτένια προσπάθεια αποπλάνησής σου

πασχίζω να ¢μαι ειλικρινής μες στην αρρώστια μου

και να εισχωρήσω στου κορμιού σου τη μαγεία

σαν ποταμός που τρέμει τη θάλασσα,

μα πάντα μέσα της πεθαίνει.



Casi obsceno



Si quisieras oír lo que me digo en la almohada

el rubor de tu rostro sería la recompensa

Son palabras tan íntimas como mi propia carne

que padece el dolor de tu implacable recuerdo

Te cuento ¿Sí? ¿No te vengarás un día? Me digo:

Besaría esa boca lentamente hasta volverla roja

Y en tu sexo el milagro de una mano que baja

en el momento más inesperado y como por azar

lo toca con ese fervor que inspira lo sagrado

No soy malvado trato de enamorarte

intento ser sincero con lo enfermo que estoy

y entrar en el maleficio de tu cuerpo

como un río que teme al mar,

pero siempre muere en él.





12. Οι ποιητές αγάπη μου…



Οι ποιητές —Αγάπη μου—

είναι άνθρωποι τρομεροί είναι

τέρατα μοναξιάς —να τους αποφεύγεις

πάντα— την αρχή κάνοντας με ¢μένα.

Οι ποιητές —Αγάπη μου—

είναι για να τους διαβάζεις.

Μα μη δίνεις σημασία

στο τι κάνουν στη ζωή τους.





Los poetas amor mio…



Los poetas —Amor mío— son

unos hombres horribles unos

monstruos de soledad —evítalos

siempre— comenzando por mí.

Los poetas —Amor mío— son

para leerlos. Mas no hagas caso

a lo que hagan en sus vidas.





13. Εκείνη παραπονιέται



Άντρας θα ¢θελα να ¢μουν

για να σε κυριεύσω

Ραπίσματα να μας ραπίσω σε σχήμα τρυφερότητας

και πίστης

Μάστορα μπότες να φορέσω

και γυμνό να σε ιππεύσω

υπό την απειλή ενός όπλου

Μα εγώ

Γυναίκα

Μια απλή γυναίκα

Τι το αξιομνημόνευτο να κάνω

για την προέλαση ενός έρωτα;



Ella se lamenta



Me hubiera gustado ser varón

para poseerte

Para darnos trompadas en señal de ternura

y de fidelidad

Para ponerme las botas de capataz

y cabalgarte desnudo

Para amenazarle con un revólver

Pero yo

Una mujer

Una simple mujer

¿Qué puede hacer de memorable

en la prosecución de un amor?





14 . Πιθανό πορτρέτο του Κ.Π.Καβάφη

στα 19 του χρόνια



Τη νύχτα αυτή σε τρεις τελετές επικίνδυνες θα βυθιστεί

Τον έρωτα μεταξύ ανδρών

Το κάπνισμα ναρκωτικών

Και τη σύνθεση ποιημάτων



Αύριο θα σηκωθεί περασμένο μεσημέρι

Με τα χείλη τσακισμένα

Κόκκινα τα μάτια

Κι άλλη μια κόλλα για εχθρό



Θα πονούν τα χείλη απ¢ τα τόσα τα φιλιά

Θα καίνε τα μάτια σαν καύτρες τσιγάρων

Κι εκείνο το ποίημα ούτε καν θα αρθρώνει τον πόνο του



Un Probable Constatino Cavafis A Los 19



Esta noche asistirá a tres ceremonias peligrosas

El amor entre hombres

Fumar marihuana

Y escribir poemas

Mañana se levantará pasado el mediodía

Tendrá rotos los labios

Rojos los ojos

y otro papel enemigo

Le dolerán los labios de haber besado tanto

Y le arderán los ojos como colillas encendidas

Y ese poema tampoco expresará su llanto





ΙΙΙ. Ρίζες



15. Λόλα Χάτιν



Πιο πέρα απ¢ τη νύχτα που τρεμοσβήνει στα παιδικά τα χρόνια

Πιο πέρα ακόμη κι από την πρώτη μου ανάμνηση

Βρίσκεται η Λόλα –η μητέρα μου- εμπρός σ¢ έναν καθρέφτη

πουδράροντας το πρόσωπό της και τα μαλλιά της φτιάχνοντας

Ήδη πάνε τριάντα χρόνια που ¢ναι όμορφη και δυνατή

κι ερωτευμένη με τον Χοακίν Πάμπλο –το γέρο μου-

Αγνοεί πως στην κοιλιά της κρύβομαι για τη στιγμή

που η δυνατή ζωή της τη δύναμη χρειαστεί της δικής μου ζωής

Πιο πέρα από τα δάκρυα ετούτα που το πρόσωπό μου διασχίζουν

από τον αβάσταχτο πόνο τους που μοιάζει με γροθιά

βρίσκεται η Λόλα –η νεκρή– ακόμα σφριγηλή και ζωντανή

καθισμένη στο μπαλκόνι αγναντεύοντας τα φώτα

καθώς το αεράκι της ανακατεύει

τα μαλλιά κι εκείνη πάλι τα μαζεύει

με κάτι ανάμεσα σε ρέμβη και ραστώνη

Πιο πέρα από ετούτη τη στιγμή που πέρασε ανεπιστρεπτί

βρίσκομαι κρυμμένος εγώ στη ροή ενός χρόνου

που πολύ μακριά με παίρνει και που τώρα τον διαισθάνομαι

Πιο πέρα από ετούτον τον στίχο που μυστικά με σκοτώνει

βρίσκεται το γήρας –ο θάνατος– ο ακούραστος χρόνος

όταν οι δυο αναμνήσεις, της μητέρας μου κι εμένα,

μια και μόνο ανάμνηση γίνουν: ετούτος ο στίχος



Lola Jattin



Más allá de la noche que titila en la infancia

Más allá incluso de mi primer recuerdo

Está Lola - mi madre - frente a un escaparate

empolvándose el rostro y arreglándose el pelo

Tiene ya treinta años de ser hermosa y fuerte

y está enamorada de Joaquín Pablo - mi viejo -

No sabe que en su vientre me oculto para cuando necesite

su fuerte vida la fuerza de la mía

Más allá de estas lágrimas que corren en mi cara

de su dolor inmenso como una puñalada

está Lola - la muerta - aún vibrante y viva

sentada en un balcón mirando los luceros

cuando la brisa de la ciénaga le desarregla

el pelo y ella se lo vuelve a peinar

con algo de pereza y placer concertados

Más allá de este instante que pasó y que no vuelve

estoy oculto yo en el fluir de un tiempo

que me lleva muy lejos y que ahora presiento

Más allá de este verso que me mata en secreto

está la vejez - la muerte - el tiempo incansable

cuando los dos recuerdos: el de mi madre y el mío

sean sólo un recuerdo solo: este verso





16. Γιαγιά εξ Ανατολής



Για εκείνην τη γιαγιά την ονειρεμένη

την ερχόμενη από Κωνσταντινούπολη

Για εκείνην τη γυναίκα την αδίστακτη

που το ψωμί μου καρπωνόταν

Για εκείνο το τέρας το μυθολογικό

με μια κοιλιά φουσκωμένη

σαν γιγάντια κολοκύθα

Όντας παιδί τη μίσησα

Κι όμως επιστρέφει

ετούτη τη μοιραία νύχτα

μ¢ έναν αέρα ομορφιάς

Θα υπάρχει λόγος που λένε

ότι ο χρόνος γιατρεύει σχεδόν τα πάντα

Επιστρέφει με πληγές στην ψυχή

απ¢ τη φυγή της απ¢ το χαρέμι

με το «να πάρει» σε γλώσσα αραβική κι ισπανική

Με τη μοναξιά της μες σ¢ αυτές τις δυο γλώσσες

Κι εκείνη την ακαθόριστη λάμψη στην πλάτη

απ¢ την ψηλή της Συρίας κορφή



Abuela Oriental



A esa abuela ensoñada

venida de Constantinopla

A esa mujer malvada

que me esquilmaba el pan

A ese monstruo mitológico

con un vientre crecido

como una calabaza gigante

Yo la odié en niñez

Y sin embargo vuelve

en esta noche aciaga

con algo de hermosura

Por algo se dice

que con el tiempo uno perdona casi todo

Vuelve con sus cicatrices en el alma

de fugada de un harén

con sus "mierda" en árabe y en español

Con su soledad en esos dos idiomas

Y ese vago destello en su espalda

de alta espiga de Siria



Raul Gomez Jattin



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: