Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 25 Αυγούστου 2012

ΑΡΧΙΤΕΚΤΩΝ


Πίσω από την πλάτη σου η πόλη αλλάζει,

στον ουρανό αιωρείται ένας γερανός
προκατασκευασμένα στοιχεία.

Η γραβάτα σκίζει στα δυο το άσπρο πουκάμισο του αρχιτέκτονα,
τα ζεύγη των άκρων του και τα μεμονωμένα όργανα  του σώματος,
δύο λωρίδες, αριστερή και δεξιά.

Εσύ και εγώ επακριβώς σχεδιασμένοι.
Ακόμη και τώρα στην άκρη ενός χάρακα.

Η πόλη συρρικνώνεται, ένας φράχτης
υψώνεται γύρω από τον άδειο χώρο,
με τα παιδιά πίσω του, να κάθονται
τρέμοντας από φόβο μήπως τα ανακαλύψουν.
    

***
Μια σκέψη παραδέρνει στο δωμάτιο,
κάθε φορά που προσπαθώ να θυμηθώ το όνομά σου
στραβολαιμιάζω κρυφοκοιτάζοντας από το παράθυρο:
οι άνθρωποι εκεί κάτω, οι δρόμοι,
ευθύγραμμη λαχτάρα του αρχιτέκτονα.

***
    
Όλη τη νύχτα το τρίξιμο του χαρτιού
σαν βήχας που αποζητάει την προσοχή.
Το σχέδιο του αρχιτέκτονα ξεχειλίζει από τις άκρες,
το δωμάτιο σκοτεινιάζει σαν δάσος.

Μοιάζει να υπάρχει κάποια τάξη,
λέει, και κοιμάται όπως η λεωφόρος.

***
Κάθεται ανάμεσα σε πατάτες και κρεμμύδια
σε ένα υγρό υπόγειο κελάρι,
φαντάζεται, κυκλωμένος από πέτρα,
πώς είναι να είσαι πλασμένος από χώμα.
Έχει σχεδιάσει το παράθυρο να αγγίζει το ταβάνι.

Γυαλί, σαν φεγγάρι δίχως φως - αδύνατο.
Απλά έχει κουλουριαστεί, με τα γόνατα κάτω από τοσαγόνι,
δίχως να προσέχει πόσο όμορφα ζαρώνει το παντελόνι του στο γόνατο,
μόνο σκέφτεται τα πουκάμισα
με τα καλοσιδερωμένα κολάρα τους μέσα στο σκοτάδι του ντουλαπιού.
   

***
   
Στην άκρη του δάσους,
πώς μπορεί κάτι τέτοιο ξαφνικά να αρχινά και να τελειώνει,
τόσο όμορφο κι εκεί που υπάρχουν κλαδιά και εκεί που λείπουν,
και θα μπορούσα σχεδόν να ακούσω την αναπνοή του αρχιτέκτονα,
αλλά εκείνος γύρισε να κοιτάξει τον αυτοκινητόδρομο
που υψώθηκε πάνω από τα δέντρα σαν ουράνιο τόξο.
   

***
   
Κοιμόμαστε αντικριστά, εγώ και ο κύριος Α.
Εκείνος ποτέ δεν τρεμοπαίζει βλέφαρο, ποτέ δεν κοιμάται,
πόλεις πρέπει να κατασκευαστούν,
χόρτο να μεταφερθεί από τόπο σε τόπο,
δεν ξέρει πώς να επιλέξει μεταξύ ήλιου και σελήνης,
δεν ξέρει πώς να επιλέξει, στο χαρτί
κι ενώνει δίχως ραφές νύχτα και μέρα.
Θα χρειαστούν τουλάχιστον εκατό άνδρες, ο ίδιος αριθμός
μπλε φόρμες κάτω από το γαλάζιο του ουρανού.
Πέφτουμε για ύπνο μέσα στις βλαστήμιες των εργατών.

Όταν ξεκουράζεται, τα αντικείμενα είναι λευκά και άψυχα,
αργοπίνει ένα φλιτζάνι καφέ, και το χρώμα αρχίζει σταδιακά να μπαίνει στην κυκλοφορία του.
   

***
     
Λέει μια λέξη κάθε φορά και
μια πολυκατοικία υψώνεται
από το σκιερό γρασίδι,
βόμβος από φτερά εντόμων
και το δωμάτιο εγκαθίσταται στους τοίχους του.

Ανοιγοκλείνω το παράθυρο,
εκείνος μιλάει μέσα από το τζάμι χωρίς επιτυχία,
η κίνηση του χεριού του που σχεδιάζει σταμάτησε
στο ορόσημο του σκοταδιού με το σκοτάδι.

Τον αγκαλιάζω, είναι απρόσωπος και κενός, αφήνει
ένα ίχνος επάνω μου πολύ μικρότερο από τονίδιο.
   

***
   
Με τα χέρια του στις άκρες του χαρτιού μου ζητά
να τον σχεδιάσω μονοκοντυλιά
και να μη φοβηθώ.
Λέγοντάς το, παίρνει μια στάση
που δεν αναγνωρίζω

Σκέφτομαι το νερό που ξαφνικά πλημμυρίζει τους πνεύμονες,
νερό που εισπνέεις ασυνείδητα

ποια είναι άραγε τα όριά του; τον έχω παρατηρήσει
προσεκτικά καθώς κινείται στο δωμάτιο -
ακίνητη εγώ δεν μπορώ να ισχυριστώ

ότι εκείνος μένει ακίνητος στον ουρανό για να με εκνευρίσει
ο γερανός κινείται στο ύψος των ώμων του,
διαβάζει φωναχτά ένα εγχειρίδιο για απαστράπτουσες κυλιόμενες σκάλες

Σήμερα κρατά κάποια χωράφια
ανάμεσα στον αντίχειρα και τον δείκτη του

λέει πως είναι ανεμοδαρμένοι και ομιχλώδεις τόποι.
   
***
   
Τα πάντα είναι έτοιμα και τα σχέδιά σου δεν είναι απαραίτητα
η βρύση στάζει στο άδειο δωμάτιο
ζούμε στο ύψος των δέντρων
αισθάνομαι άσχημα
σαν να περιμέναμε τη βροχή

Κοίτα τι έκανες
σχεδίασες με την ακρίβεια παθολόγου
ένα μονοπάτι στο στήθος μου με το νύχι σου
και γέλασα μέχρι που τα πάντα θρόισαν
τώρα η πόλη είναι λεπτομερώς αρχειοθετημένη
και χωράει μέσα στα χέρια σου

Έξω στο φεγγαρόφωτο όλα είναι έτοιμα
το αδειανό πάρκο, το στόμα του αγάλματος
είναι μαύρο και ξηρό

η λαμαρινένια στέγη αντανακλά στον ουρανό την εικόνα του.
  

***
     
Απλώνεις τον χάρτη, εδώ όπου βρισκόμαστε τώρα. Γύρω από τους
καθεδρικούς σπανίως είναι απάνεμα, πρέπει
να κρατιέσαι και με τα δύο χέρια. Ο άνεμος δεν πέφτει, και
μια πόλη αιωρείται πάνω από την πόλη, μια μινιατούρα
στην οποία περιπλανηθήκαμε, πόσο μικροί είμαστε εδώ, εδώ όπου βρισκόμαστε
τώρα.
   

***
   
Οι καρτ ποστάλ με τα μεγαλύτερα αριστουργήματατης αρχιτεκτονικής
αγνοούν τους ανθρώπους, την
παροδικότητά τους, ένα μαντήλι που κυματίζει στον άνεμο.
Αναποδογυρίζεις την κάρτα που λέει: Χαιρετισμούς.
Βρεθήκαμε κι εμείς εδώ. Δώστε στον Αζόρ ένα χάδι εκ μέρους μας. 



Μετ. ΕΚΕΜΕΛ / Χρήστος Χρυσόπουλος




H Sanna Karlstrom Γεννήθηκε στην Kokkola της Φινλανδίας και τώρα ζει στο Ελσίνκι. Σπούδασε δημιουργική γραφή στην Ακαδημία Topelius, και έχει μελετήσει, επίσης, λαογραφία και αισθητική στα Πανεπιστήμια Jyväskylä και Ελσίνκι. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές πιο πρόσφατα: Harry Harlow's rakkauselämät. Δουλειά της έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, ρωσικά, εσθονικά, γερμανικά και της σουηδικά, και έχει ανθολογηθεί ευρύτατα. Έχει κερδίσει διάφορα βραβεία, συμπεριλαμβανομένου του βραβείου Helsingin Sanomat 2004 για το πρώτο της βιβλίο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: