Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

ο φάρος



ότι απέμεινε από το Καλοκαίρι,

λίγος φώσφορος
κρυμμένος
πίσω από τα πρησμένα μάτια
των ψαριών,
μια μονοσύλλαβη περίπολος
στις σκοπιές
των τελευταίων ακρωτηρίων
κι αυτός ο τυφλός φάρος
που παραγνωρίζει τις σκιές
φωνάζοντας
μια τ΄ όνομά σου
και μια το δικό μου.

Από: http://verbaobscura.blogspot.gr


Ο Κόσμος Της Κυρίας ΛΙΛΙΑΝ ΜΠΟΥΡΑΝΗ




Πετώντας το νόμισμα στον αέρα, διακινδυνεύεις ταυτόχρονα τις δύο του όψεις. Η μια όψη, η ζωή και το βίωμα. Η άλλη όψη το φαντασιακό ως πραγματικότητα και η ουτοπία ως η ουσιώδης εκδοχή της ύπαρξης. Εναλλάσονται αυτές οι δυο όψεις στον αέρα και κρατάς την ανάσα σου καθώς ό,τι στοχαστικό εμπεριέχεται στην κίνηση αυτή, ανεπανόρθωτα και ντετερμινιστικά καθιζάνει στο χώμα της πραγματικής μας ζωής. Γιατί το χώμα είναι η μία ορίζουσα. Και η πτήση του νομίσματος είναι το πέταγμα, ο άλλος ορίζοντας. Και η ποίηση της κυρίας Μπουράνη είναι ο διττός χαρακτήρας της ζωής: έρωτας και θάνατος. Μια τεφροδόχος διακοσμημένη με ερωτικές παραστάσεις, μια κόκκινη γραμμή χαραγμένη από την ήβη μέχρι το στέρνο, ένα στιχολόγημα στο κομποσκίνι από ναι και όχι.
Ο κόσμος της κυρίας Λίλιαν Μπουράνη είναι ένας κόσμος κοίλος. Συμπαγές μέταλλο και κενό απερίγραπτο ταυτόχρονα. Ένας κόσμος που μιλά με τον θάνατο, η παρουσία του θανάτου είναι συνεπής με την απουσία και το κενό. Ο κόσμος είναι ένα δοχείο πληρωμένο με την απουσία, πληρωμένο με την παρουσία. Κι ανάμεσα σ΄ αυτά τα δυό, ο διάπλους μιας θάλασσας, χάρτινα μικρά βαρκάκια στην σειρά, ταξίδι ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Κι αν κάποτε η θλίψη βαραίνει, κι αν κάποτε μια λύπη τρωκτική σπαράζει πίσω από τις λέξεις, ο κόσμος της κυρίας Λίλιαν Μπουράνη δεν είναι κόσμος λυπημένος. Είναι ένας κόσμος προσώπων. Ακόμη και ο απών ζει, αναπνέει μέσα στις λέξεις της. Του συγχωρείται ακόμη και η απουσία, του συγχωρείται η φυγή, η ίδια η ζωή συγχωρείται ως αγαπημένη ερωμένη.
Όσο κι αν η κυρία Μπουράνη γράφει σε ένα πρώτο πρόσωπο, αναγνωρίζει κανείς το πλήθος των προσώπων που τα λόγια τους γράφει για λογαριασμό τους το ποιητικό υποκείμενο. Το πλήθος των εαυτών, ίσως. Όμως, καταφέρνει να είναι απλή, συμπαγής και επιδέξια χορευτική στη διάθεση, ακόμη και στη ζειμπέκικη λύπη της. Λόγια, λέξεις που ποτέ δεν είναι μονόλογος ακόμη κι όταν επί της ποιητικής σκηνής, ακόμη κι όταν στη σελίδα φαίνεται να κατοικεί η πιο εγωτική εκδοχή της ερωτευμένης ποιήτριας. Η ποίηση της κυρίας Μπουράνη ακόμη κι όταν γίνεται σπαρακτική, είναι ένα σκηνικό πάνω από το οποίο αναλύεται ο εαυτός στα πολλαπλά του πρόσωπα κι ύστερα συντίθεται ολόκληρος ο κόσμος. Άλλοτε η ποιήτρια με τον μισθοφόρο στρατό των λέξεων και το ποίημα το αιχμηρό, άλλοτε η γυναίκα, άλλοτε η κόρη, άλλοτε η χρονομέτρης της ίδιας της της ζωής. Και πάντα, ή σχεδόν πάντα: ο άλλος. Όχι απέναντι! Μέσα. Συγκάτοικος του ίδιου κόσμου. Ως ξένος, ως εραστής, ως ερωτικό αντεικέιμενο, ως φυγή, ως καταφύγιο, ως βλέμμα, ως ανάγνωση, ως κίνηση στην ακινησία και ως ήχος στην πιο βαθιά σιωπή. Αν θα μπορούσε κανείς να σκηνογραφήσει τούτη την θεατρικότητα των λέξεων με τα τόσα πρόσωπα που εναλλάσσονται στις σελίδες, θα όφειλε να σχεδιάσει μια θλιμμένη πόλη, μια νυχτερινή πόλη όπως θα φαινόταν από ένα δωμάτιο με χίλια παράθυρα. Κάθε παράθυρο κι ένα ποίημα, κάθε ποίημα κι ένα βλέμμα. Δεν είναι χαρούμενη η θέα από τα παράθυρα, δεν είναι χαρούμενος ο κόσμος που αγναντεύει η κυρία Λίλιαν Μπουράνη. Επειδή καταφανώς δεν της ταιριάζει. Ότι της ταιριάζει είναι οι πράξεις που διαδραματίζονται στην μικροκλίμακα του αισθήματος και της αισθητικής. Ένα θεατρικό έργο παιγμένο από τους ηθοποιούς στα κλαδιά ενός μπονσάι ή σε ένα ενυδρείο, σε ένα δωμάτιο λαϊκό με τον ζεϊμπέκικο ρυθμό, σε ένα αμάξι με τα τζάμια θολωμένα, σε μια εγκοπή, σε μια χαραμάδα του κόσμου. Πώς καταφέρνει σε τούτα τα κβάντα του χώρου να φυτρώνει τόσα παράθυρα, τόσα βλέμματα; Μάλλον, αυτή είναι η δουλειά του ποιητή.

Όλα αυτά τα πρόσωπα διαλέγονται, σπαράζουν, φεύγουν κι έρχονται, ηττώνται, πάντα ηττώνται, ακόμη κι ο νικητής-άλλος ηττάται και πνίγεται στο κόκκινο αίμα της, όλοι ηττώνται. Όμως, παρά τον σπαραγμό και την λύπη που τυλίγει σαν ομίχλη μερικά ποιήματα, παρά τον στίλβοντα ερωτισμό που οξύνει άλλα, ό,τι ξεχωρίζει την κυρία Μπουράνη είναι η εσωτερική ευγένεια του ποιητικού της λόγου. Ευγένεια όχι με την έννοια του καθωσπρεπισμού μιας ψυχαναλυτικής εκτόνωσης και του συμβατικού φορμαλισμού, αλλά με την έννοια της συμφιλίωσης με τις κορυφές και με τα βάθη. Ο σπαραγμός γίνεται ήττα, η ήττα γίνεται λύπη, η λύπη γίνεται απόσυρση και η απόσυρση γίνεται σιωπή. Κι ύστερα μέσα στη σιωπή ακούγονται εκκωφαντικά οι κόκκοι της ζάχαρης στο πάτωμα. Οι κόκκοι της ζάχαρης! Γιατί ο κόσμος της Λίλιαν Μπουράνη είναι ένας κόσμος γλυκός. Όχι γλυκερός, ούτε τρυφηλός. Είναι ένας κόσμος γλυκός στην ουσία του. Έχει την γεύση των πιο αθώων φιλιών, του υποβρύχιου των παιδικών χρόνων, των παιδικών φόβων, των εφηβικών ματαιώσεων. Είναι ένας κόσμος αθώος! Είναι ένας κόσμος που αθωώνει πάντα τον άλλον. Ένας κόσμος που αθωώνει πάντα τον κόσμο των άλλων. Είναι ένας κόσμος ευγενής. Είναι ένας κόσμος γλυκός. Η ποίηση της κυρίας Μπουράνη μπορεί να λυπάται και να θλίβεται αλλά είναι μια ποίηση που χαμογελά στους ανθρώπους. Όπως ακριβώς το πρόσωπό της. Είναι μια ποίηση ειλικρινής.

Μελ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Στρατή μου αγαπημένε,
κάθε σου αφιέρωμα με συγκινεί και κάθε επιλογή σου έρχεται να δικαιώσει τους λόγους της απέραντης εκτίμησης και της εμπιστοσύνης που τρέφω για το συναισθηματικό-ποιητικό σου κριτήριο.
σ΄ευχαριστώ πολύ!