1940-1946
1
«Κανένας μητέρα, δεν υπέφερε τόσο πολύ»
Και το πρόσωπο ήδη χαμένο
Ομως ζωντανά ακόμη τα μάτια
Από το προσκέφαλο γύριζε προς το παραθύρι
Και το δωμάτιο γέμιζε σπουργίτια
Γύρω απ' τα τρίμματα που 'χε σκορπίσει ο πατέρας
Για να χαρεί το παιδάκι του.
2
Τώρα μονάχα στ' όνειρο θα μπορώ να φιλήσω
Τα έμπιστα χέρια
Και μιλάω, δουλεύω,
Εχω λίγο αλλάξει, φοβάμαι, φουμάρω...
Πώς γίνεται ν' αντέξω σε τόση νύχτα;...
3
Τα χρόνια θα μου φέρουν
Ποιος ξέρει πόσο άλλο φόβο
Ομως σε ένιωθα δίπλα μου
Θα μ' είχες παραγορήσει...
4
Δεν θα το μάθετε ποτέ πώς με φωτίζει
Η σκιά που είναι δίπλα μου, ντροπαλή,
Οταν απελπίζομαι...
5
Τώρα πού βρίσκεται η αγαθή φωνή
που τρέχοντας ηχολόγαγε στα δωμάτια,
και ανακούφιζε από τις στεναχώριες έναν κουρασμένο άνθρωπο;...
Την έσβησε το χώμα,την προστατεύει όμως
ένα παραμυθένιο παρελθόν...
6
Κάθε άλλη φωνή είναι ηχώ που χάνεται
Τώρα που μια άλλη με φωνάζει
Από τα αθάνατα ύψη...
7
Στον ουρανό ψάχνω το ευτυχισμένο σου πρόσωπο
Και τα μάτια ας μην βλέπουν τίποτε άλλο μέσα μου
Οταν κι αυτά θελήσει να τα κλείσει ο Θεός...
8
Και σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, κι είναι συνεχόμενη η θλίψη μου!...
9
Αγριεμένη γη, απέραντη θάλασσα
Με χωρίζει από τον τάφο
Οπου τώρα σαπίζει
Το τυραγνισμένο κορμί...
Ε και... Ακούω καθαρά
Εκείνη τη φωνή της ψυχής
Που δεν ήξερα να προστατεύσω εδώ κάτω...
Μ' απομονώνει, πάντοτε περισσότερο κεφάτη και φιλική
Μες στο απλό της μυστικό...
10
Επέστρεψα ξανά στους λόφους, στα πεύκα τ' αγαπημένα
και από τον ρυθμό του αέρα ο ήχος της πατρίδας
που δεν θα ξανακούσω με σένα,
με κομματιάζει στην κάθε ανάσα...
11
Διαβαίνει το χελιδόνι και μαζί του το καλοκαίρι,
και γω επίσης, λέω, να διαβώ...
Μα ας μείνει απ' την αγάπη που με διαλύει
όχι μοναδικό σημάδι ένα σύντομο μούχρωμα
αν απ' την κόλαση φτάσω σε κάποια ηρεμία...
12
Κάτω απ' την τσεκούρα τ' απελπισμένο κλαρί
πέφτοντας μόλις που κλαίει, λιγότερο
κι απ' το φύλλο στο φύσημα του μπάτη
Ομως ήταν η μανία που γκρέμισε την τρυφερή
μορφή, και η πρόθυμη
χάρη μιας φωνής με ξοδεύει...
13
Το καλοκαίρι πια δεν μου προκαλεί τρέλα
ούτε η άνοιξη τα προμυνήματά της
μπορείς να δύσεις, φθινόπωρο,
με τις βλακώδεις σου δόξες
για μιαν γυμνή επιθυμία, ο χειμώνας
ξεδιπλώνει την πιο φιλεύσπλαχνη εποχή!...
14
Ηδη μπήκε στα κόκκαλά μου
η φθινοπωρινή ξηρασία
μα, διευρυμένη απ' τις σκιές,
επιβιώνει ατέλειωτη
μια τρελή λάμψη
η μυστική αγωνία του βυθισμένου
σούρουπου...
15
Πάντοτε θα αναθυμούμαι χωρίς τύψεις
μια σαγηνευτική αγωνία των αισθήσεων
Ακου, τυφλέ: «Μια ψυχή πέταξε
Απ' την κοινή τιμωρία ανέγγιχτη ακόμα...»
Θα συντριβώ λιγότερο αν σταματήσω ν' ακούω
Τις ζωηρές κραυγές της αγνότητάς του
Από το να αισθάνομαι νεκρή μέσα μου
Τη φοβερή ανατριχίλα της αμαρτίας;
http://www.poema.gr/poem.php?id=413
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου