1.
Παλιότερα, αγαπιόμουνα με την Κυρά παλαβή
Από έρωτα, από πάνω μέχρι κάτω, ήταν βρεγμένη.
Στο δεξί κρατούσα τον Αριστοτέλη,
Και το αριστερό στην Κυρά, σαν μέσ στο πορτοφόλι.
Κύματα ξαφνιασμένα από συναίσθημα
Ίππευαν πάνω στο πνεύμα- λεπτό επιχείρημα!
Πλατσούριζα στο αίσθημα και τολμούσα να ανυψώνομαι
Με τη σκέψη μικρή, αρνιόμουνα να βάλω τα παπούτσια μου,
Μέχρι την Πέμπτη το μεσημέρι, όταν μας βλέπει ο μπαμπάς,
Εμένα ξαπλωμένος στους θάμνους, ένα με την κοπέλα!
Φωνάζω στο πατέρα: -είμαι Επικούρειος!
«Της μάνας σου, παλιόπαιδο»!
…
Δίπλα μου, δυο βήματα πιο πέρα,
Η μεταφυσική καθόταν ξαπλωμένη, με ανοιχτά τα σκέλια!
*
2.
Τον άγιο Αυγουστίνο τον συνάντησα στην αγορά
Έπαιζε ζάρια με μια καημένη μανάβισσα.
Με συγκλόνιζε το θέαμα, σοβαρός, ανάμεσα στα λαχανικά
Μουρμούριζα ψαλμούς, γύρω μου κατακλυσμός από κόσμο.
Κοιτάζω με ανατριχίλα, δεξιά, αριστερά, ψηλά,
Περιμένω τη φώτιση αλλά ο άγιος δεν είναι διατεθειμένος.
Ήθελα να μάθω εδώ, συγχωρούμαι, να συγχωρώ
Αλλά ο άγιος πεισμώνει, με μια κούπα βρασμένου κρασιού
Στυλώνομαι, μοναχός, μια μαχαιριά μου καίει τα νεφρά
Και νιώθω πως μεγαλώνει μέσα μου μια απέραντη χαρά!
*
3.
Θυμάσαι;
Στη ρευστή νύχτα, με το πάθος αναμμένο
Σταγόνες έκαιγαν στο ξαφνιασμένο παράθυρο
Και εμείς αγαπιόμασταν, παγιδευμένοι
Τρεμάμενα φώτα: γλυκά, διάφανα
Στον πέμπτο όροφο, κοντά στον ουρανό
Μέσα θαύμα, έξω ένας ψόφος…!
Καθόμασταν αραγμένοι, πάνω σε σύννεφα από όνειρα
Τζιτζίκια στο δέρμα, τραγούδια στον αέρα
Ένα πεφταστέρι γέμιζε τους πόρους σου,
Το στήθος σου έλαμπε, άγριο και γυμνό
Το πρόθυμο αίμα χοροπηδούσε
Το δικό σου ζωηρό, το δικό μου φλογερό
Πράσινο άλογο άνω, κένταυρος πιο κάτω
Μέχρι που
Μείναμε και οι δυο, καπνισμένα κάρβουνα.
*
4.
Η Βραϊλα με καίει, με πονά, με τρυπάει
Το αίμα μου, καταπληκτικό και βαρύ
Κάποτε έλαμπε, τώρα είναι μόνο νερό
Μικρά αιμοσφαίρια, ταπεινό μπέρδεμα.
Μπήκα με φόρα στη ζωή καίγοντας αποστάσεις
Πιστεύοντας σε τιμή, νόμους και ήρωες
Δυνατός επιβήτορας, με αστραπή στα ρουθούνια
Νικούσα αντιξοότητες, κυνηγούσα σπίνους
Με την λωλή ιδέα ότι κάποια φορά, κάποτε
Θα είχα πετύχει, θα ήμουν κάπου…
…
Τώρα κάθομαι στην άκρη, είμαι φρόνιμος
Η πόλη δεξιά, εγώ… βαριεστημένος!
*
5.
«Καλησπέρα αγάπη μου!»- είπα σε μια αγελάδα,
Στο μεγάλο χωματόδρομο, από το Πολοβράτσι.
Είχα φτάσει εκεί ψάχνοντας με προσοχή
Ένα πράσινο απομεινάρι απολύτου,
Παλιά εμμονή, οδυνηρά καταπιεσμένη,
Μετά από μια ζωή, με ένα φως αναμμένο,
Αλλά μέσα από την υδρόγειο, σκοτεινή και πυκνή,
Το απόλυτο φαινόταν, λειψό ουσιαστικό,
Τι μου απομένει τώρα, στο τέλος της ανάκρισης
Στο Πολοβράτσι;
Να πω καληνύχτα στην ίδια αγελάδα!
*
6.
Ο Σαίξπηρ με χτυπάει με τη σκέψη στον πισινό
Με τσούζει ο χρόνος, σαν γερουνδιακό
Και δεν έχω άλλη επιλογή, δίνω τη συνείδηση μου
Για δυο σπόρους, που ψήνουν τη λαχτάρα τους.
Μεταξύ του γεμάτου σπόρου και του ρυτιδιασμένου Σαίξπηρ
Πιασμένος σε μαύρες παγίδες και με σκέψη μπερδεμένη
Φτάνει να με χαροποιούν, η γυμνή ζωντάνια
Και η ωμή φιλοσοφία που βράζει μέσα της.
Αν στη βιασύνη του χρόνου, σκεφτόμουνα φρόνιμα…
Τώρα δεν μου καίγεται καρφί, ή ακόμα χειρότερα!
Επίσης: έκπληκτος στα κρυφά, έννοιες στη μέθη
Πραγματικά δεν θέλω πια να μάθω τι ισχύει «to be or not to be!»
*
7.
Βγαίνοντας από τη τουαλέτα, πέφτω μούρη με μούρη με τον Δία
Που χόρευε συνεχώς σε ρυθμό Αμαντέους.
Τυφλώνομαι, με τα παντελόνια κάτω
Καρφώνω το βλέμμα για να δω πόσο αντέχει.
Χιλιάδες ερωτήματα πλημμυρίζουν τις λίγες σκέψεις
Αυστηρές φωνές, από μέσα, με κάνουν σοβαρό, φοβητσιάρη
Μια τέτοια συνάντηση πρέπει να εκμεταλλευτεί
Για να μην πω ποτέ ότι είμαι ένας αποτυχημένος.
Ορμάω στις φράσεις, τώρα που ο θεός είναι ελεύτερος
Μη τυχόν και τον κόψει ο αέρας.
Αλλά σταματάω εν καιρώ: είναι θεός ή οπερέτα;
Από πότε μεγαλοπρεπείς ανάγκες τον σπρώχνουν στη τουαλέτα;
*
8.
Είχα την Κυρά στην αγκαλιά μου μετά από μια πλατιά νύχτα,
Ικανοποιημένες ανάγκες, στρογγυλή ηδονή,
Απορούσα σαν ένα άδειο μαντείο:
Να την παντρευτώ ή να αυτοκτονήσω;
Μπροστά, στα δυο μέτρα, ο Δούναβης γιόρταζε
Να πέσω πρώτα εγώ ή να πετάξω την κοπέλα;
Άδειος από συναισθήματα, από ιδανικά, από σκέψεις
Ολοκληρωτικά ώριμος, σαν ένα έντομο πετώντας
Αναβάλω την προθεσμία του χρόνου, λιώνω τα δευτερόλεπτα
Στο σώμα δίχως δύναμη, οι ιδέες θρηνούν.
Μας ξυπνάει η φασαρία, τα κύτταρα πετάγονται σαν να καίγονται:
-«Έλα, εσείς εκεί, μήπως είστε ηλίθιοι!»
Κοιτάζω την Κυρά στα μάτια πως της πέρασε το ρίγος
Και περικυκλωμένο από αίμα το πόθος της ανάβει πάλι.
Ξαφνικά, μου έρχεται μια σκέψη: η αιωνιότητα είναι σκληρή!
Μέχρι τότε, έλα Κυρά να την κάνουμε ακόμη μια φορά!
*
9.
Χτες το βράδυ, στη Βασιλική οδό, διαπερνούσα την ομίχλη
Για να λύνω τα μυστήρια, να ζεστάνω τους πάγους.
Ήμουνα αποφασισμένος να δρω, με τη σκέψη σε μια γραμμή
Εισβάλω σε αβύσσους και η θέληση ήταν μεγάλη
Ακίνητος κοίταζα τα αστέρια, γεμάτος από αποκαλύψεις
Τάιζα την εστία, κάρβουνα στο κίνητρο
Γύρω μου χόρευε μια ουράνια μουσική
Μέχρι που έπεσα στο κενό, μια γήινη τρύπα.
Ένας δυνατός πόνος μ’ έπιασε στην πλάτη
Ήταν μια άγονη τρύπα, βαθιά δημόσια.
…
Στεγνός, γυρνάω σπίτι, φωνάζω στην Ντιντίνα:
-«Ακούς, μαντάμ!? Από αύριο σκάβω τον κήπο!»
*
10.
Φτάνουν οι δισταγμοί, βγαίνω στα μεσάνυχτα
Στην ώρα που κοιμούνται τα βρέφη και ανάβουν οι ηλίθιοι
Να δω σε ποιο κομμάτι τ’ ουρανού μαζεύονται οι θεοί
Να διαπραγματευτώ με αυτούς ή τους λακέδες!
Νιώθω τελευταία αποκομμένος, στα δυο κομμένος
Ανάμεσα στην ξινή αυστηρότητα και το «γλυκό αμάρτημα».
Θα ήθελα να ξέρω: το πρόβλημα είναι συστατικό;
Ή έχει να κάνει, με έναν τετριμμένο τρόπο, με τον γευστικό αδένα.
Κοιτάζω τον ανέφελο ουρανό, είναι γεμάτος από φώτα
Είναι φωτιές που κάηκαν κάποτε στους μαντύες
Φωνάζω δυνατά στον ουρανό, περιμένω τη σκληρή απάντηση
Αλλά κανένας δεν μ’ ακούει, ο ουρανός παραμένει γυμνός.
Μπαίνω σε υποψίες, οσμίζομαι μια ύποπτη μυρουδιά
Στην καρδιά της φύσης μια βίδα είναι χαλασμένη
Καταλαβαίνω με θλίψη: έγιναν αδέλφια οι παλιάνθρωποι
Γιατί κοιμούνται μαζί στον στάβλο και λακέδες και θεοί.
************************************************
O Vasile Datcu είναι Ρουμάνος ποιητής
Από: http://www.poiein.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου