Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 6 Απριλίου 2013

AD LIBIDUM



1. Είμαι άλφα χρονών κι Ευρωπαίος έως τη μέση
                           των Άλπεων ή των Πυρηναίων
                           το χιόνι μήτε που άγγιξα ποτέ

δεν υπάρχει ούτ' ένας που να μ' εκπροσωπεί
πόλεμος και ειρήνη μ' έφαγαν από τις δύο μεριές
ό,τι απομένει αντέχει ακόμη

                           ως πότε
                           φίλοι

θα σηκώνουμε το αφορεσμένο παρελθόν
γιομάτο βασιλιάδες και υπηκόους

                           προσωπικά
                           νιώθω σαν αποπλανημένο κυπαρίσσι

που δεν του 'μεινε καν μια πλάκα τάφου
μόνον άδεια οικόπεδα κοτρόνια μάντρες
κι ο απαρηγόρητος βοριάς
χτυπώντας πέρα στα ψηλά τα τείχη των εργοστασίων

               έγκλειστοι όλοι μας εκεί δουλεύουμε όπως
               άλλοτε μέσα στην Ιστορία

                           τα
                           Επερχόμενα

χρόνια χυμένα θα 'λεγες ακάθαρτο πετρέλαιο
που του βάλανε φωτιά

                           βοήθεια

               Rintrah roars and shakes
               his fires in the burden' d air

δύστυχο καταμόναχο ένα μου

                           τι θ' απογίνεις
θα σε φάνε από το πλάι πέντε-εξ μηδενικά

                           και πάει τετέλεσται

να τηνε από τώρα κιόλας

               ντύνεται Μοίρα η Εξουσία και σου σφυράει

                          Ad Libitum.


2. Ξέρω
               δε θα μου το συγχωρέσει ο χρόνος
               που τον έβαλα σε δοκιμασία: ή εγώ ή εκείνος

προτείνω τη ζωή με την κάννη στον κρόταφο
                           και περιμένω

σβήνονται οι μάχες οι μεγάλες της Ισσού της Πραισθλαύας
                           του Αούστερλιτς
ευτυχώς δεν έχει μνήμη ο γύρω αέρας
                           επιμένει να μυρίζει ρόδο
                           και να σε τιμωρεί
                           την ώρα που πανάθλιος πεθαίνεις

έτοιμος στη σειρά πίσω απ' τους άλλους
για τον έλεγχο των διαβατηρίων
μ' έναν σάκο αεροπορικό στον ώμο
                           γέρνεις λίγο απ' το 'να μέρος
                           το μέρος της φθοράς

σε γλυκό χαμηλόφωνο τόνο ακούς μετά το καμπανάκι
«αναχώρησις υπ' αριθμ. 330 πτήσις της Panamerican
δια Ριάντ Καράτσι Νέο Δελχί Χογκ-Κογκ»

               αναλογίζεσαι τα όριά σου
               πάντοτε μέσα στο κοπάδι
               που τ' οδηγεί μια συνοδός εδάφους
               αδιάφορη εντελώς για την προσωπική σου τύχη

ενώ στο βάθος μια κινούμενη φευγαλέα οροσειρά
εξακολουθητικά σου δίνει την εντύπωση ότι ταξιδεύεις

               περνάν μπρος απ' τα μάτια σου
               του Κάτω Κόσμου τ' αγροκτήματα
               με τις μαύρες φράουλες και τ' ασύμμετρα ορχεοειδή

                           τους κρωγμούς των ορνέων
                           και την πλήρη απολίθωση

όπου μέλλει να ενταχθείς

                           συ ο μικρός
                           να τα βάλεις με τα φυσικά φαινόμενα
                           μεγεθυμένος μόνο από τη σκέψη

               (σάμπως θα 'παυε ποτέ της
               ν' αθροίζει φως μια λεύκα
               επειδή από νου σου συ της το αφαιρούσες)

συ σι έλασσον
συ σι έλασσον

               ελάχιστο κομμάτι μουσικής που αντέχει
               ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα

                           να δίνει σήμα και να κυματίζει

 Ad Libitum.


3. Πάει καιρός που δεν έχω πει μια λέξη
               σαν να μ' αγνόησαν τα γεγονότα
               ή και το αντίστροφο

φαινόμενο φαίνεται στάθηκα
γι' αυτούς που ακούν τη νύχτα
               πως μια πένα γρατσουνίζει
               όμοια γάτος επάνου στην κλειστή
                                πόρτα του Άγνωστου

οι φύλακες
               ανέκαθεν υπήρξανε πρόσωπα αισχρά
               personae turpes όπως λεν στα Νομικά
                           και η τέχνη sine re

αν έτεινε αποκλειστικά να υποκατασταθεί στο εκάστοτε
               φυλασσόμενο ιερό
               πρόσωπο ή κι εξανδραποδισμένο σύνολο

είναι που μια ζωήν ολόκληρη
έξω απ' τα τείχη κυνηγάω φωνές
συγκεκριμένα: μία φωνή

               που ελευθερώνεται σαν κόρη ωραία και βάλνεται
               να τρέχει
                           με τους μικρούς γλουτούς και τα μεγάλα
                           ξέπλεκα μαλλιά
                           νερά του Ιορδάνη

χυμένα επάνου στον νυχτερινό ουρανό

                            Ad Libitum.


4.                        Έτσι συμβαίνει
                           να παραστρατίζω κάποτε
για το καλό μου
               έτυχε κι έχανα το νήμα
               της Αριάδνης δεν εξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος

                           ποιος να συνεχίσει

μέσα σ' επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι
               εξού στο μέτωπό μας
               το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε
ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάνατο

                           εννοείτε κείνο που εννοώ

κάτι συμβαίνει που δεν έσωσε ποτέ να το εντοπίσουμε
τις νύχτες τις γλυκές όταν το γιασεμί σ' εξουθενώνει
κι από νερά τρεχούμενα
               κάπου
               κάποιο αξήγητο ανατρίχιασμα
                           δίνει ώθηση στα χόρτα
θα 'λεγες ανεβαίνει από μια κινητή
κλίμακα κι ολοένα καταπάνω σου
               μεγαλώνει να: η θεά Φυτώ με το τεράστιο τούμπανο
               κι οι ξυπόλυτες δούλες με το μαλλί τους δάδα
μπουμ το πόδι αριστερά μπουμ το πόδι δεξιά
                           η φιλότης το νείκος
                           η φιλότης το νείκος

               η παλιά ευρυθμία

σαράντα τόσα μέτρα ψηλά πάνου απ' τη θάλασσα
το σπίτι με τα τρία του τόξα
κι οι μεγάλοι όρθιοι φοίνικες με τ' άδεια τους ακρόκλωνα
                           σαλεύοντας στον ύπνο μου
                           τον άνεμο τον βόρειο

                Ad Libitum.


5. Είναι γεγονός
    έχω μπει για τα καλά μέσα στο ναρκοπέδιο
               διό και δεν φοβάμαι να μιλήσω
               να μη λύσω το αίνιγμα
               που ευχήθηκαν κι οι εχθροί μου κάποτε

αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό
               καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα
                           όλονα τον εαυτό σου έχοντας
                           μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο
απ' αυτά που βλέπεις στο Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ
τι σόι πολιτισμένοι θα 'μασταν
               αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα στην
               Κιμμερία τη δύσμοιρη
               που κατάντησε στα χρόνια μας
               να θεωρείται λέει κι αξιοζήλευτη

όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα
σε φορέα της ελληνικής αξιοπρέπεια
                           έστεργε απλώς να συμπονεί:
Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε
                           ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι
ουδέ ποτ' αυτούς Ηέλιος φαέθων καταδέρκεται ακτίνεσσιν... αλλ'
                           επί νυξ ολοή
                           τέταται δειλοίσι βροτοίσι

                           το λοιπόν
για φως και για γαλάζια πέλαγα τώρα να μιλάμε;
αμέ για ηλιοτρόπια; για Ελένες;

                           μόλο που
από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά
λάμποντα της Ραβέννας άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί
να εξαποστέλλεται άμεσα

όπως κείνο το κάτι επιπλέον κι ασύλληπτο
που για μια στιγμή ο γηραιός αλιέας
                                    αντιλαμβάνεται άστραψε
ύστερα τ' αλησμονάει πάει στην Αγορά κι απ' το πανέρι του
                 άχνα χρυσή εξακολουθεί ν' ανέρχεται

                           η ποίηση ανέρχεται

                          άλλη μια φορά
χάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε
                          να εμπνέεσαι άντε

 Ad Libitum.


6. Φίλησέ με θάλασσα προτού σε χάσω

               απ' τα μάτια μου πέρασε μια χώρα
               βράχων μ' αψηλά τεράστια μοναστήρια
               και μικρούς δοκίμους μοναχούς όπως εγώ
τακτικά κομίζοντας κλώνους ροδιάς
                           κοριτσιών εσώρουχα διάφανα
κι άλλα της τελετουργίας άχραντα
                           λόγια όπως «βοριάς»
                           ή «θέρος» ή και «αέτωμα»
στον όρθρο
                   επάνου είναι που αναλογίζομαι
                           πόσο ελάχιστα είμαστε
                           πραγματικοί
και η σφαίρα μας
               μία μηχανή όπου καμιά
               βίδα κανείς μοχλός κανένα
               έμβολο δεν εβρέθηκε στη θέση του
                           εν τοσούτω
λειτουργεί και οι μυριάδες
βόνασοι κερασφόροι που είμαστε
               κουτουλώντας παγαίνουμε όπου λάχει

                           να φανεί το ευλογημένο χέρι
                           όπως μες στις χρυσές εικόνες

ανεξήγητα μετακινούνται οι θάμνοι
               πνοή νιώθω να με παίρνει
               ελαφρά στο νερό
                           υπογράφω και χάνομαι

                Ad Libitum.


7. Και ιδού το τελικό συμπέρασμα: να 'σαι ο αριστοκράτης αλλ'
               από την ανάποδη
               του λευκού σιδερωμένου σου μανικετιού
να «κάνεις συμφωνίες με τον Άγιον»
                           που λέει κι ο Μακρυγιάννης
                           ξέροντας
να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους
ρυθμικά με ανωτερότητα
               είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν
               με τρόπο δόλιο να μ' εξουθενώσουν

                           τι να πει κανείς

εωσότου γίνουμε άνθρωποι που να μη μας ανιά η υγεία
θα ταξιδεύει παραπλανητικά μέσα στο διάστημα
κάποια μη χτυπημένη από κανέναν Ομορφιά

                           είδωλο που ακόμη

ξέρει να διατηρεί το ύφος του ελαιόδεντρου
                           ανάμεσα στους Σκύθες
               και θα μας επιστραφεί
               σαν ωραία ηχώ από τη Μεσόγειο
               μυρίζοντας ακόμη πελαγίσιο γίδι

ο ένας για τον άλλονα Οδυσσέα
                    πάνω σε μια σχεδία
                               αιώνες τώρα

φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας

               είναι που πλέον δε νογάει κανένας
               τι πάει να πει αντανάκλαση μεσημεριού
               πως κι από που ακουμπάει τ' ωμέγα στο άλφα
               ποιος εντέλει αποσυνδέει τον Χρόνο

                            Ad Libitum.

ΥΓ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε

               όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω

                     η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο.


ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ  (1982)

Δεν υπάρχουν σχόλια: