Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (1972)




ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (1972)
Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε
ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα
λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό.
Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βα-
στάει στη ζωή. Γι΄ αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γρά-
ψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλ-
λιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά, και από κει και πέ-
ρα το λόγο έχουν αυτοί που θα τ' ακούσουν. Λένε πως το είδος έχει
ορισμένους κανόνες. Δεν τους ξέρω και, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκα
ή δεν μπόρεσα να τους ακολουθήσω. Δουλεύει ο καθένας όπως
νοιώθει. Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές
όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λό-
για, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν.

ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ

             ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ
Μια φορά στα χίλια χρόνια
    του πελάγου τα τελώνια
Μες στα σκοτεινά τα φύκια
    μες στα πράσινα χαλίκια
Το φυτεύουνε και βγαίνει
    πριν ο ήλιος ανατείλει
Το μαγεύουνε και βγαίνει
    το θαλασσινό τριφύλλι
Κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει
    κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει
Μια φορά στα χίλια χρόνια
    κελαηδούν αλλιώς τ' αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
    μόνο λένε μόνο λένε:
-Μια φορά στα χίλια χρόνια
    γίνεται η αγάπη αιώνια
Να 'χεις τύχη να 'χεις τύχη
    κι η χρονιά να σου πετύχει
Κι από τ' ουρανού τα μέρη
    την αγάπη να σου φέρει
Το θαλασσινό τριφύλλι
    ποιος θα βρει να μου το στείλει
Ποιος θα βρει να μου το στείλει
    το θαλασσινό τριφύλλι.

         ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ
Η Παναγιά το πέλαγο
    κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
    και τ' άλλα τα παιδιά της

Από την άκρη του καιρού
    και πίσω απ' τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
    κι έβγαιναν οι Γοργόνες

Κι εγώ μέσα στους αχινούς
    στις γούβες στ' αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
    ρωτούσα τα τζιτζίκια:

Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
    γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
    κι ' όλ' αποκρίνονταν μαζί:

-Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.


         ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ
Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη
    και πικρή Σαρακοστή
Βάζω πλώρη και κατάρτι
    και γυρεύω ένα νησί
    που δε βρίσκεται στο χάρτη

Το κρατάνε στον αέρα
    τέσσερα χρυσά πουλιά
Δε γνωρίζεις εκεί πέρα
    ούτε κλέφτη ούτε φονιά
    ούτε μάνα και πατέρα

Τα λουλούδια μεγαλώνουν
    κάθε νύχτα τρεις οργιές
Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν
    και τα δέντρα στις πλαγιές
    σαν καβούρια σκαρφαλώνουν

Μες στης ερημιάς τ' αγέρι
    όλ' αγιάζουνε μεμιάς
Πιάνεις του Θεού το χέρι
    και στα κύματα ακουμπάς
    σαν αγριοπεριστέρι

Γεια σας έχτρες γεια σας μίση
    και γινάτι καθενός
Άμα βρεις το ερημονήσι
    όλα τ' άλλα είναι καπνός
    Μια φορά να το 'χεις ζήσει.

         ΝΤΟΥΚΟΥ ΝΤΟΥΚΟΥ ΜΗΧΑΝΑΚΙ
Σκίζει η πλώρη τα νερά
    κι αντηχάνε τα βουνά
Ντούκου ντούκου μηχανάκι
    ντούκου το παλιό μεράκι

Τρίτη Πέμπτη και Σαββάτο
    μες στης θάλασσας τον πάτο
Ποιος θα ρίξει ποιος θα πάρει
    τ' ασημένιο το φεγγάρι

και Δευτέρα και Τετάρτη
    ποιος θ' ανέβει στο κατάρτι
Κι άχου την Παρασκευή
    ποιος θα κάτσει στο κουπί

Βρε παπά το θυμιατό σου
    γύρισέ το κατά δω
Και με το βασιλικό σου
    ράντισε μας το νερό

Να 'βγουν και να περπατήσουν
    σαν κορίτσια οι νεραντζιές
Κι όλ' οι άντρες ν' αγαπήσουν
    μια και δυο και τρεις φορές

Χάιντε χάιντε βρε παιδιά
    πάμε στην Αγια-Μαρίνα
Πάμε στην Αγια-Μαρίνα
    με την όμορφη μπενζίνα.


         Η ΕΛΕΝΗ
Σήκωνε το κλουβί
μια δω μια κει
    κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη
    ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι
Μια δω μια κει
ο ήλιος κάθε Κυριακή

Φώναζε στην αυλή
ψι ψι, ψι ψι
    κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι
    μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει
Ψι ψι, ψι ψι
την αστραπή τους τη χρυσή

Πήγαινε ν' ανεβεί
σκαλί σκαλί
    την αγκαλιά ρούχα γεμάτη
    κι έλεγαν οι αγγέλοι να τη
Σκαλί σκαλί
την πιο μικρή μας αδερφή

Κάτασπρο γιασεμί
και μυ- και μυ-
    και μυστικέ μου Αποσπερίτη
    πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη
Και μη και μη
και μη ρωτάτε το γιατί.

         Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
Κάθε πρωί όπου ξυπνώ
    τρέχω στην πόρτα και κοιτώ

Τρίτη Κυριακή Δευτέρα
    κι άλλη μια χαμένη μέρα

Πάνε κι έρχονται ολοένα
    τα βαπόρια και τα τρένα

Ταχυδρόμε ανάθεμα σε
    μόνο εμένα δε θυμάσαι

Πιάνει ο κόσμος περιστέρια
    κι εγώ μένω μ' άδεια χέρια

-Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις
    άδικα μην περιμένεις

Δε σου το 'χουνε γραμμένο
    κι αν σου το 'χουν πάει άλλου

Άλλος μένει εκεί που μένεις
    και το δίνουνε αυτουνού

Ίσως να 'ναι και σταλμένο
    σ' άνθρωπο του φεγγαριού

Ή και παραπεταμένο
    σε μιαν άκρη τ' ουρανού.

         ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΟΚΟΡΙΤΣΟ
Εκεί στης Ύδρας τ' ανοιχτά και των Σπετσώ
    να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο

Μωρέ του λέω που 'ν' το μεσοφόρι σου
    έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ' αγόρι σου;

-Αγόρι εγώ δεν έχω μου αποκρίνεται
    βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται

Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται
    ξανανεβαίνει κι απ' τη βάρκα πιάνεται

Θε μου συχώρεσέ μου σκύβω για να δω
    κι ένα φιλί μου δίνει το παλιόπαιδο

Σαν λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε
    κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε

-Χάιντε μωρό μου ανέβα και κινήσαμε
    πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε.


Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
             Η ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΣΑ
Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα
    που' κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα

Βρήκα τα φρούτα που 'χε το πανέρι της
    το δαχτυλίδι που 'πεσε απ' το χέρι της

Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της
    τις ρόδες το τιμόνι το πεντάλι της

Βρήκα τη ζώνη της βρήκα σε μιαν άκρη
    μια πέτρα διάφανη που 'μοιαζε με δάκρυ

Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα
    κι έλεγα που 'ναι που 'ναι η ποδηλάτισσα

Την είδα να περνά πάνω απ' τα κύματα
    την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα

Την τρίτη νύχτωσ' έχασα τ' αχνάρια της
    στους ουρανούς άναψαν τα φανάρια της.

         Η ΤΕΛΕΤΗ
Σύννεφο σύννεφο που πάς
    είδα και πέρασε παπάς
Δίχως το καλημαύχι του
    κι είχε σταυρό στη ράχη του

Τις ξέρω αυτές τις μυρωδιές
    τα γιούλια και τις πασχαλιές
Τις ρόδες που ακουστήκανε
    κι οι ξώπορτες κλειστήκανε

Συννέφιασε συννέφιασε
    κι έτσι ο Θεός μας έφιασε
Στους έρωτες και στους καιρούς
    ν' αφήνουμε μικρούς σταυρούς.

        ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ
Έπεσα για να κολυμπήσω
    κι άφησα την καρδιά μου πίσω

Άφησα την καρδιά μου χάμω
    σαν το κοχύλι μες στην άμμο

Πέρασαν όλες οι κοπέλες
    με τα μαγιό και τις ομπρέλες

Ύστερα πέρασαν οι φίλοι
    κανείς δε βρήκε το κοχύλι

Χρόνους και χρόνους κολυμπάω
    που να 'ν' η αγάπη για να πάω

Έφαγε η θάλασσα το βράχο
    κι έμεινε το νησί μονάχο.

        ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ
Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ
    που 'ναι το μαύρο σπίτι το ακατοίκητο

Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή
    μες στον αέρα πιάνω
Μια κοριτσίστικη φωνή
    κι ένα σκοπό στο πιάνο

Μαρία και Βασιλική
    χλωμή σαν Παναγίτσα
Με την νταντέλα τη λευκή
    και τη χρυσή καρφίτσα

Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα
    σ' άλλους καιρούς μπορεί και ν' αγαπήθηκα.

         ΣΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΠΑΡΑΓΚΑ
Φθινόπωρο και πάλι μου γυρίζει ο νους
    στην ξύλινη παράγκα με τους αίλανθους

Στον Φίλιπ και στην Άννα και στην Αιρήν
    που 'ρχονταν κάθε χρόνο απ' το Αμπερντήν

Κορίτσι κοριτσάκι που για χάρη του
    είχε τσακίσει ο ήλιος το κοντάρι του

Το σήκωσε το πήγε πάνω απ' τα βουνά
    κρατούσε ένα ματσάκι από κυκλάμινα

Έγινε κάτι λάθος μες στα ριζικά
    στους ουρανούς δεν ήξεραν εγγλέζικα

Χτύπησε μια μικρή καμπάνα ντιν ντιν ντιν
    στην ξύλινη παράγκα και στο Αμπερντήν.


         ΣΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Σου το 'πα για τα σύννεφα
    σου το 'πα για τα μάτια τα κλαμένα
    για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας
    πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα
Στα φανερά και στα κρυφά
    σου το 'πα για τα σύννεφα
    Για σένα και για μένα

Σου το 'πα με τα κύματα
    σου το 'πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα
    με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο
    με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα
Ψιθυριστά και φωναχτά
    σου το 'πα με τα κύματα
    Σου το 'πα μες στη νύχτα

Σου το 'πα τα μεσάνυχτα
    σου το 'πα τη στιγμή που δε μιλούσες
    που με το νου μου λίγο μόνο σ' άγγιζα
    κι άναβε το φουστάνι που φορούσες
Από κοντά κι από μακριά
    σου το 'πα τα μεσάνυχτα
    Με τ' άστρα που κοιτούσες.

         Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ
Πέτρες επήρα και κλαδιά
    τα φύτεψα στην αμμουδιά
Και μια ψυχή μελέτησα
    το λόγο δεν αθέτησα

Με τον καιρό με τον καιρό
    έγινε αλήθεια τ' όνειρο
Οι πέτρες μεγαλώσανε
    και τα κλαδιά φυτρώσανε

Τα κυπαρίσσια τα κελιά
    σου τα 'κανα παραγγελιά
Τις πόρτες τις αμπάρες σου
    και τις οχτώ καμάρες σου

Στο μέρος το πιο δροσερό
    έστησα το καμπαναριό
Και κύματα και κύματα
    γύρω σου τ' άσπρα μνήματα

Έλα Κυρά και Παναγιά
    με τ' αναμμένα σου κεριά
Δώσε το φως το δυνατό
    στον Ήλιο και στο Θάνατο. 

Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
             ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΛΕΙΔΙ
- Εσείς του κόσμου οι σοφοί
    για δώστε απόκριση σωστή:
Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
    όπου ανοίγουν οι ουρανοί;

-Ένα κορί- ένα κορί-
    ένα κορίτσι το 'χει
Κι όποιος κι αν το παρακαλεί
    όχι του λέει όχι

Βρε κορίτσι βρε κορίτσι μια ζωή την έχουμε
    άνοιξε μας άνοιξε μας άλλο δεν αντέχουμε
Μάγισσες ρίχτε τα χαρτιά
    και μελετήστε τα καλά:

Ποιος έχει το χρυσό κλειδί
    όπου ανοίγουν οι ουρανοί;
Ένα κορί- ένα κορί-
    ένα κορίτσι το 'χει

Κι όποιος κι αν το παρακαλεί
    όχι του λέει όχι
Βρε κορίτσι βρε κορίτσι θα μας φάει η άβυσσο
    άνοιξε μας άνοιξε μας λίγο τον Παράδεισο.

        Ο ΓΛΑΡΟΣ
Στο κύμα πάει να κοιμηθεί
    δεν έχει τι να φοβηθεί
Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει
    γλάρος είναι και πηγαίνει

Από πόλεμο δεν ξέρει
    ούτε τι θα πει μαχαίρι
Ο Θεός του 'δωκε φύκια
    και χρωματιστά χαλίκια

Αχ αλί κι αλίμονο μας
    μες στον κόσμο το δικό μας
Δε μυρίζουνε τα φύκια
    δε γυαλίζουν τα χαλίκια

Χίλιοι δυο παραφυλάνε
    σε κοιτάν και δε μιλάνε
Είσαι σήμερα μονάρχης
    κι ώσαμ' αύριο δεν υπάρχεις.

         ΤΥΧΗ
Λάμπει τ' ασημί του σπάρου
    μες στο μάρμαρο της Πάρου
Στου μεσημεριού το φως
    το τραγούδι της Σαπφώς

Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου
    μες στην άσπρη κάμαρα μου

Κωπηλάτες του θανάτου
    να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου;
Να με πάτε να με πάτε
    σαν νησάκι που κοιμάται

Και βουές γεμίζει μόνον
    στους αιώνες των αιώνων.

        Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε

απ' την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν' ανάψουμε

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

         ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΠΑΧΑΝ
Μισοφέγγαρο ασημί
    βγαίνει μες στο γιασεμί
Τα κορίτσια το κοιτάν
    απ' τους κήπους του Ισπαχάν

Κι ένας άγγελος με γένια
    στέκει πάνω στα μπεντένια:
Τέτοια νύχτα ποιος κοιμάται
    το Θεό δεν τον φοβάται;

Άγγελε τι μας το λες
    φέρε κόκκινες στολές
Να γίνουμε τα μαμούδια
    πάνω στα χρυσά λουλούδια

Ράντισέ μας όνειρο
    το γαριφαλόνερο
Να γεμίσουμε τη λύπη
    από κείνο που μας λείπει

Κάνε τη στερνή τη χάρη
    του γερο - περιβολάρη
και του απαρηγόρητου
    να 'ρθει πια το αγόρι του

Γέρνει ο κήπος με το πλάι
    μες στους ουρανούς και πάει
Με το φως επανωφόρι
    στέκει ο άγγελος στην πλώρη:

-Κοιμηθείτε κοιμηθείτε
    το Θεό παντού θα βρείτε
Στο κρεβάτι και στον τάφο
    σας το γράφω σας το γράφω

Μισοφέγγαρο ασημί
    γέρνει μες στο γιασεμί
Τραγουδάνε και το παν
    τα κορίτσια του Ισπαχάν.

         ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ
Άντρας δεν είναι ούτε γυναίκα
    ούτε μας έρχεται απ' τη Μέκκα

Είναι παιδί μελαχρινό
    μας έρχεται απ' τον ουρανό

Κι έχει τα πλούτη του εδωπέρα
    στη γης και στο χρυσόν αέρα

Έχει μια θάλασσα με φάρους
    που ανάβουν μόνο για τους γλάρους

Έχει εκκλησιές που τις πηγαίνει
    όπου του λεν οι πικραμένοι

Κι ένα λαγωνικό που πιάνει
    τις έγνοιες πάνω στο ταβάνι

Κανείς δεν ξέρει πως τον λένε
    μια του γελούνε μια του κλαίνε

Και πότε ζει πότε πεθαίνει
    πότε τους άλλους ανασταίνει

Τις αλυσίδες όλες σπάει
    και μ' ανοιχτές φτερούγες πάει.

         Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ
Το επάγγελμα μου το εξασκώ
    στο Κάιρο και στη Δαμασκό
Χρόνους εννιά και πλέον
    σαν ένας χαμαιλέων

Πρωί πρωί χαράματα
    κόβω απ' τον ήλιο γράμματα
Στη γλώσσα που διαβάζουνε
    οι αγράμματοι και αγιάζουνε

Κατά τις έντεκα παρά
    το στήνω μες στην Αγορά
Πουλάω φως ουράνιο
    στίχους απ' το Κοράνιο

Πουλάω τ' όχι και το ναι
    κι όσα ποτέ δεν είδανε
Στη Λεϊλά στη Λεϊλέ
    πουλάω το ροζ και το βιολέ

Στο τζαμί την ώρα που 'ναι
    οι πιστοί και προσκυνούνε
Κάνω κι έρχονται από πέρα
    τα ουρί μες στον αέρα

Μια στιγμή στο δειλινό
    ρίχνω χρώμα γαλανό
Ύστερα πάνω απ' τα κάστρα
    πάω να καρφώσω τ' άστρα

Δεν είμαι Μωαμεθανός
    ούτε και ανήκω κανενός
Σ' όσους και να πάω τόπους
    ίδιους βρίσκω τους ανθρώπους

Το επάγγελμα μου το εξασκώ
    στο Κάιρο και στη Δαμασκό
Χρόνους εννιά και πλέον
    σαν ένας χαμαιλέων.


ΟΙ ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΙΕΣ
            ΤΑ ΓΑΤΙΑ
Χάιντε-χα δυο παλιογατιά
    χάιντε-χα πάνε για καβγά
Χάιντε-χα μ' αγριοκοιτάνε
    χάιντε-χα κι όλο με φυσάνε

Ψουτ τους κάνω και σταματούν
    την ουρά τους μόνο κουνούν
Φουφ τους κάνω και φουφουλιάζω
    βγάζω νύχι και καμπουριάζω

Χάιντε-χα και σας έφαγα
    χάιντε-χα ενιαούρισα
Χάιντε-χα το τοιχίο πηδάμε
    χάιντε-χα και τρεχοκοπάμε

Τα στριμώχνω σε μια γωνιά
    μου πατάνε μια δαγκωνιά
Τη μικρή την ξεμοναχιάζω
    μες στα δυο μου πόδια τη βάζω

Χάιντε-χα τι γλυκιά βραδιά
    χάιντε-χα που 'ν' εδώ ψηλά
Χάιντε-χα βγήκε το φεγγάρι
    χάιντε-χα κι έχουμε Γενάρη.

         Η ΤΑΡΑΤΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
                                      α'
Στα σύρματα μπουγάδες απλωμένες
    φέγγουν οι τοίχοι φέγγουνε οι αντένες

Αύγουστο μήνα μέσα στο φεγγάρι
    παν οι ταράτσες παν χωρίς βαρκάρη

Κάπου σε μια κουζίνα πλένουν πιάτα
    μυρίζει ψάρι και αγγουροσαλάτα

Κι ένας ψηλός αντίκρυ από μια σκάλα
    με το τσιγάρο του κάνει σινιάλα

Ελάτε άγγελοι ώρα σας να βγείτε
    με τα δικά σας κιάλια να μας δείτε

Να δείτε που φυλάγω καραούλι
    σκαρφαλωμένος πάνω στο πεζούλι.
                                      β'
Όπα και να σου - μέσα στο σκοτάδι
    ένα παρά - παράθυρο που ανάβει:

Βλέπω βιβλία βλέπω ένα κομμάτι
    απ' τον καθρέφτη βλέπω το κρεβάτι

και στα σεντόνια μισοξαπλωμένο
    ένα κορίτσι - πως το περιμένω!

Κάθε που το 'να γόνατο σηκώνει
    μια μυρωδιά κανέλας με λιγώνει

Και κάθε που το χέρι του γυρίζει
    στο μέρος που σγουραίνει και μαυρίζει

Με παίρνει τ' αεράκι και πηγαίνω
    στου Παραδείσου τα περβόλια μπαίνω.

        ΤΟ «ΤΕΤΡΑΔΙΟΝ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ»
Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι προβλήματα
    όλα τα πυθαγόρεια θεωρήματα
Τα θαύματα της τριγωνομετρίας
    μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»

Απ' την αρχή την Κάθοδο των Αχαιών
    τις μάχες των Ελλήνων κατά των Περσών
Να μάθω για τον πόλεμο της Τροίας
    μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»

Των αγοριών τα κεφαλαία ονόματα
    και τα γυμνά σχεδιασμένα σώματα
Παλιόλογα και λόγια της λατρείας
    μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας».

         Η ΡΟΥΛΕΤΑ
Βγήκαν τα νιάτα ψεύτικα
    στα γηρατειά ερωτεύτηκα
Μεγάλη πόρτα βρήκα
    μετάνιωσα - δεν μπήκα
είπα τι κι έτσι τι κι αλλιώς
    άλλαξε ρούχα ο Μανολιός

Στο κόκκινο ποντάρισα
    πέντε φορές λαχτάρησα
Τ' ακούμπησα στο μαύρο
    ποιος τα 'χασε να τα 'βρω
Είπα να παίξω και στα δυο
    γύρισε κι ήρθε το ζερό

Μες στη ζωή μας βρε παιδιά
    έρχεται πρώτ' η αναποδιά
Ένα πιάνεις δέκα χάνεις
    δέκα ζεις μια θα πεθάνεις.

         Η ALFA ROMEO
Θαύμασα τον Παρθενώνα
    και στην κάθε του κολόνα
    βρήκα τον χρυσό κανόνα

Όμως σήμερα το λέω
    βρίσκω το καλό κι ωραίο
    σε μια σπορ Alfa Romeo

Καλοκαίρια και χειμώνες
    να 'ναι γύρω μου ελαιώνες
    πίσω μου όλ' οι αιώνες

Κι όπου μπρος μου ο δρόμος βγάζει
    και σε πειρασμό με βάζει
    δώσ' του να πατάω το γκάζι

Με τη δύναμη του λιόντα
    και με του πουλιού τα φόντα
    πιάνω τα εκατόν ογδόντα

Γεια σας θάλασσες και όρη
    γεια σας κι έχω βάλει πλώρη
    για της Αστραπής την Κόρη.

        ΕΧΕΙ ΚΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ ΠΟΥΛΙ
Να 'χεις στόλους και βαπόρια
    και πλεούμενα πελώρια
Με το δένε και το λύνε
    λίγο βέβαια δεν είναι
Όμως της ζωής το αλάτι
    βρίσκεται μες στο κρεβάτι
Μια μονάχα μες στις δέκα
    να 'ναι αληθινή γυναίκα
Και τα τέτοια δεν τα θέλει
    κύριε Γιώργο κύριε Τέλη
Μάθετέ το είναι καιρός
    ίδια τα 'δωκε ο Θεός
Τι λιγάκι τι πολύ
    έχει κι ο φτωχός πουλί.

        ΟΙ ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ
Δύο είν' οι Παράδεισοι
    που λέει κι η παράδοση:

Είν'  ένας μες στους ουρανούς
    που μήτε τον χωράει ο νους

Κι όπου αδερφέ μου για να πας
    θα 'ναι από δίπλα του παπάς

Είν' ένας άλλος έδωνα
    κι ας μην τον βλέπεις πουθενά

Όρη θάλασσες και βράχοι
     μοιάζει λίγος κι όλα τα 'χει

Έχει βιόλες έχει κρίνα
    Σεραφείμ με μαντολίνα

Έχει γλύκες έχει τρέλες
    του διαόλου τις κοπέλες

Μοιάζει λίγος κι όλα τα 'χει
    να βουτάς κι ό,τι σου λάχει.


Τ '  ΑΦΑΝΕΡΩΤΑ
             ΤΟ ΒΕΓΓΑΛΙΚΟ
Νυχτώθηκα όπως πάντα
    στη σκοτεινή βεράντα
Και διάλεξα έν' αστέρι
    το κράτησα στο χέρι
Σε λίγο του 'πα «φύγε»
    το φύσηξα και πήγε
Στο αντικρινό μπαλκόνι
    όπου καθόταν μόνη
Μελαχρινή κοπέλα
    με κάτασπρη κορδέλα

Το πήρε στην ποδιά της
    το 'βαλε στα μαλλιά της
Το φόρεσε βραχιόλι
    και λαμποκόπησε όλη
Έπειτα ήρθε ο μπάτης
    πήρε το κάθισμά της
Τη φύσηξε απ' το πλάι
    μες στη βραδιά του Μάη
Κι άξαφνα μες στον ουρανό
    κάηκε σαν βεγγαλικά.

        ΤΟ ΜΑΓΙΣΣΑΚΙ
Από τους χρόνους τους παλιούς                 το 'χω βαθύ μεράκι
    να βγω στις πέρα θάλασσες                    να βρω το Μαγισσάκι

Τ' άπιαστο σαν αερικό                                 στην εμορφιά του Μάης
    που αν κάνεις να τον μυριστείς               αλίμονό σου - εκάης

Έβγα έβγα Μαγισσάκι                                Τι ζουμπούλια και τι κρίνα
    χτύπα χτύπα το ραβδάκι                               Τι κι ετούτα τι κι εκείνα
Ντο και ρε και μι και φα                              Ντο και ρε και φα και μι
    μες στα ροζ τα σύννεφα                              φούχτα μου και δύναμη

Ποιος θα μου δώκει δύναμη                       κι ένα μακρύ καμάκι
    να βγω στις πέρα θάλασσες                        να βρω το Μαγισσάκι
Που 'ναι σπηλιά του ο ουρανός                   άγγελος η μαμά του
    κι αφρός το φουστανάκι του                        στην άκρια του κυμάτου 

Χτύπα χτύπα το ραβδάκι                             Τα παπιά και τα βαπόρια
    χύνε το νερό στ' αυλάκι                               παν μαζί και πάνε χώρια 
Φα και ρε και μι και ντο                            Έξι τέσσερα κι οχτώ
    μες στο μπλε το ξάγναντο                          γούρι μου και φυλαχτό

Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές                       ν' ανάψω ένα κεράκι
    να κάνει θαύμα στα κρυφά                        για με το Μαγισσάκι

Που να κοιμάμαι ξυπνητός                        να τρέχω ξαπλωμένος
    και να με λεν χωρίς καρδιά                       μα να 'μ' ερωτευμένος.

         ΤΑ ΟΣΑ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ' ΓΡΑΦΕ
Τα όσα η μοίρα μου 'γραφε
    κι άλλος κανείς δεν ξέρει
Τα βρήκα μέσα στον καφέ
    τα διάβασα στο χέρι

Ποτάμι βρήκα σκοτεινό
    μια σφαλιγμένη πόρτα
Κοράκια πάνω στο βουνό
    και φίδια μες στα χόρτα

Μακάρι να 'μουν σαν τα ζα
    που βοσκούνε στον κάμπο
Γράμματα να μη γνώριζα
    μες στα μυστήρια να 'μπω

Μυστήρια τέτοια δε συμφέ-
    να ψάχνω δε συμφέρει
Φέρτε μου δεύτερο καφέ
    κι αλλάξτε μου το χέρι.

        Ο ΤΑΜΕΝΟΣ
Σηκώθηκε ο Πουνέντες και λυσσά
    της Παναγίας φτάνει ως τα μισά
Στάζουν οι πέπλοι λάμπουν τα χρυσάφια
σκαμπανεβάζουν γύρω τα χωράφια
Από παιδί σαν να 'σουν εκκλησιά
    παλιό μου καλοκαίρι σ' έζησα
Θυμάμαι που οι άγγελοι τρομαγμένοι
    ανεβοκατέβαιναν οι καημένοι
Κι όλο ζητούσα πως την Ομορφιά
    να τηνε κατεβάσω απ' τα καρφιά
Κι όλο μ' έριχνε κάτου θυμωμένος
    Εκείνος όπου του ήμουνα ταμένος.

        ΟΛΑ ΤΑ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    τ' άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
    το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
    την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    με τα μισόλογα τα σβησμένα
    τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
    όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
    τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
    κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

         ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ
Εδώ στου δρόμου τα μισά
    έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ
    γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα

Στ' αληθινά στα ψεύτικα
    το λέω και τ' ομολογώ
Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ
    μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει
    όσο κι αν τα κυνηγά
Πάντα πάντα θα 'ναι αργά
    δεύτερη ζωή δεν έχει.

         Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Γρήγορα που σκοτεινιάζει. Φθινοπώριασε
    δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο. Χώρια εσέ

Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου
    προδομένος απομένει - ποιος; Ο φίλος σου

Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σου-
    που σου 'μελλε να το 'βρεις απ' τη γυναίκα σου

Ασ' τον άνεμο να λέει άσ' τον να λυσσά
    κάποιος θα 'ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα

Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις - ποιος; Ο νικητής
   αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης

Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου
    θα μετράει στα δάχτυλα της η γυναίκα σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: