Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΟΥΩΛΤ ΟΥΪΤΜΑΝ

Στὸ Ἤστ Ρίβερ καὶ στὸ Μπρὸνξ τ’ ἀγόρια τραγουδοῦσαν, ἔδειχναν τὴ μέση τους μὲ τὸν τροχό, τὸ λάδι, τὸ πετσὶ καὶ τὸ σφυρί. Ἐνενήντα χιλιάδες μεταλλωρύχοι βγάζανε τὸ ἀσήμι ἀπὸ τοὺς βράχους καὶ τὰ παιδιὰ σχεδίαζαν προοπτικὲς καὶ σκάλες. Ἀλλὰ κανένας δὲν κοιμόταν, κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ ’ναι ποτάμι, κανεὶς δὲν ἀγαποῦσε τὰ μεγάλα φύλλα, κανεὶς τὴ γαλάζια γλώσσα τῆς ἀκτῆς. Στὸ Ἤστ Ρίβερ καὶ στὸ Κουίνσμπορο τ’ ἀγόρια πάλευαν μὲ τὴ βιομηχανία, κι οἱ Ἑβραῖοι πούλαγαν στοῦ ποταμοῦ τὸ φαῦνο τὸ ρόδο τῆς περιτομῆς, κι ὁ οὐρανὸς ἔφερνε πρὸς τὶς γέφυρες καὶ τὶς σκεπὲς κοπάδια βίσονες σπρωγμένα ἀπὸ τὸν ἄνεμο. Κανένας δὲν τὰ συγκρατοῦσε, κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ εἶναι σύννεφο, κανεὶς δὲν ἔψαχνε τὶς φτέρες οὔτε τὸ κίτρινο στεφάνι ἀπὸ τὸ ντέφι. Μόλις ἡ σελήνη βγαίνει οἱ τροχαλίες θὰ γυρίσουν γιὰ νὰ λερώσουνε τὸν οὐρανό· μιὰ γραμμὴ ἀπὸ βελόνες θὰ ζυγώσει τὴ μνήμη καὶ τὰ φέρετρα θὰ μεταφέρουν αὐτοὺς ποὺ δὲ δουλεύουνε. Νέα Ὑόρκη ἀπὸ βοῦρκο, Νέα Ὑόρκη ἀπὸ σύρματα καὶ θάνατο. Ποιὸν ἄγγελο ἔχεις μυστικὸ στὸ μάγουλο; Ποιὰ φωνὴ τέλεια θὰ πεῖ τὶς ἀλήθειες τοῦ σταχυοῦ; Ποιὸς τ’ ὄνειρο τὸ τρομερὸ ἀπὸ τὶς λερωμένες ἀνεμῶνες σου; Οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ μονάχα, ὄμορφε γέρο Οὐὸλτ Οὐίτμαν, δὲν ἔπαψα νὰ βλέπω τὴ γενειάδα σου γεμάτη πεταλοῦδες, οὔτε τοὺς βελουδένιους ὤμους σου τοὺς ξεφτισμένους ἀπὸ τὴ σελήνη, οὔτε καὶ τοὺς μηρούς σου τοῦ παρθενικοῦ Ἀπόλλωνα, οὔτε καὶ τὴ φωνὴ σου ὅπως μιὰ κολόνα στάχτης· γέροντα ὄμορφε ὅπως ἡ ὁμίχλη, ποὺ στέναζες ἴδιος μ’ ἕνα πουλὶ μὲ τὸ φύλο τρυπημένο ἀπὸ μιὰ καρφίτσα, ἐχθρὲ τοῦ σάτυρου, ἐχθρὲ τοῦ ἀμπελιοῦ, κι ἐραστὴ τῶν κορμιῶν κάτω ἀπ’ τὸ τσαλακωμένο ὕφασμα. Οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ μονάχα, ἀντρίκια ὀμορφιά, ποὺ στὰ βουνὰ τοῦ κάρβουνου, τὶς ἀγγελίες καὶ τὶς ἁμαξοστοιχίες, δὲν ὀνειρεύτηκες νὰ ’σαι ποτάμι καὶ νὰ κοιμᾶσαι σὰν ποτάμι μ’ αὐτὸ τὸ σύντροφο ποὺ θὰ ’βαζε στὸ στῆθος σου ἕναν πόνο μικρὸ ἀπὸ ἄμαθη λεοπάρδαλη. Οὔτε γιὰ μιὰ στιγμὴ μονάχα, Ἀδὰμ τοῦ αἵματος, ἀρσενικέ, ἄνδρα μοναχὲ στὴ θάλασσα, ὄμορφε γέρο Οὐὸλτ Οὐίτμαν, γιατὶ στοὺς ἐξῶστες, μαζεμένοι στὰ μπάρ, βγαίνοντας σὰν τσαμπιὰ ἀπ’ τοὺς ὑπονόμους, τρέμοντας ἀνάμεσα στὰ πόδια τῶν σωφὲρ ἤ στροβιλιζόμενοι στὶς πίστες μὲ τὸ ἀψέντι, οἱ ἀδελφές, Οὐὸλτ Οὐίτμαν, σὲ δείχνουνε. Κι αὐτὸς εἶναι! Κι αὐτός! Καὶ προσγειώνονται πάνω στὴ φωτεινὴ κι ἁγνὴ γενειάδα σου, ξανθοὶ ἀπ’ τὸ Βορρά, νέγροι ἀπ’ τὴν ἄμμο, μεγάλα πλήθη ἀπὸ χειρονομίες καὶ κραυγὲς ὅπως οἱ γάτες κι ὅπως τὰ ἐρπετά, οἱ ἀδελφές, Οὐὸλτ Οὐίτμαν, οἱ ἀδελφές, θαμποὶ ἀπὸ δάκρυα, κρέας γιὰ τὸ μαστίγιο, τὴν μπότα ἤ τὴ δαγκωματιὰ τῶν θηριοδαμαστῶν. Κι αὐτὸς εἶναι! Κι αὐτός! Βρώμικα δάχτυλα ἀγγίζουνε τὴν ὄχθη τοῦ ὀνείρου σου ὅταν ὁ φίλος τρώει τὸ μῆλο σου μὲ μιὰ ἁπαλὴ γεύση ἀπὸ βενζίνη κι ὁ ἥλιος τραγουδάει στοὺς ἀφαλοὺς τῶν ἀγοριῶν ποὺ παίζουνε κάτω ἀπ’ τὶς γέφυρες. Ἀλλὰ ἐσὺ δὲν ἔψαχνες τὰ γρατσουνισμένα μάτια, οὔτε τὸ τέλμα τὸ κατάμαυρο ὅπου βουτᾶνε τὰ παιδιά, οὔτε τὸ παγωμένο σάλιο, οὔτε τὰ πληγωμένα τόξα σὰν τοῦ βατράχου τὴν κοιλιὰ ποὺ κουβαλᾶνε οἱ ἀδελφὲς σ’ ἁμάξια καὶ ταράτσες τὴν ὥρα ποὺ ἡ σελήνη τοὺς μαστιγώνει ἀπ’ τὶς γωνιὲς τοῦ τρόμου. Ἐσὺ ἔψαχνες ἕνα γυμνὸ ποὺ ἦταν σὰν ποτάμι, ταῦρος καὶ ὄνειρο ποὺ ἑνώνει τὸν τροχὸ μὲ τὸ φύκι, πατέρα τῆς ἀγωνίας σου, καμέλια τοῦ θανάτου σου, καὶ ποὺ θὰ στέναζε στὶς φλόγες τοῦ κρυφοῦ ἰσημερινοῦ σου. Γιατὶ εἶναι δίκαιο ποὺ ὁ ἄντρας δὲν ἀναζητάει τὴν τέρψη του στὸ ματωμένο ἄλσος τοῦ ἑπόμενου πρωιοῦ. Ὁ οὐρανὸς ἔχει ἀκτὲς ὅπου ἀποφεύγει τὴ ζωὴ κι εἶναι κορμιὰ ποὺ δὲν τοὺς πρέπει νὰ ἐπαναλαμβάνονται τὸ χάραμα. Ἀγωνία, ἀγωνία, ὄνειρο, προζύμι κι ὄνειρο. Αὐτὸ εἶν’ ὁ κόσμος, φίλε μου, ἀγωνία, ἀγωνία. Οἱ νεκροὶ σαπίζουνε κάτω ἀπὸ τὸ ρολόι τῶν πόλεων. Ὁ πόλεμος περνάει κλαίγοντας μ’ ἕνα ἑκατομμύριο γκρίζους ἀρουραίους, οἱ πλούσιοι δίνουνε στὶς ἐρωμένες τους μικροὺς καὶ λαμπεροὺς ἑτοιμοθάνατους, καὶ ἡ ζωὴ δὲν εἶν’ εὐγενική, οὔτε καλή, οὔτε ἅγια. Μπορεῖ ὁ ἄντρας, ἄν τὸ θέλει, νὰ ὁδηγεῖ τὸν πόθο του ἀπὸ κοραλλένια φλέβα ἤ ἀπὸ γύμνια οὐράνια. Αὔριο οἱ ἔρωτες θὰ εἶναι βράχοι καὶ ὁ Χρόνος μιὰ αὔρα ποὺ ἔρχεται κοιμισμένη στὰ κλαριά. Γι’ αὐτὸ δὲν ὑψώνω τὴ φωνή μου, γέρο Οὐὸλτ Οὐίτμαν, οὔτε ἐναντίον τοῦ παιδιοῦ ποὺ γράφει ὄνομα κοριτσιοῦ στὸ μαξιλάρι του, οὔτε ἐναντίον τοῦ ἀγοριοῦ ποὺ νύφη ντύνεται στὴ σκοτεινιὰ τῆς γκαρνταρόμπας, οὔτε ἐναντίον τῶν μοναχικῶν ἀπ’ τὰ καζίνα ποὺ πίνουνε μὲ σιχασιὰ τὸ νερὸ τῆς ἐκπόρνευσης, οὔτε ἐναντίον τῶν ἀνδρῶν μὲ τὸ πράσινο βλέμμα ποὺ ἀγαποῦν τὸν ἄνδρα καὶ καῖνε σιωπηλὰ τὰ χείλη τους. Ἀλλὰ ἐναντίον σας, ἀδελφὲς τῶν πόλεων, μὲ τὴν πρησμένη σάρκα καὶ τὴ σκέψη ἀκάθαρτη. Μητέρες τῆς λάσπης. Ἅρπυιες. Ἐχθροὶ χωρὶς ὄνειρο τοῦ Ἔρωτα ποὺ μοιράζει στέμματα χαρᾶς. Ἐναντίον σας πάντα, ποὺ δίνετε στ’ ἀγόρια σταγόνες βρώμικου θανάτου μὲ πικρὸ φαρμάκι. Ἐναντίον σας πάντα, Φαίρις τῆς Ἀμερικῆς, Πάχαρος τῆς Ἀβάνας, Χότος τοῦ Μεξικοῦ, Σαράσας τοῦ Κάντιθ, Ἄπιος τῆς Σεβίλλης, Κάνκος τῆς Μαδρίτης Φλόρας τοῦ Ἀλικάντε, Ἀδελαΐδας τῆς Πορτογαλίας. Ἀδελφὲς ὅλου τοῦ κόσμου, δολοφόνοι περιστεριῶν! Σκλάβοι τῆς γυναίκας. Σκύλες τῶν κοιτώνων τους. Ἀνοιχτοὶ στὶς πλατεῖες μὲ πυρετὸ ἀπὸ βεντάλια ἤ στήνοντας καρτέρι σὲ παγωμένα τοπία κώνειου. Δὲ θὰ ὑπάρξει ἔλεος! Ὁ θάνατος τρέφεται ἀπὸ τὰ μάτια σας καὶ μαζεύει ἄνθη γκρίζα στὴν ὄχθη τοῦ βούρκου. Δὲ θὰ ὑπάρξει ἔλεος! Γρηγορεῖτε!! Γιατὶ οἱ συγχυσμένοι, οἱ καθαροί, οἱ κλασικοί, οἱ διάσημοι, οἱ ἱκέτες θὰ σᾶς κλείσουν τὶς πόρτες τοῦ βακχικοῦ ὀργίου. Κι ἐσύ, ὡραῖε Οὐὸλτ Οὐίτμαν, κοιμήσου στὶς ὄχθες τοῦ Χάτσον μὲ τὴ γενειάδα ὥς τὸν πόλο καὶ τὰ χέρια σου ἀνοιχτά. Μαλακὲ ἄργιλε ἤ χιόνι, ἡ γλώσσα σου ἔχει καλέσει συντρόφους ποὺ ποιμαίνουν τὴν ἀσώματη γαζέλα σου. Κοιμήσου: τίποτα δὲ μένει. Ἕνας χορὸς τῶν τοίχων ἐρεθίζει τὰ λιβάδια κι ἡ Ἀμερικὴ πνίγεται σὲ μηχανὲς καὶ θρῆνο. Θέλω ὁ δυνατὸς ἀέρας ἀπὸ τὴν πιὸ βαθιὰ τὴ νύχτα νὰ πάρει ἄνθη καὶ γράμματα ἀπ’ τὴν ἁψίδα ὅπου κοιμᾶσαι, κι ἕνα νεγράκι ν’ ἀναγγείλει στοὺς χρυσοὺς λευκοὺς τὸν ἐρχομὸ τῆς βασιλείας τοῦ σταχυοῦ. 15 Ἰουνίου [1930] Μετ. Βασίλης Λαλιώτης http://bibliotheque.gr/?p=8796

Δεν υπάρχουν σχόλια: