Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

πρελούδιο για έναν αποχωρισμό κι έναν χαμένο Παράδεισο

έτσι να βγεις από τον έρωτα πισωπατώντας όπως βγαίνουν από τους ναούς οι πιστοί για να μην προσβάλλουν τον θεό τους όπως οι ξεριζωμένοι από τα σπίτια με τα μικρά μας κειμήλια κρυμμένα στον κόρφο σου ανάψαμε ένα κερί μα το έσβησε ο άνεμος η προσευχή μας δεν έφτασε ψηλότερα από την μάντρα κι ας πλαγιάσαμε στην ύπαιθρο με στέγη τον ουρανό μικρό, ακούραστο καντηλανάφτη να βουτάει τα όνειρα μέσα στων άστρων το χρυσό λάδι όλα για μας και κανένα δικό μας σαν από παλιές ζωές χρωστούμενα κι από καινούριες ήδη ξοφλημένα. πώς να βρω το χέρι σου να σε τραβήξω στο φως, πώς να βρεις το δικό μου να με κρατήσεις έτσι που εντοιχιστήκαμε μέσα στις ζωές μας έτσι που μοιάσαμε με τις οικοσκευές λυγίζουν τα γόνατα, αγάπη μου, και πέφτεις με όλο το βάρος του καναπέ και πέφτω με το κρεβάτι στο χώμα εκεί που κάποτε ανάσαινες κι έγερναν τ΄ αραποσίτια εκεί που με φιλούσες κι οι λεύκες ανατρίχιαζαν εκεί που με γύμνωνες κι ερχόταν η θάλασσα με γκαστρωμένα όλα τα θηλυκά της δελφίνια να γεννήσουν ανάμεσα στα πόδια μας δες τώρα πώς καταρρέω κάτω από την ανυπολόγιστη αξία των ανθρώπων πώς γκρεμίζεσαι με την αγάπη τους πάνω στην δική μας αγάπη όπως οι όροφοι των κτιρίων στον σεισμό κι από ταβάνι γίνομαι πάτωμα βραχυκύκλωμα στα καλώδια διαρροή στο υπόγειο για να επιπλέουν ναυάγια με των γυναικών τα καθημερινά φουστάνια τα εσώρουχα τις νυχτικιές και τις ρυτίδες των ματιών τους. ρίξαμε μια πέτρα στο πηγάδι κι ακούστηκε η κραυγή της εδώ είσαι ακόμα; φύγε! να μην πεθάνεις από δίψα απόφαση για σένα θα το πω για μένα μοίρα πάρε τα πόδια μου και τρέξε στην βρύση την πιο κοντινή σε αθέριστο χωράφι εκεί που οι άνθρωποι χορεύουν αγκαλιά τις Κυριακές και στρώνουν στην αυλή τραπέζια, αγαπημένοι μεταξύ τους κι από τους άλλους πιο πολύ μαζί όσο μεγαλώνουν πάρε τα πόδια μου και φύγε πριν δώσει ο έρωτας όλο το αίμα στην ντροπή πριν σε κοιτάξω ξένο κι εσύ σαν άγνωστη με προσπεράσεις πάρε τα πόδια μου και φύγε πριν μας πετάξει ο κηπουρός μες του φιδιού τον λάκκο που είναι του ενός η έρημος και του μισού εξορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια: