Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Τελευταία στιγμή.



1ο Μέρος
Η γνωριμία



Ο Νίκος περίμενε ανυπόμονα το τρένο εδώ και μισή ώρα. Η καθυστέρηση άρχισε να τον κάνει νευρικό, πήγαινε από τη μια άκρη της πλατφόρμας στην άλλη, ανάβοντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο. Η φωτεινή ένδειξη έλεγε ότι από στιγμή σε στιγμή η αμαξοστοιχία θα έφτανε. Κοιτούσε μακριά στον ορίζοντα προσπαθώντας να διακρίνει κάτι, αλλά η κακή του όραση δεν τον βοηθούσε. Μπροστά του τέσσερα ζευγάρια γραμμές, μεταλλικοί δρόμοι πάνω στους οποίους μεταφερόταν άνθρωποι και ιδέες, περίμεναν καρτερικά τα τρένα κι απέναντι μια δεντροστοιχία που έκρυβε τη θέα στον κάμπο. Το παλιό πέτρινο κτίριο του σταθμού, πρόσφατα ανακαινισμένο, κουβάλαγε αναμνήσεις από το παρελθόν. Ο τεράστιος πίνακας ανακοινώσεων έστεκε καταμεσής στον τοίχο κι από δίπλα δυο φωτογραφίες παλιών ατμοκίνητων τρένων. Τέσσερα πέντε φρεσκοβαμμένα παγκάκια περίμεναν καρτερικά να ξεκουράσουν τους επισκέπτες. Τα μοναδικά που είχαν μείνει ίδια ήταν μερικές απλίκες, που σε πείσμα του χρόνου και της φθοράς, παρέμεναν αναλλοίωτες και φώτιζαν με το κίτρινο ξεθωριασμένο τους φως την πλατφόρμα.


Δυο μήνες πριν ο γιατρός δέχτηκε ένα τηλεφώνημα. Κάποιος Νίκος Γρηγορίου ήθελε να κλείσει ραντεβού για την ίδια μέρα το απόγευμα. Παρά την αντίδραση του γιατρού, καθόσον ήταν Σάββατο και δεν πήγαινε στο ιατρείο του, δέχτηκε γιατί η πίεση και η επιμονή του συνομιλητή του ήταν μεγάλη. Στις έξι το απόγευμα ήταν εκεί και περίμενε. Δέκα λεπτά μετά, ένας ψηλός γεροδεμένος άντρας με γαλάζια διαπεραστικά μάτια εμφανίστηκε μπροστά του.
- Ο γιατρός Αθανασίου; είπε κοφτά.
- Μάλιστα, απάντησε ο γιατρός. Εσείς θα είστε ο κύριος Γρηγορίου φαντάζομαι.
- Ναι.
- Καθίστε, είπε ο γιατρός δείχνοντάς του την πολυθρόνα. Προς τι αυτή η επίσκεψη και μάλιστα Σάββατο απόγευμα; Είναι κάτι επείγον;
- Κοιτάξτε γιατρέ, είπε χαμηλώνοντας τη φωνή αλλά κοιτάζοντάς τον διαρκώς στα μάτια, είναι κάτι το οποίο πρώτα απ’ όλα απαιτεί την εχεμύθειά σας.
- Δηλαδή; έκανε γεμάτος απορία.
- Φαντάζομαι ότι μπορώ να σας εμπιστευτώ και ότι πούμε θα μείνει μεταξύ μας.
- Βεβαίως.
- Το αφεντικό μου πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια που τον ταλαιπωρεί αφάνταστα. Θέλει με κάποιο τρόπο να βρει λύση στο πρόβλημά του, να θεραπευτεί.
- Ποιος είναι το αφεντικό σας κύριε Γρηγορίου και από τι πάσχει; ρώτησε βάζοντας τα γυαλιά του και ρίχνοντας το βλέμμα του σε κάποιες σημειώσεις που είχε μπροστά του.
- Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι μία αλλά πολλές οι παθήσεις που τον βασανίζουν. Είναι θαύμα ότι ακόμα ζει… σχεδόν τίποτα δε λειτουργεί σωστά, νεφρά, συκώτι… Πάσχει κι από αποφρακτική πνευμονοπάθεια. Δεν μπορεί ούτε ένα βήμα να κάνει και λαχανιάζει. Είναι μισός άνθρωπος.
- Μα, κύριε Γρηγορίου, όπως ίσως θα ξέρετε εγώ δεν είμαι πνευμονολόγος και βεβαίως δεν έχω ειδίκευση σε τέτοια πράγματα. Μάλλον κάνατε λάθος. Νομίζω όμως ότι μπορώ να σας συστήσω κάποιους αξιόλογους συναδέρφους αναλόγων ειδικοτήτων, είπε γράφοντας πάνω στις σημειώσεις που είχε μπροστά του. Και ποιος είπατε είναι το αφεντικό σας; νομίζω μου διέφυγε το όνομά του…
- Όχι γιατρέ μου, δεν έχω κάνει λάθος. Ξέρω ότι είστε νευροχειρουργός…
- Αφού το ξέρετε τότε γιατί απευθυνθήκατε σε μένα; τον διέκοψε.
- Κοιτάξτε, το αφεντικό μου θέλει να βρει τη γαλήνη, αν με καταλαβαίνετε…
- Όχι δεν σας καταλαβαίνω, είπε γυρίζοντας αυστηρά το βλέμμα του προς τα γαλάζια του μάτια. Ξεκαθαρίστε επιτέλους τι θέλετε από μένα, γιατί ξέρετε είναι Σάββατο απόγευμα κι έχω πολλές δουλειές να κάνω. Πάντως σε κάθε περίπτωση δε νομίζω να μπορώ να σας βοηθήσω. Και δεν μου είπατε ποιος είναι τέλος πάντων.
- Το αφεντικό μου δεν μπορεί ούτε ένα βήμα να κάνει. Με το ζόρι ανασαίνει. Το μυαλό του από την άλλη είναι ακμαιότατο και νιώθει φυλακισμένος μέσα στο σώμα του που δεν του προσφέρει τίποτα παρά μόνο δυστυχία.
- Και;
- Και θέλει να απαλλαγεί από αυτό.
- Πώς να απαλλαγεί κύριε Γρηγορίου, τι είναι αυτά που μου λέτε; έκανε φανερά εκνευρισμένος.
- Να τον απαλλάξετε από τα επίγεια γιατρέ μου, είπε κοφτά.


Για μερικά δευτερόλεπτα τον κοιτούσε άφωνος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν αληθινά όλα αυτά που άκουσε. Κάποιος άγνωστος του ζητούσε ούτε λίγο ούτε πολύ να σκοτώσει έναν συνάνθρωπό του. Ταράχτηκε κι άρχισε να ιδρώνει. Ακούμπησε τα χέρια του με δύναμη πάνω στο γραφείο του και σηκώθηκε μονομιάς. Η καρέκλα έφυγε πίσω του κι έπεσε με δύναμη στον τοίχο από την απότομη κίνησή του. Τον κοίταξε αυστηρά και προσπάθησε να συνέρθει από το σοκ.


- Σας παρακαλώ περάστε έξω από το γραφείο μου αμέσως. Θα ξεχάσω το γεγονός ότι συναντηθήκαμε και δε θα καλέσω την αστυνομία. Φύγετε αμέσως… Το χέρι του τεντωμένο έδειχνε προς την πόρτα.
- Καλώς κύριε Αθανασίου, θα φύγω. Συγνώμη αν σας αναστάτωσα, αλλά, όπως πολύ καλά καταλαβαίνετε, γι’ αυτά τα πράγματα δεν υπάρχει απλός τρόπος να τα πεις…
- Σας παρακαλώ πηγαίνετε. Το χέρι του εξακολουθούσε να δείχνει προς την έξοδο.
- Φεύγω γιατρέ, αλλά πριν κλείσω την πόρτα πίσω μου ήθελα να σας παρακαλέσω να διαβάσετε αυτή την επιστολή. Έβγαλε από το σακάκι του ένα σφραγισμένο φάκελο και τον ακούμπησε στο γραφείο του.
- Σας παρακαλώ, φώναξε ο γιατρός, πάρτε αυτό το φάκελο μαζί σας, δεν έχω να διαβάσω τίποτα.
- Θα τον αφήσω γιατρέ κι αν δε θέλετε να τον ανοίξετε απλώς πετάξτε τον στο καλάθι των αχρήστων. Καλό σας απόγευμα και συγνώμη για την ταραχή που σας προκάλεσα…


Η πόρτα έκλεισε ερμητικά αφήνοντας το γιατρό με τα χέρια τεντωμένα πάνω στο γραφείο του. Νόμισε για μια στιγμή ότι είχε ξεχάσει να πάρει ανάσα τα τελευταία πέντε λεπτά και τράβηξε μια γερή δόση οξυγόνου για να γεμίσει τα πνευμόνια του. Έπιασε την καρέκλα κι έπεσε πάνω της σε μια λυτρωτική κίνηση. Άλλο πάλι και τούτο σκέφτηκε, να δω τι άλλο θα ακούσω σε τούτη τη ζωή. Τα μάτια του καρφώθηκαν στο φάκελο. Τον κοιτούσε χωρίς να τολμήσει ούτε καν να απλώσει το χέρι για να τον πάρει. Δεν πρόκειται να τον ανοίξω, δε με νοιάζει ότι κι αν γράφει…





Ο Απόστολος Λιανός ήταν ο βασιλιάς του χάλυβα. Τα εργοστάσιά του σ’ ολόκληρο τον κόσμο δούλευαν νύχτα μέρα ασταμάτητα κι εφοδίαζαν την παγκόσμια αγορά με όλων των ειδών τα προϊόντα. Από καρφίτσες μέχρι σκελετούς πλοίων. Είχε ξεκινήσει από μια μάντρα ανακύκλωσης παλαιών σιδήρων που κληρονόμησε από τον πατέρα του στην Αμερική και έφτασε να διαφεντεύει πολλά εργοστάσια κι άλλες τόσες επιχειρήσεις. Ο κατάλογος των πελατών του ήταν ατελείωτος, από αυτοκινητοβιομηχανίες μέχρι ναυπηγεία κι από καταστήματα λιανικής μέχρι κατασκευαστικές εταιρείες. Είχε επεκτείνει τις δραστηριότητες του και σε άλλους τομείς και δαιμόνιος και δραστήριος όπως ήταν η μια επιτυχία διαδεχόταν την άλλη.
Μια δεκαετία πριν ήταν στο απόγειο της δόξας του. Τίποτα δε φαινόταν ότι ήταν ικανό να ανακόψει την ανοδική του πορεία, οι εταιρείες του ήταν εύρωστες και χωρίς προβλήματα. Το προσωπικό του τον λάτρευε και έδινε την ψυχή του για εκείνον, αφού κι αυτός τους θεωρούσε οικογένειά του. Κάποια στιγμή όμως, διαπίστωσε ότι οι αντοχές του λιγόστευαν. Σε σύντομο χρονικό διάστημα άρχισε να μην μπορεί να ανταπεξέρθει στις απαιτήσεις της δουλειάς του, κουραζόταν πολύ εύκολα και ένιωθε ότι δεν μπορούσε να πάρει ανάσα. Στην αρχή υπέθεσε ότι απλώς χρειαζόταν ξεκούραση κι αποφάσισε να κάνει μερικές μέρες διακοπές. Όμως το πρόβλημα δε φαινόταν να αμβλύνεται, το αντίθετο μάλιστα. Οι γιατροί του ανακοίνωσαν ότι πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια των νεφρών του. Για αρκετά χρόνια πάλεψε και κατάφερε να μην επιδεινωθεί η κατάστασή του, αλλά η μοίρα στάθηκε σκληρή απέναντί του και πριν καλά καλά το καταλάβει ήρθε και η σειρά κι άλλων οργάνων που άρχισαν να καταρρέουν το ένα μετά το άλλο. Ιδιοπάθεια του είπαν χωρίς να του δώσουν καμία άλλη εξήγηση. Στην αρχή δεν πτοήθηκε αλλά μετά ήρθε η χαριστική βολή, αποφρακτική πνευμονοπάθεια, αποτέλεσμα του καλύτερου συντρόφου του όπως έλεγε, του τσιγάρου. Στην είδηση της νέας ασθένειας, παρά τον πειθαρχημένο χαρακτήρα του, κατέρρευσε. Άρχισε να συμβουλεύεται τους καλύτερους γιατρούς, αλλά δυστυχώς και μια σειρά άλλων προβλημάτων που διαπιστώθηκαν δεν του άφηνε πολλά περιθώρια. Απομονώθηκε στο εξοχικό του πάνω στο βουνό, όπου η ξηρή και καθαρή ατμόσφαιρα έκαναν την ασθένειά του πιο ήπια.


Ο φάκελος περίμενε αδιάφορα πάνω στο γραφείο. Είχε μαγνητίσει το βλέμμα του γιατρού εδώ και κάμποση ώρα. Με μια κίνηση τον έπιασε και τον πέταξε στο καλάθι των αχρήστων. Σηκώθηκε κι κατευθύνθηκε προς την πόρτα, αλλά πριν την ανοίξει κοντοστάθηκε. Γύρισε πίσω και τον πήρε στα χέρια. Τον άνοιξε κι άρχισε να διαβάζει το χειρόγραφο σημείωμα:


“Αγαπητέ κύριε Αθανασίου,


Επιτρέψτε μου πρώτα απ’ όλα να συστηθώ. Ονομάζομαι Απόστολος Λιανός και είμαι επιχειρηματίας. Ο βοηθός μου επιμελώς θα φρόντισε να μη σας αποκαλύψει την ταυτότητά μου διότι ενεργούσε με δική μου εντολή και σας ζητώ να με συγχωρήσετε γι’ αυτό.
Προφανώς η συζήτηση που είχατε με τον άνθρωπό μου σας αναστάτωσε. Καταλαβαίνω ότι αυτό που σας ζήτησε δεν είναι ένα απλό καθημερινό πράγμα και είναι έξω και πέρα από τη λογική σας. Γνωρίζω ότι σίγουρα δεν υπάρχει ούτε η παραμικρή σκέψη από μέρους σας να αποδεχτείτε την πρόταση που σας έγινε και δε σας κατηγορώ καθόλου γι’ αυτό. Διότι πέρα από τη νομική πλευρά του ζητήματος υπάρχει και η ηθική και βεβαίως ο όρκος που δώσατε στον Ιπποκράτη.
Κύριε Αθανασίου, σκοπός μου δεν ήταν να ταράξω την ηρεμία σας, κάθε άλλο μάλιστα. Θέλω να σας ζητήσω ειλικρινά από τα βάθη της ψυχής μου, όση περίσσεψε από δαύτη, ένα μεγάλο συγνώμη και ταυτόχρονα να κάνω μια επίκληση στην ανθρωπιά σας και να σας παρακαλέσω να κανονίσετε το πρόγραμμά σας ώστε να διαθέσετε λίγο χρόνο για μια συνάντηση μαζί μου. Αν αποδεχτείτε την πρότασή μου, παρακαλώ να επικοινωνήσετε με τον κύριο Γρηγορίου στο τηλέφωνο 69………


Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων.


Με τιμή


Απόστολος Λιανός”




Έμεινε αποσβολωμένος να κοιτάζει την επιστολή. Ο Απόστολος Λιανός ήταν πασίγνωστος επιχειρηματίας, από τους πιο ισχυρούς κι ακριβοθώρητους κι από ότι φαινόταν είχε την ανάγκη του εκείνη τη στιγμή. Παραξενεύτηκε, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε απευθυνθεί σ’ εκείνον, από τη στιγμή που θα μπορούσε να βρει την αφρόκρεμα των γιατρών όλου του κόσμου. Η περιέργεια άρχισε να φουντώνει μέσα του. Δίπλωσε τη επιστολή και την έβαλε στην τσέπη του. Έκλεισε την πόρτα του γραφείου και προχώρησε στο μακρύ διάδρομο σχεδόν μηχανικά, βυθισμένος στις σκέψεις του.






Τρία χρόνια πριν, ο γιατρός ήταν ένας από τους ομιλητές του διεθνούς ιατρικού συνεδρίου που μεταξύ των άλλων είχε και αναφορά στο θέμα της ευθανασίας. Ένθερμος υποστηρικτής της άποψης ότι είναι ενάντια στους κανόνες της ιατρικής επιστήμης αλλά και της ηθικής, είχε εκφωνήσει ένα πύρινο λόγο στον οποίο αφενός ανέλυε τα επιχειρήματά του κι αφετέρου είχε στραφεί ενάντια σε όσους είχαν αντίθετη άποψη. Έγινε το σύμβολο κατά της ευθανασίας και αρκετοί συνάδερφοι του που συμμεριζόταν την ίδια άποψη μ’ εκείνον έγιναν υποστηρικτές του. Έκτοτε, είχε δημοσιεύσει αρκετές μελέτες και άρθρα στον τύπο για το ζήτημα και είχε γίνει γνωστός και στο ευρύ κοινό για τις πεποιθήσεις του.




2ο Μέρος
Η συνάντηση


Το τρένο άνοιξε τις πόρτες του κι ο κόσμος βιαστικά άρχισε να κατεβαίνει από τα στενά σκαλοπάτια. Η αναταραχή δε φάνηκε να τον επηρεάζει. Καθόταν στο κάθισμα και κοιτούσε από το παράθυρο τη δεντροστοιχία απέναντι από το σταθμό. Δεν είχε αποφασίσει ακόμα αν θα κατέβαινε ή όχι, δεν ήξερε αν ήθελε ή όχι να συναντηθεί με το Λιανό. Όλη αυτή η υπόθεση ήταν πρωτόγνωρη, ένας εφιάλτης που ήρθε απρόσκλητος στη ζωή του και που κανονικά θα έπρεπε να τον έχει απορρίψει αμέσως. Η προσωπικότητα όμως του Λιανού, ενός ανθρώπου που η οξυδέρκειά του τον είχε οδηγήσει στις μεγαλύτερες επιτυχίες, τον προβλημάτιζε ιδιαίτερα. Ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος να αποζητά κάτι τέτοιο; σκεφτόταν διαρκώς. Σίγουρα δεν είναι κάποιος τυχαίος και σίγουρα έχει ρωτήσει τους πάντες κι έχει ψάξει τα πάντα. Γιατί εμένα; Αφού είναι γνωστές οι θέσεις μου για το ζήτημα, αφού είμαι αντίθετος σε τέτοιες πρακτικές… Το ανεπαίσθητο κούνημα των δέντρων έμοιαζε σα σαγηνευτικός χορός. Οι κορυφές τους θαρρείς χάιδευαν ηδονικά τον ορίζοντα που χανόταν πίσω τους. Μέσα στο βαγόνι επικράτησε ησυχία για μερικές στιγμές, είχαν κατέβει όλοι κι οι επόμενοι επιβάτες δεν είχαν αρχίσει ακόμα να ανεβαίνουν.
Με μια απότομη κίνηση, το τρένο πίσω του άρχισε να κινείται αργά. Έμεινε ακίνητος να κοιτάζει το πέτρινο κτίριο του σταθμού χωρίς να μπορεί να πιστέψει ότι τελικά ενέδωσε στον πειρασμό και κατέβηκε. Ο Νίκος, που προς στιγμή νόμισε ότι δεν είχε έρθει, έλιωσε με το παπούτσι του το μισοτελειωμένο τσιγάρο. Ξεφύσηξε κλείνοντας τα μάτια και στρέφοντας στιγμιαία το κεφάλι του προς τον ουρανό προχώρησε ανακουφισμένος με αργά και μικρά βήματα προς το μέρος του γιατρού. Μερικές στιγμές αργότερα το μεγάλο κόκκινο τζιπ ανηφόριζε προς το μικρό χωριό στην πλαγιά του βουνού.






Δυο μέρες μετά την πρώτη τους συνάντηση, ο γιατρός κάλεσε το νούμερο που είχε σημειώσει ο Λιανός στην επιστολή του. Απάντησε ο Νίκος.
- Παρακαλώ;
- Ο γιατρός είμαι.
- Καλημέρα γιατρέ, πως είστε;
- Μπορείτε να μου πείτε τι ακριβώς θέλετε από μένα; Και γιατί ειδικά εμένα κι όχι κάποιον άλλο;
- Γιατρέ, νομίζω πως αυτό θα σας το πει το αφεντικό μου.
- Ο κύριος Λιανός μου έδωσε το τηλέφωνό σας…, δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρότασή του.
- Σας το έδωσε αν συμφωνείτε να κάνετε μια συνάντηση μαζί του. Λοιπόν;
- Τι λοιπόν;
- Για ποιο λόγο θέλει να συναντηθούμε;
- Πάντως όχι γι’ αυτό που φαντάζεστε. Απλώς θέλει να μιλήσει μαζί σας, νομίζω θέλει τη συμβουλή σας.
- Γιατί πράγμα; Αυτό δεν το γνωρίζω.
- Κι αν υποθέσουμε ότι δέχομαι να συναντηθώ μαζί του γιατί να μη μιλήσω απευθείας με τον ίδιο και μιλώ με σας κύριε Γρηγορίου;
- Για να κανονίσουμε τις λεπτομέρειες.
- Δηλαδή;
- Πείτε μου πρώτα, συμφωνείτε;


Το προηγούμενο βράδυ δεν είχε κοιμηθεί. Τον βασάνιζε η πρόταση του Λιανού. Δεν ήταν τυχαία προσωπικότητα και η περιέργεια τον είχε αναστατώσει. Στην αρχή προσπάθησε να μην ενδώσει αλλά μετά σκέφτηκε ότι μια απλή συνάντηση δε θα ήταν κάτι κακό, ίσως του δινόταν η ευκαιρία να τον μεταπείσει και να μην κάνει κακό στον εαυτό του. Θα ήταν άλλωστε μια έμπρακτη εφαρμογή όλων όσων υποστήριζε όλα αυτά τα χρόνια. Η αποτροπή της απώλειας μιας ζωής ήταν καθήκον του, σκέφτηκε. Κι εκεί που το αποφάσισε ότι θα δεχόταν τη συνάντηση και θα βοηθούσε το συνάνθρωπό του που τον είχε ανάγκη, κάτι μέσα του τον απέτρεπε. Δεν ήθελε να μπλέξει κάπου που δεν ήξερε τα κίνητρα και το αποτέλεσμα…


- Συμφωνώ κύριε Γρηγορίου, συμφωνώ.
- Ωραία, λοιπόν ακούστε με προσεκτικά. Για λόγους που θα σας εξηγήσουμε από κοντά, θα πάρετε το τρένο…






Το αρχοντικό δέσποζε στην άκρη του χωριού. Λιτό, αλλά μεγαλοπρεπές, χτισμένο με πέτρα ταίριαζε με το φυσικό περιβάλλον γύρω του. Χωρίς καμία υπερβολή, η σύγχρονη τεχνική πάντρευε την παλιά τέχνη με την αρμονία. Δίπατο, με ένα μόνο μικρό μπαλκόνι στη μέση του πάνω ορόφου. Τα ψηλά παραθυρόφυλλα, ορθάνοιχτα όπως ήταν, έμοιαζαν να αγκαλιάζουν στοργικά το κτίριο και η μεγάλη ξύλινη δίφυλλη εξώπορτα έδινε την αίσθηση της παλιάς εποχής χωρίς τις σύγχρονες ευκολίες.
Το τζιπ σταμάτησε στον περιποιημένο αυλόγυρο. Φτάσαμε, είπε μονολεκτικά ο Νίκος και με μια γρήγορη κίνηση βρέθηκε έξω από το αυτοκίνητο κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Λίγα λεπτά μετά, ο γιατρός βρέθηκε στο σαλόνι του πάνω ορόφου, χαζεύοντας τα έργα τέχνης που στόλιζαν τους τοίχους. Τίποτα απ’ έξω δεν πρόδιδε την πολυτέλεια που συναντούσε ο επισκέπτης στο εσωτερικό του σπιτιού. Υπερβολές δεν υπήρχαν, αλλά οι λεπτομέρειες πρόδιδαν το γούστο και τη φινέτσα του οικοδεσπότη. Ο διάκοσμος ήταν απέριττος αλλά προσεγμένος, τα έπιπλα  νεοκλασικά με μια γερή δόση σκαλισμάτων κι άλλων περίτεχνων λεπτομερειών που σκλάβωναν το μάτι. Και στο βάθος μια μεγάλη εντοιχισμένη βιβλιοθήκη από σκούρο ξύλο, φορτωμένη με πολλές σελίδες γνώσης και ιστορίας. Τη σιωπή διέκοψε η φωνή του Νίκου.


- Γιατρέ…


Γύρισε απότομα και αντίκρισε τον Λιανό πάνω στο αναπηρικό καροτσάκι που έσπρωχνε σιγά σιγά ο Νίκος. Ένα μικρό σωληνάκι διέσχιζε το πρόσωπο του ασθενή από τη μια άκρη στην άλλη και μετέφερε το πολύτιμο οξυγόνο στα ρουθούνια του. Τα πλούσια γκρίζα του μαλλιά ήταν περιποιημένα και γυαλιστερά, δεν πρόδιδαν την ασθένειά του. Ούτε και το διαπεραστικό βλέμμα του που καρφώθηκε πάνω του διερευνητικά. Ο Λιανός σήκωσε αργά το χέρι του προς το γιατρό.


- Απόστολος Λιανός, είπε με  τρεμάμενη φωνή.
- Σας γνωρίζω, απάντησε ο γιατρός σφίγγοντάς του το χέρι. Αθανασίου…
- Κι εγώ σας γνωρίζω γιατρέ, καθίστε…


Βολεύτηκε στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο και για μια στιγμή παρατήρησε τις δαντελένιες κουρτίνες που έκρυβαν τη θέα. Ο ασθενής έκανε νόημα στο Νίκο να τον μεταφέρει δίπλα στο γιατρό.


- Λοιπόν γιατρέ, τι θα σας κεράσω; είπε κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του.
- Ένα ποτήρι νερό είναι αρκετό, απάντησε.
- Βεβαίως, είπε κοιτώντας με νόημα το Νίκο που χάθηκε αμέσως πίσω από τη μεγάλη πόρτα. Θα αναρωτιέστε βέβαια γιατί σας κάλεσα, είπε χαμηλόφωνα. Δεν μπορούσε να μιλήσει δυνατά, δεν τον βοηθούσε η κατάστασή του.
- Κοιτάξτε, είπε ο γιατρός, η αλήθεια είναι ότι η συνάντηση με τον βοηθό σας ήταν λίγο περίεργη, μου ζήτησε κάποια πράγματα που είναι πέρα και έξω από την ηθική μου … και τα πιστεύω μου. Όμως, η περιέργειά μου ήταν αυτή που με οδήγησε εδώ. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως ένας άνθρωπος της δικής σας στάθμης θα ήθελε σοβαρά κάτι τέτοιο. Εσείς έχετε ξεπεράσει τόσες δυσκολίες κι έχετε κατακτήσει όλο τον κόσμο…
- Μη…, μη συνεχίζετε έκανε σηκώνοντας διστακτικά το χέρι του για να τον σταματήσει. Τι κι αν κατάκτησα τα πάντα; Τι κι αν έφτιαξα όλες αυτές τις επιχειρήσεις; Παιδιά δεν έκανα για να τα αφήσω όλα αυτά πίσω, δεν είχα μυαλό. Το άφηνα όλο για μετά, για αύριο. Κι ήρθε το αύριο και είμαι σάπιος ολόκληρος μέσα μου. Ένα κουφάρι που μόλις και μετά βίας βαστά το μυαλό μου και λειτουργεί ακόμα… Σταμάτησε σηκώνοντας πάλι το χέρι δείχνοντας ότι θα συνεχίσει. Τον κοίταξε στα μάτια και προσπάθησε να γεμίσει ότι είχε μείνει από τα πνευμόνια του με οξυγόνο. Κούνησε πάνω κάτω το κεφάλι του σαν να του έλεγε «Ναι, εγώ είμαι, ο πανίσχυρος Λιανός, που τώρα πια δεν μπορεί ούτε να ανασάνει.»
- Είστε καλά;
- Καλά, καλά … να πάρω μιαν ανάσα μόνο… Ξέρετε γιατρέ μου, η μεγαλύτερη φυλακή είναι να έχεις ένα μυαλό που λειτουργεί σ’ ένα σάπιο κορμί που … που δεν μπορεί ούτε να περπατήσει … ούτε ένα βήμα δεν μπορώ να κάνω…


Η φιάλη με το οξυγόνο που ήταν στερεωμένη πίσω από το καρότσι του παρείχε το πολύτιμο οξυγόνο. Χωρίς αυτή θα ήταν τελειωμένος, δε θα μπορούσε να γεμίσει το αίμα του με ζωή, θα χανόταν. Η μεγάλη πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Νίκος μεταφέροντας το δίσκο με το δροσερό νερό του χωριού.






3ο Μέρος
Το δίλημμα


Η νύχτα άρχισε να κάνει δειλά την εμφάνισή της. Από το παράθυρο δύσκολα διακρινόταν πια η κορυφογραμμή απέναντι. Την πολύτιμη ησυχία διέκοπτε μόνο ο ήχος του οξυγόνου που διέσχιζε το διάφανο σωληνάκι για να καταλήξει στα πνευμόνια του Λιανού.


- Λοιπόν γιατρέ, σας κάλεσα εδώ όχι γι’ αυτό που φαντάζεστε.
- Δηλαδή;
- Δηλαδή δεν έχω τάσεις αυτοκτονίας και βεβαίως δε θέλω να πεθάνω.
- Μα, ο βοηθός σας…
- Ξέρω, ξέρω. Ο βοηθός μου, ο καλός μου ο Νίκος ήταν λίγο απότομος. Ενώ είναι καλός με ότι καταπιάνεται φοβάμαι ότι δεν είναι καλός με τα λόγια, είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει. Σταμάτησε για να ρουφήξει λίγο οξυγόνο και συνέχισε. Σας οφείλω και μιαν εξήγηση.
- Εξήγηση;
- Για το τρένο. Ξέρετε, στο δικό μου κόσμο πρέπει να φυλαγόμαστε. Εχθροί και φίλοι θέλουν να βλέπουν …, την αποτυχία, αυτό θέλουν να βλέπουν, σαν τους γύπες, διψάνε για αίμα…
- Κι εγώ τι σχέση μπορεί να έχω;
- Προσπαθώ να διασφαλίσω ότι δε θα διαρρεύσει η κατάστασή μου. Πρέπει να διαφυλάξω όλους αυτούς που εργάζονται για μένα. Μια κακή είδηση στο δικό μου το σινάφι είναι ικανή να κλείσει ολόκληρες επιχειρήσεις. Ξέρετε πως δουλεύει το σύστημα… Μέσα στο τρένο ήταν δικοί μου άνθρωποι που εξασφάλισαν ότι, ξέρετε, δεν σας ακολούθησαν. Να με συγχωρείτε γι’ αυτό.
- Μα, δεν μπορώ να καταλάβω…
- Έχουν μάτια κι αυτιά παντού γιατρέ μου…


Γύρισε προς το Νίκο και ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Αφού δροσίστηκε και πήρε μερικές ανάσες ακόμα, συνέχισε:


- Όπως σας είπα γιατρέ μου, δε θέλω να πεθάνω, να ζήσω θέλω. Άλλωστε, αν είχα πρόθεση να αυτοκτονήσω δε θα φώναζα εσάς εδώ αλλά κάποιον άλλο. Ξέρω τις πεποιθήσεις σας και ξέρω ότι η ευθανασία είναι κάτι που δε σας βρίσκει σύμφωνο.
- Λοιπόν, τι μπορώ να κάνω για σας κύριε Λιανέ;
- Μα το αυτονόητο. Απλώς να με βοηθήσετε να ζήσω.
- Πως; Δεν είναι μέσα στις δυνατότητές μου, δεν έχω την κατάλληλη ειδικότητα, απάντησε ο γιατρός γεμάτος απορία.
- Κοιτάξτε να δείτε γιατρέ μου, το σώμα μου είναι καταδικασμένο να χαθεί. Έχει ήδη αρχίσει να αποσυντίθεται και δεν υπάρχει δρόμος για να γυρίσω πίσω.
- Τότε;
- Η επιστήμη σας  γιατρέ μου μπορεί να με βοηθήσει.
- Μα πως;
- Σε έξι μήνες το πολύ τούτος ο κόσμος θα είναι παρελθόν για μένα. Έχω τακτοποιήσει όλες μου τις εκκρεμότητες και μου μένει τώρα πια ένα μόνο πράγμα. Να ζήσω την τελευταία μου στιγμή.
- Δηλαδή; Δεν σας καταλαβαίνω, νομίζω ότι μιλάτε με γρίφους, απάντησε ο γιατρός.
- Δε θέλω πρώτα απ’ όλα να πεθάνω μέσα στον πόνο. Και δε θέλω να μου δώσουν φάρμακα και να κοιμάμαι για μέρες πριν αφήσω την τελευταία μου πνοή.
- Τότε, πως; ψέλλισε γεμάτος αμηχανία ο γιατρός.
- Μη φοβάστε γιατρέ μου, απάντησε ο Λιανός διαβάζοντας στα μάτια τη δύσκολη θέση του. Απλώς θέλω να καταλαβαίνω, να έχω αισθήσεις τη στιγμή του θανάτου μου. Θέλω αν είναι δυνατόν να τον ζήσω. Τι λέτε γίνεται αυτό;
- Τι πράγμα, για να καταλάβω δηλαδή, θέλετε να ζήσετε τη στιγμή που θα έρθει ο θάνατος;
- Ακριβώς.
- Μα πως είναι δυνατό να γίνει κάτι τέτοιο; Πως είναι δυνατόν να βιώσετε το θάνατό σας κύριε Λιανέ;
- Όλη τη ζωή μου την αντιμετώπισα κοιτάζοντας κατάματα τις καταστάσεις. Τίποτα δεν άφησα στην τύχη. Ούτε και τώρα θέλω να αφήσω στην τύχη το χαμό μου. Αν με πάνε στο νοσοκομείο θα με ναρκώσουν και θα περιμένουν να σταματήσει να λειτουργεί η καρδιά μου. Εγώ θέλω να σταματήσετε εσείς την καρδιά μου, λίγο λίγο, ελεγχόμενα. Για να μου δώσετε το χρόνο όσο θα φεύγω να αντικρύσω το θάνατο, να τον κοιτάξω και να του γυρίσω την πλάτη. Θέλω να καταλάβει ότι τον αγνοώ, παρόλο που στο τέλος αυτός θα κερδίσει. Θέλω να μάθω έστω και για μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου πως είναι ο θάνατος. Και μετά ας χαθώ… Θέλω να νιώσω την τελευταία στιγμή…


Λαχάνιασε. Άρχισε να ανασαίνει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δύσκολα. Έφερε το χέρι του στο ζωηφόρο σωληνάκι μπροστά από τα ρουθούνια του. Ο γιατρός νόμισε ότι τον άκουσε να το λέει “καταραμένο”, αλλά μάλλον δεν είχε ακούσει καλά. Έκανε να σηκωθεί από την πολυθρόνα για να τον βοηθήσει αλλά εκείνος του έγνεψε αρνητικά. Τις επόμενες στιγμές επικράτησε σιωπή. Στο μυαλό του γιατρού γυρνόφερνε η επιθυμία του Λιανού. Ήθελε να τον βοηθήσει να πεθάνει σιγά σιγά για να ζήσει την τελευταία του στιγμή! Ο Απόστολος Λιανός, σκέφτηκε ο γιατρός, νομίζει πως ο θάνατος είναι όπως οι επιχειρήσεις του και θέλει να έχει τον έλεγχό του. Τι υπεροψία σκέφτηκε…


- Γιατρέ …, λοιπόν…, θα με … βοηθήσετε…, είπε με τρεμάμενη φωνή.
- Δεν είναι δυνατόν κύριε Λιανέ να γίνει αυτό που ζητάτε. Κανείς δεν μπορεί να βιώσει το θάνατό του. Είναι υπερβολικό, αδύνατο, δε γίνεται…
- Μα, μα εσείς είστε νευρολόγος… Σιγά σιγά θα με διώξετε… Λίγο λίγο…
- Δε γίνεται, σας το ξαναείπα…
- Γίνεται, απάντησε. Σας ζητώ να με βοηθήσετε να ζήσω με αξιοπρέπεια κι όχι να χαθώ σ’ ένα κόσμο ονειρικό και να πεθάνω μ’ ένα θάνατο σαν των αρρώστων τους θανάτους… Πριν αρχίσει να δηλητηριάζεται και ο εγκέφαλός μου… Πριν μείνω στον κόσμο χωρίς αισθήσεις…
- Μου ζητάτε να κάνω κάτι που είναι ηθικώς κολάσιμο και παράνομο.
- Γιατί να είναι κολάσιμο, αφού έτσι κι αλλιώς θα οδηγηθώ σ’ ένα θάνατο επώδυνο και φρικτό. Η αξιοπρέπεια είναι κάτι κακό, κάτι παράνομο;
- Πρώτα απ’ όλα αντιβαίνει στον όρκο του Ιπποκράτη, δεν μπορεί ένας γιατρός να οδηγήσει στο θάνατο έναν ασθενή. Είναι κάτι που αντιβαίνει και στους κανόνες της φύσης.
- Στη φύση αντιβαίνει να παραπαίω πονώντας γιατρέ μου και να  εκλιπαρώ να τελειώσω, αν έχω τις αισθήσεις μου. Αλλά κι αν ακόμα δεν τις έχω, πάλι αντιβαίνει γιατί θα έχει ζωή ένα κουφάρι χωρίς συνείδηση. Χωρίς ψυχή.
- Μα τι είναι αυτά που λέτε, είστε σίγουρος ότι αύριο δεν θα βρεθεί μια θεραπεία για την περίπτωσή σας και να καταφέρετε να ζήσετε πολλά χρόνια ακόμα;
- Γιατρέ μου, ξέρετε πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί. Η πορεία που έχω πάρει είναι μη αναστρέψιμη και το μόνο που μου έχει απομείνει είναι η αξιοπρέπειά μου. Το μυαλό μου συνεχίζει να λειτουργεί πολύ καλά παρά τα προβλήματα. Αφού ακόμα και τώρα τις δουλειές μου μπορώ να τις κουμαντάρω από ‘δω που βρίσκομαι. Όμως έχω αρχίσει να μην είμαι καλά, το καταλαβαίνω, η αντίστροφη μέτρηση τελειώνει… Γι’ αυτό λοιπόν σας ζητώ να με βοηθήσετε να μη φτάσω σε μια άθλια κατάσταση που δε θα μπορώ να ελέγχω πια τίποτα. Δε θέλω να καταντήσω ένα φυτό, μια μάζα που δε θα θυμίζει σε τίποτα ότι υπήρξα κάποτε άνθρωπος. Απλώς σας ζητώ να με απαλλάξετε από τη φυλακή που βρίσκομαι, τώρα που είναι νωρίς ακόμα, και να μη χάσω τελείως την αξιοπρέπειά μου.
- Κύριε Λιανέ, έχετε διαλέξει το λάθος άνθρωπο. Γνωρίζετε βεβαίως τις πεποιθήσεις μου… Δεν μπορώ να κάνω αυτό που μου ζητάτε, νομίζω ότι το έχω ξαναπεί και σας το ξαναλέω. Ίσως πρέπει να  απευθυνθείτε σε κάποιον άλλον, απάντησε ο γιατρός κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του.
- Μα, γιατρέ, σας είπα, δε θέλω να αυτοκτονήσω. Αν ήθελα κάτι τέτοιο θα έβρισκα κάποιον άλλο και τώρα πια θα είχε τελειώσει η ιστορία. Θέλω να περάσω με όσο το δυνατόν περισσότερη αξιοπρέπεια το διάστημα ζωής που απομένει και μετά να φύγω. Όμως, η ζωή μου είναι πια λίγη. Η αξιοπρεπής ζωή.
- Κύριε Λιανέ, μιλάτε υπό την επίδραση της ασθένειάς σας, πιθανόν και των φαρμάκων που παίρνετε, και βεβαίως τα λόγια σας δεν μπορεί να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Είναι κατανοητό κι ανθρώπινο, το καταλαβαίνω, αλλά λυπάμαι, δεν μπορώ να τα λάβω σοβαρά υπόψη. Και νομίζω ότι και κανείς άλλος δεν μπορεί να τα λάβει σοβαρά…
- Δηλαδή ο ασθενής, ο κάθε ασθενής, δεν μπορεί να μιλάει σοβαρά γιατί πονάει κι αγωνιά. Αυτό θέλετε να μου πείτε;
- Δεν είναι βεβαίως όλοι οι ασθενείς το ίδιο…
- Οι ετοιμοθάνατοι όμως, σύμφωνα με το σκεπτικό σας, έχουν χάσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ή κάνω λάθος;
- Κοιτάξτε, το ζήτημα είναι περίπλοκο.
- Όχι γιατρέ μου, κάνετε λάθος. Είναι πολύ απλό. Όταν υπάρχει ελπίδα για τη σωτηρία τότε βεβαίως και πρέπει να εξαντληθούν όλα τα περιθώρια, τότε αξίζει η προσμονή και η προσπάθεια. Σε περιπτώσεις όμως όπως η δικιά μου, που δε δουλεύει τίποτα σωστά μέσα μου και που ούτε καν ένα θαύμα δεν μπορεί να με σώσει, τότε γιατί να μην υπάρχει η επιλογή της εθελούσιας αποχώρησης με αξιοπρέπεια; Μέχρι που πρέπει να φτάσει ο άρρωστος για να αποφασίσετε εσείς οι συνάδελφοι του Ιπποκράτη να δώσετε ένα τέλος;
- Μα ακριβώς αυτό είναι το ζητούμενο. Δεν μπορεί ένας άνθρωπος να αποφασίσει για το θάνατο ενός άλλου ανθρώπου. Είναι δολοφονία.
- Μα πως; Αφού έχετε τη συγκατάθεση του ασθενή…
- Η συγκατάθεση αυτή όμως δόθηκε υπό το καθεστώς της αρρώστιας και του πόνου σας εξηγώ. Είναι η αντίδραση του ανθρώπου για την αποφυγή του πόνου και της αγωνίας.
- Και δεν είναι σωστή αυτή η αντίδραση;
- Βεβαίως και δεν είναι. Έχει ληφθεί υπό το καθεστώς της πίεσης και ως τέτοια δεν μπορεί να την πάρει κανείς σοβαρά υπόψη, μη λέμε ξανά τα ίδια. Αντιθέτως, ο γιατρός οφείλει να απαλύνει τον πόνο και φροντίσει για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής του ασθενή.
- Ζωή είναι αυτή; Έχετε ποτέ έρθει στη θέση του ασθενή; Γνωρίζετε πως είναι να ξέρει κανείς ότι αύριο θα πεθάνει; Και μάλιστα χωρίς αξιοπρέπεια;
- Ζωή είναι, βεβαίως… Είναι ζωή. Ποτέ δεν ξέρεις ποια θα είναι η εξέλιξη. Υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που ανένηψαν χωρίς να το περιμένει κανείς.
- Και πόσες πιθανότητες δίνετε γιατρέ μου σε ‘μένα να γίνω καλά;
- Τι να σας πω;… Με φέρνετε σε δύσκολη θέση…
- Γιατί σας φέρνω σε δύσκολη θέση;
- Γιατί… νομίζω καταλαβαίνετε το γιατί…
- Ναι, η αλήθεια είναι ότι το καταλαβαίνω. Είναι γιατί δεν μπορείτε να εκστομίσετε αυτό που σκέφτεστε. Ότι δηλαδή δεν έχω καμία ελπίδα.
- Δεν είναι έτσι…
- Και πως είναι;
- …
- Γιατί δεν προσπαθείτε να με ακούσετε;
- Τι να ακούσω; Να σας οδηγήσω στο θάνατο;
- Όχι. Να με οδηγήσετε στη ζωή.
- Άντε πάλι, τι είναι αυτά που λέτε κύριε Λιανέ;
- Θέλω να ζήσω αξιοπρεπώς. Κι επειδή η αξιοπρέπειά μου θα χαθεί σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, θέλω να φύγω κι αξιοπρεπώς. Χωρίς αγωνία.
- Δηλαδή μου ζητάτε να σας οδηγήσω στο θάνατο.
- Όχι. Θέλω να με κρατήσετε στη ζωή μέχρι την τελευταία μου στιγμή. Θέλω να αντικρίσω το θάνατο. Να του χαμογελάσω και μετά να χαθώ.
- Και μετά να πεθάνετε. Αυτό θέλετε. Να πεθάνετε πριν την ώρα σας.
- Όχι βέβαια. Θέλω να πεθάνω στην ώρα μου. Όχι μετά, όχι μίζερα, όχι χωρίς να καταλαβαίνω πια.


Άρχισε να βήχει, πνιγόταν κι ο αέρας δεν έφτανε για να δώσει ζωή στο κορμί του. Προσπάθησε να πάρει βαθιές ανάσες, όσο πιο βαθιές μπορούσε. Η κόπωση τον είχε καταβάλει. Ζήτησε ευγενικά  συγνώμη κι αποσύρθηκε στο δωμάτιό του. Ήδη είχε ξεπεράσει κατά πολύ τη φυσική του αντοχή μιλώντας τόση ώρα με το γιατρό. Η επιθυμία του να φύγει από τη ζωή με αξιοπρέπεια υπερνίκησε την αδυναμία του. Κι αυτό το κατάλαβε καλά ο γιατρός, που προσπαθούσε να κατανοήσει τα λόγια του Λιανού. Μέχρι εκείνη την ημέρα ήταν αντίθετος στην πρακτική της ευθανασίας, αλλά δεν είχε έρθει ποτέ πρόσωπο με πρόσωπο με την πραγματικότητά της. Έβλεπε το πάθος του ασθενή να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του και βαθιά μέσα του γνώριζε πως δεν υπήρχε καμία ελπίδα για τη σωτηρία του. Σε σύντομο χρονικό διάστημα θα άρχιζε η ραγδαία επιδείνωσή του η οποία κανείς δεν ήξερε πόσο θα διαρκούσε.




Το δείπνο τους περίμενε στην τραπεζαρία του κάτω ορόφου. Ο γιατρός με το Νίκο δε μίλησαν πολύ, αντάλλαξαν μονάχα λίγες κουβέντες και μετά αποσύρθηκαν στα δωμάτιά τους. Ο γιατρός δεν μπορούσε να ησυχάσει. Είχε παρακολουθήσει μια αγωνιώδη προσπάθεια ενός ασθενούς να τον πείσει ότι η ζωή πρέπει να τερματίζεται όσο ακόμα υπάρχει αξιοπρέπεια. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε ο Λιανός είχαν μια στερεή βάση. Το πιθανότερο σενάριο είναι να πέσει κάποια στιγμή, σύντομα μάλλον, σε κώμα και κανείς δεν ξέρει πόσο θα μείνει σ’ αυτή την κατάσταση. Η επιδείνωση θα αρχίσει να τον κυριεύει μέρα με τη μέρα μέχρι να καταλήξει, χωρίς όμως να έχει συνείδηση της κατάστασής του. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, σκέφτηκε, να φύγει χωρίς πόνο. Από την άλλη, αυτή η περηφάνια του επιχειρηματία τον έκανε να έχει κάποιους δισταγμούς. Του ζητούσε να τελειώσει το μαρτύριό του τώρα που ακόμα διατηρούσε κάποια στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Πόσες φορές την ανάφερε αυτή τη λέξη, αναρωτήθηκε. Και πάντα τον προσφωνούσε «γιατρέ μου», αυτό το κτητικό τον έκανε να αισθάνεται άβολα. Θαρρείς κι εξαρτιόταν από εκείνον, σα το μικρό παιδί που προσκολλάται στον πατέρα του όταν αντιμετωπίζει δυσκολίες. Για πρώτη φορά στη ζωή και την καριέρα του άρχισε να έχει δεύτερες σκέψεις. Είδε έναν αξιόλογο άνθρωπο που το μόνο που ζητούσε ήταν να φύγει όσο έχει ακόμα τις αισθήσεις του. Που ήταν το παράλογο; Οι σκέψεις του τον βασάνισαν μέχρι αργά, δυσκολεύοντας τον ύπνο να τον οδηγήσει στη χώρα της λήθης.






4ο Μέρος
Η απόφαση


Η επόμενη μέρα τους βρήκε από νωρίς το πρωί να συζητούν στο κατάμεστο με το φως του ήλιου σαλόνι. Πέρα από το παράθυρο, μέσα από τις δαντελένιες κουρτίνες, ξεχυνόταν το καταπράσινο τοπίο που έσφυζε από ζωή. Οι ήχοι της φύσης δεν μπορούσαν να διαπεράσουν τους χοντρούς πέτρινους τοίχους, αλλά όλο και κάποιο τιτίβισμα πουλιών ξεγλιστρούσε από το παράθυρο κι έφτανε να γεμίσει με ομορφιά το χώρο.


- Λοιπόν, γιατρέ μου, πως ήταν ο ύπνος σας;
- Καλός, αν εξαιρέσετε ότι η κουβέντα που είχαμε με αναστάτωσε.
- Οδηγηθήκατε σε κάποια απόφαση;
- Την απόφασή μου κύριε Λιανέ την έχω πάρει εδώ και αρκετό καιρό, νομίζω ήμουνα ξεκάθαρος από την αρχή. Μην περιμένετε από μένα κάτι περισσότερο πέρα από την κουβέντα που είχαμε.
- Το σέβομαι απόλυτα γιατρέ μου και οφείλω να σας ζητήσω ένα μεγάλο συγνώμη από τα βάθη της πονεμένης μου καρδιάς…
- Καλό θα ήταν να μην αρχίσουμε πάλι την ίδια κουβέντα. Η γνώμη μου είναι να απευθυνθείτε στους κατάλληλους γιατρούς. Αυτοί θα σας καθοδηγήσουν καλύτερα.
- Βεβαίως. Πάντως θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για τον κόπο που κάνατε να έρθετε ως εδώ αφήνοντας τις δουλειές σας. Γνωρίζω πως δεν είναι κάτι εύκολο και δε θα το έκανε ο καθένας. Επίσης γνωρίζω ότι την κουβέντα που κάναμε δε θα την ξεχάσετε, θα σας συνοδεύει πάντα.
- Τι εννοείτε;
- Τίποτα ιδιαίτερο. Απλώς, γνωρίσατε κι από κοντά πως είναι να υπάρχουν άνθρωποι που πεθαίνουν χωρίς καμία ελπίδα σωτηρίας.
- Δεν είναι έτσι.
- Πως είναι δηλαδή; Αφού σε λίγο καιρό θα ακούσετε στις ειδήσεις το νέο του θανάτου μου. Ξέρετε ότι δεν υπάρχει διαφυγή για μένα…


Επικράτησε σιωπή. Ο Λιανός είχε δίκιο για το γιατρό. Δεν είχε βρεθεί ποτέ τόσο κοντά σε άλλη παρόμοια περίπτωση. Συνήθως όλοι ο ασθενείς του τον παρακαλούσαν να κάνει ότι καλύτερο μπορούσε για να τους σώσει, ακόμα κι αν υπέφεραν, όσο κι αν πονούσαν. Όσο πιο δύσκολες ήταν οι περιπτώσεις που είχε αντιμετωπίσει τόσο περισσότερο δεχόταν πίεση από τους ασθενείς για να τους σώσει. Και σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ενεργούσε ψυχρά, μηχανικά, δεν ανέπτυσσε κανένα ψυχικό δεσμό, ούτε καν το πιο απλό συναίσθημα οίκτου προς αυτούς τους ανθρώπους. Έπρεπε να ενεργεί έτσι για να διατηρεί την ψυχραιμία του και να λαμβάνει αποφάσεις ανεπηρέαστος. Τούτη η περίπτωση όμως ήταν διαφορετική. Ένας πανίσχυρος επιχειρηματίας τον αποκαλούσε όχι «γιατρέ» που είχε συνηθίσει να ακούει, αλλά «γιατρέ μου». Κι αυτό τον είχε κάνει πιο οικείο, είχε μικρύνει τις αποστάσεις. Άρχισε να δείχνει συμπόνια, άρχισε να τον λυπάται.


- Κύριε Λιανέ, σε λίγο θα αναχωρήσω. Ίσως πρέπει να σας συστήσω κάποιους καλούς μου συναδέρφους…
- Γιατρέ μου, αυτός που θα αναχωρήσει είμαι εγώ, εσείς απλώς θα επιστρέψετε στην καθημερινότητά σας. Και καλά θα κάνετε. Θα ζήσετε με την αξιοπρέπειά σας και θα περάσετε πολλά χρόνια δίπλα στους οικείους σας. Απλώς, καμιά φορά, όταν θυμόσαστε την περίπτωσή μου, να σας έρχεται στο μυαλό ότι και οι ασθενείς μπορούν και θέλουν να έχουν αξιοπρέπεια. Ίσως μάλιστα περισσότερο κι από τους άλλους, τους υγιείς. Να θυμόσαστε και ότι σας παρακάλεσα να με βοηθήσετε να ζήσω κι εγώ αξιοπρεπώς. Ίσως, όταν πια έχω γίνει θέμα στις εφημερίδες, να σκεφτείτε ότι είχατε άδικο που με αφήσατε έτσι, γιατί τότε σίγουρα θα αναρωτηθείτε ότι αφού έτσι κι αλλιώς θα χανόμουνα, γιατί δεν κάνατε κάτι ανθρώπινο, κάτι λυτρωτικό. Οι δύο και τρεις μήνες παραπάνω ζωής, με πόνο κι αγωνία είναι αυτό που θα έκανε τη διαφορά; Έτσι θα πείτε στον εαυτό σας γιατρέ μου κι ας μην το παραδέχεστε τώρα. Και πριν μου πείτε οτιδήποτε, σας απαλλάσσω από την υποχρέωσή σας αυτή, δε θέλω να σας δημιουργήσω τύψεις.
- Μα, σας παρακαλώ, τι είναι αυτά που λέτε; Αν η κατάστασή σας ήταν διαφορετική θα θεωρούσα τα λόγια σας προσβλητικά.
- Είδατε που έχω δίκιο; Ακόμα και μπροστά στα μάτια του γιατρού δεν έχω αξιοπρέπεια. Μου μιλάτε λες και είμαι ήδη πεθαμένος και σέβεστε την κατάστασή μου, είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει.
- Όχι, με παρεξηγήσατε. Επ’ ουδενί δεν εννοούσα κάτι τέτοιο…
- Αφού γιατρέ μου το καταλαβαίνω. Με λυπάστε. Με κοιτάτε με οίκτο. Και ευχαριστείτε το Θεό που δεν είστε στη θέση μου.
- Όχι…, έκανε διστακτικά, όχι…
- Κι όμως, με βλέπετε και απλώς θέλετε να φύγετε. Να απαλλαγείτε από τη δύσκολη θέση να προσποιήστε ότι έχω ακόμα ελπίδες. Να σταματήσετε να προσπαθείτε να πείσετε τον εαυτό σας ότι έχετε δίκιο. Ότι τούτη δω η σάρκα θα ζήσει όρθια πάλι και θα έχει μια φυσιολογική ζωή. Και πως γίνονται θαύματα. Αφού καλά το ξέρετε πως οι καλύτεροι γιατροί του κόσμου το έχουν αποκλείσει. Κι ότι σε λίγο θα πέσω σε λήθαργο δηλητηριασμένος από τον ίδιο μου τον εαυτό και θα παραπαίω μέχρι να σταματήσει να κυλά το φαρμάκι στις φλέβες μου. Μήπως νομίζετε ότι μόλις κλείσει η πόρτα πίσω σας, θα έχετε αφήσει κάποιον άνθρωπο να ελπίζει; Γιατί πρόκειται για άνθρωπο, γιατρέ μου, όχι για νούμερα και στατιστικές, ούτε για θεωρίες και λόγια. Πρόκειται για την αγωνία μου, για τις άγρυπνες νύχτες και τις φοβισμένες μέρες που περνάνε γρήγορα αφήνοντάς μου μόνο πίκρα. Για τα χαμένα όνειρά μου που έσβησαν μαζί την ελπίδα. Για μιαν ύπαρξη που χάνεται και που θέλει να φύγει όρθια κι όχι με το φόβο στα μάτια. Πρόκειται για κάποιον ζωντανό που σας μιλά, γιατρέ μου, κι όχι για κάποιον που πέθανε και δεν έχει να πει τίποτα πια. Για την τελευταία αυτοθέλητη πράξη της ζωής μου που θέλω να την τακτοποιήσω έτσι όπως μου αρμόζει κι όχι όπως θα αποφασίσουν άλλοι για μένα…


Λαχανιασμένος προσπάθησε να ρουφήξει λίγη ζωή μέσα από το σωληνάκι. Το καταραμένο σωληνάκι που δεν τον άφηνε να ξεχάσει την κατάστασή του. Ο γιατρός έκανε να μιλήσει. Τον σταμάτησε όμως γνέφοντάς του με το ένα του χέρι, το άλλο σκούπιζε τα στεγνά του δάκρυα.


- Πηγαίνετε, ψέλλισε με δυσκολία.
- Να…
- Μην πείτε τίποτα… Σε μια βδομάδα θα φύγω… Βαριανάσανε και κι έκλεισε τα μάτια. Είτε με τη βοήθειά σας είτε όχι… απλώς θα τραβήξω όλα τα καλώδια… Κι άμα δεν πεθάνω αμέσως, ο Νίκος θα φροντίσει…
- Μα, τι είναι αυτά που λέτε;
- Πηγαίνετε, ο Νίκος θα σας συνοδεύσει… Ευχαριστώ… Κι όπως είπαμε, σας απαλλάσσω…


Έκανε νόημα στο βοηθό του κι εκείνος τον οδήγησε στο δωμάτιό του. Ο γιατρός έμεινε άναυδος μπροστά στη θέληση του Λιανού. Τον κοιτούσε καθώς ξεμάκραινε και ένιωσε για πρώτη φορά ότι ήθελε να τον βοηθήσει. Αισθάνθηκε ένοχος. Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι όλο αυτό ήταν μια απελπισμένη κραυγή για βοήθεια που τα ερμητικά κλεισμένα αυτιά του αρνήθηκαν να ακούσουν. Πάλεψε για μερικές στιγμές μέσα του. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, κοιτούσε αμήχανα γύρω του κουνώντας αδέξια τα χέρια του. Ήπιε μια γουλιά νερό κι όμως η δίψα του μεγάλωσε, το στόμα του ξεράθηκε, ένιωσε άσχημα όπως ποτέ άλλοτε.


Ο Νίκος βγήκε από το δωμάτιο του επιχειρηματία. Πάμε, είπε μονολεκτικά κι άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. Η διαδρομή προς το σιδηροδρομικό σταθμό ήταν γεμάτη σιωπή. Είχε την καλοσύνη να περιμένει μέχρι να φτάσει το τρένο. Μόνο τότε του μίλησε.


- Ακούστε, την άλλη βδομάδα το αφεντικό μου θα «φύγει». Θα τον βοηθήσετε ή όχι;
- Πως;
- Ξέρετε πως.
- Μα…
- Ακούστε. Για να μην τα πολυλογούμε, έχω εδώ ένα εισιτήριο για την άλλη βδομάδα. Δε χρειάζεται να φέρετε τίποτα, όλα είναι έτοιμα. Απλώς τη γνώση και την τεχνογνωσία σας χρειάζεται. Αν σκοπεύετε να έρθετε πάρτε το, αλλιώς να σας χαιρετήσω.



Άπλωσε το χέρι με το εισιτήριο προς το γιατρό. Τον κοίταξε κατάματα, λες και προσπαθούσε να δει μέσα στην ψυχή του επιστήμονα με τα δακρυσμένα γαλάζια του μάτια. Από τα μεγάφωνα ακούστηκε η ανακοίνωση για την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας. Με μια απότομη κίνηση πήρε το εισιτήριο κι ανέβηκε στο τρένο. Κοίταξε το Νίκο χωρίς να μιλήσει. Η πόρτα έκλεισε και η δεντροστοιχία πίσω του άρχισε να χάνεται παραδίδοντας τη θέα στον καταπράσινο κάμπο.


Ο Κώστας Θερμογιάννης γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1973. Σπούδασε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και τώρα ζει και εργάζεται στη Λαμία. Η μεγάλη του αγάπη είναι η οικογένειά του, η γυναίκα και τα δυο του παιδιά. Και η ελευθερία που χωρίς αυτή θεωρεί πως τίποτα δεν είναι δυνατόν.

Ξεκίνησε δειλά να γράφει και να εκφράζει τις σκέψεις του τον Οκτώβριο του 2010 στο ιστολόγιο teleytaios.wordpress.com με το προσωνύμιο ‘Τελευταίος’ ενώ τον Οκτώβριο του 2012 τα λογοτεχνικά κείμενά του φιλοξενούνται στο ‘Εν θερμώ’ (www.nthermo.com). Το Μάρτιο του 2013 δημιούργησε τοβιβλίο.net, ένα χώρο που ο κάθε δημιουργός μπορεί να παρουσιάσει το έργο του χωρίς καμία παρέμβαση, ελεύθερα και με τον τρόπο που εκείνο θέλει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: