Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

Δέκα δεύτερα.



                Η βροχή έπεφτε ασταμάτητα από τη νύχτα. Διέσχιζε τον παγωμένο αέρα της πόλης και στην πορεία της αντίκριζε τους ανθρώπους, να κρύβονται κάτω από τις ομπρέλες και τα υπόστεγα. Η πλατεία απέναντι από το γραφείο του Μάνου ήταν άδεια. Μερικές μόνο λίμνες με βροχόνερο χόρευαν στο ρυθμό των σταγόνων που έπεφταν και δυο τρομαγμένα κουτάβια που είχαν τρυπώσει κάτω απ’ το παγκάκι για να προφυλαχτούν. Ένα θολό τοπίο, μελαγχολικό σαν τις σκέψεις του, μουντό σαν τη διάθεσή του. Είχε μόλις τελειώσει την παρουσίαση του διαφημιστικού πακέτου για και παρόλο που είχε πάρει τη δουλειά δεν ήταν χαρούμενος.
Στην εταιρεία ήταν όλοι ενθουσιασμένοι, περισσότερο απ’ όλους η κυρία Αντωνίου, η ιδιοκτήτρια. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας, με σπουδές στο εξωτερικό και μια επιτυχημένη καριέρα στο χώρο της διαφήμισης. Αυταρχική και εργασιομανής, δεν ανοιγόταν ποτέ στους υπαλλήλους της και τους κρατούσε πάντα σε απόσταση. Κόντευε τα σαράντα, αλλά έμοιαζε με τριανταπεντάρα, ίσως και μικρότερη.
Η Μαρίνα διέκοψε τις σκέψεις του Μάνου σχεδόν απότομα. Μέσα στη χαρά της άνοιξε την πόρτα του γραφείου του χωρίς να χτυπήσει. Εκείνος την κοίταξε σαστισμένος. Ένα μικροκαμωμένο κορίτσι, είκοσι χρονών, λεπτή, σχεδόν εύθραυστη, με κάτασπρο δέρμα και πρόσωπο γεμάτο φακίδες. Ήταν η γραμματέας του σχεδόν ένα χρόνο τώρα, αυθόρμητη κι ευγενική, πάντα πρόθυμη και γεμάτη ενέργεια.
- Ελάτε κύριε Μάνο, σηκωθείτε. Σας θέλει η κυρία Αντωνίου στο γραφείο της. Μπράβο σας, συγχαρητήρια, τα καταφέρετε πάλι!. Είστε πολύ καλός στη δουλειά σας και σας θαυμάζω.
- Καλά, θα πάω, έκανε ξερά εκείνος.
- Τι έχετε, είστε καλά;
- Καλά είμαι, Μαρίνα, μια χαρά.
- Μα δε φαίνεστε χαρούμενος, κύριε Μάνο, συμβαίνει κάτι;
- Όχι Μαρίνα, μια χαρά είμαι… Ίσως φταίει ο καιρός… Δεν ξέρω.
Σηκώθηκε και με αργές κινήσεις ήπιε μια γουλιά από τον πρωινό καφέ που είχε κρυώσει πια. Φόρεσε το σακάκι του και κατευθύνθηκε στο γραφείο της κυρίας Αντωνίου.
Ο Μάνος ήταν από την επαρχία. Μεγάλωσε σε μια φτωχή οικογένεια κι από μικρός βοηθούσε τους γονείς του στο ψιλικατζίδικο που είχαν. Έμεναν σ’ ένα παλιό σπίτι και οι ανέσεις απλώς δεν υπήρχαν. Το χειμώνα μια ξυλόσομπα ζέσταινε όπως όπως ένα δωμάτιο και αναγκαζόντουσαν να κοιμούνται όλοι μαζί εκεί. Το πρωί ο πατέρας του έφευγε από τα χαράματα να πάει στο μαγαζί και η μάνα του πήγαινε σε μια μοδίστρα κι έραβε για να συμπληρώσει τα εισοδήματά τους. Ο Μάνος μεγάλωσε μέσα στο ψιλικατζίδικο, παρατηρούσε με τις ώρες όλα εκείνα τα προϊόντα που ήταν στοιβαγμένα πάνω στα ράφια. Τα περιεργάζονταν, αποτύπωνε στο μυαλό του κάθε τους λεπτομέρεια. Στα 18 του έφυγε για να σπουδάσει. Μάρκετινγκ. Ο πατέρας του τον κορόιδευε, τι είναι αυτό το μάρκετινγκ; έλεγε και ξανάλεγε. Δεν πας για καθηγητής, που θα έχεις σίγουρη δουλειά; Εκείνος δεν άκουγε κανένα, ήταν ο στόχος της ζωής του. Κι απ’ ότι φάνηκε δεν είχε άδικο, στα τριανταπέντε του ήταν πετυχημένος και περιζήτητος επαγγελματίας στο χώρο της διαφήμισης.
- Καθίστε κύριε Παπαδόπουλε, είπε σχεδόν ψυχρά η κυρία Αντωνίου χωρίς να σηκώσει το βλέμμα της από τα χαρτιά που μελετούσε.
Πέρασαν μερικές στιγμές απόλυτης ησυχίας. Ο Μάνος δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από τη βροχή που συνέχιζε να μαστιγώνει μανιασμένα την πλατεία.
- Λοιπόν, κύριε Παπαδόπουλε, για ακόμα μια φορά τα πήγατε περίφημα.
- Σας ευχαριστώ κυρία Αντωνίου, είπε και πριν προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή του τον διέκοψε.
- Μαίρη.
- Ορίστε;
- Μαίρη, από ‘δω και πέρα θέλω να με αποκαλείς με το όνομά μου. Νομίζω ότι ο πληθυντικός μεταξύ μας πρέπει να αποτελεί παρελθόν.
Σάστισε. Ήταν η πρώτη φορά που η κυρία Αντωνίου μιλούσε μ’ αυτόν τον τρόπο. Εκείνη η απότομη φωνή της είχε αντικατασταθεί από τη φωνή μιας τρυφερής γυναίκας και το παγερό βλέμμα της είχε μια φλόγα μέσα του. Δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει την ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά της. Κι άλλες φορές αυτά τα τρία χρόνια που δούλευε για ‘κείνη είχε κερδίσει μεγάλα συμβόλαια, αλλά το πολύ πολύ να εισέπραττε ένα ξερό ‘συγχαρητήρια’ κι ένα γερό μπόνους βέβαια. Τούτο το σημερινό ήταν κάτι διαφορετικό.
- Καλά, είπε με αδύναμη φωνή, απορημένος.
- Κι εγώ θα σε λέω Μάνο, εντάξει;
- Ναι, έκανε ανοίγοντας διάπλατα τα μάτια του προσπαθώντας να διαπιστώσει αν ήταν ξύπνιος ή απλώς έβλεπε κάποιο όνειρο. Εκείνο το απόρθητο φρούριο, η σιδηρά κυρία είναι άνθρωπος τελικά, σκέφτηκε.
- Ξέρω τι σκέφτεσαι, είπε και συνέχισε. Προς τι όλη αυτή η οικειότητα. Νομίζω Μάνο ότι πρέπει να σταματήσουμε το κρυφτό. Σίγουρα θα έχεις καταλάβει ότι τρέφω κάποια αισθήματα για σένα και το ίδιο νομίζω ότι συμβαίνει με σένα. Κάνω λάθος; είπε αιφνιδιάζοντάς τον.
-  …
- Έλα, Μάνο, δε χρειάζεται να κρύβόμαστε. Είμαστε μεγάλοι άνθρωποι…
Ο Μάνος έμεινε ακίνητος να την κοιτάζει. Τα μάτια της γέμισαν απορία, δεν μπορούσε να εξηγήσει τη συμπεριφορά του, γιατί δεν είχε πηδήξει πάνω από τη χαρά του; Άλλωστε αυτή ήταν το αφεντικό του…
Η αμηχανία συνεχίστηκε για μερικά δευτερόλεπτα. Ο ήχος της βροχής ήταν το μόνο που ακουγόταν στο γραφείο της. Το τηλέφωνο ήρθε να διακόψει την ησυχία, του έκανε νόημα να βγει έξω σε μια κίνηση αμηχανίας και σήκωσε το ακουστικό. Κλείνοντας την πόρτα πίσω του προσπάθησε να βάλει σε σειρά μέσα του όλα όσα είχαν συμβεί εκείνες τις στιγμές στο γραφείο της αφεντικίνας του. Ήταν κάτι αναπάντεχο, απρόσμενο, σχεδόν αδιανόητο. Και το κακό ήταν ότι εκείνος δεν έτρεφε κανένα αίσθημα για εκείνη. Ίσα ίσα που την έβλεπε τελείως αδιάφορα, ίσως και να την αντιπαθούσε κάπου στο βάθος των αισθημάτων του. Άρχισαν να ξεκαθαρίζουν στο μυαλό του οι προθέσεις της. Σίγουρα τον είχε βάλει στο μάτι και θα έκανε τα πάντα για να τον κάνει δικό της, άλλωστε δεν ήταν στο χαρακτήρα της να χάνει. Κι αν δεν τα κατάφερνε, σίγουρα θα τον απομάκρυνε από κοντά της, θα τον έδιωχνε από την εταιρεία. Δεν ήταν κάτι που τον ανησυχούσε ιδιαίτερα, είχε εναλλακτικές, όμως εκείνη είχε τα μέσα να του κάνει τη ζωή δύσκολη, αυτό ήταν σίγουρο…
Αντί να πάει στο γραφείο του κατέβηκε στο ισόγειο και βγήκε έξω από τα γραφεία της εταιρείας. Ήθελε καθαρό αέρα, ήθελε να αφουγκραστεί τη βροχή, να τη μυρίσει. Να αδειάσει το μυαλό του…
Στο υπόστεγο, ακριβώς μπροστά στην είσοδο στεκόταν ένας γεροδεμένος άντρας, γύρω στα εξήντα, με πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες, έμοιαζαν θαρρείς με βαθιές χαράδρες πάνω στο καμένο από τον ήλιο πρόσωπό του. Κρυβόταν μάλλον απ’ τη βροχή και βρήκε την ευκαιρία να ανάψει ένα τσιγάρο. Γύρισε και τον κοίταξε απότομα, σχεδόν σάστισε από την ορμή που βγήκε ο Μάνος από το κτίριο. Ρούφηξε αργά κι απολαυστικά μια τζούρα και σουφρώνοντας τα μάτια τον περιεργάστηκε από πάνω μέχρι κάτω.
- Γιατί είσαι αλαφιασμένος; ρώτησε. Έπεσαν έξω τα καράβια σου;
- Ορίστε; έκανε ο Μάνος γεμάτος απορία που ο ξένος του είχε απευθύνει το λόγο.
- Λέω, γιατί είσαι έτσι, λαχανιασμένος.
- Τίποτα, τίποτα, είπε και έριξε το βλέμμα του απέναντι, κάτω από το παγκάκι που τα κουτάβια είχαν κουρνιάσει περιμένοντας να σταματήσει η βροχή.
- Θες ταξί; τον ρώτησε.
- Ε…, δεν ξέρω. Ίσως.
- Εγώ έχω πάνω από ένα τέταρτο αλλά δεν έχει περάσει κανένα.
Ο Μάνος είχε χαθεί στις σκέψεις του. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει, έπρεπε να σκεφτεί ψύχραιμα. Στο κάτω κάτω, αυτή ίσως να ήταν και η ευκαιρία της ζωής του. Θα μπορούσε, αν ενέδιδε στην αφεντικίνα του, να διαφεντεύει κατά πως ήθελε τη ζωή του από ‘δω και πέρα. Αλλά δεν ένιωθε τίποτα για ‘κείνη. Προσπάθησε να ηρεμήσει, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Ο άγνωστος όμως τον διέκοψε.
- Εδώ δουλεύεις;
- Ναι, απάντησε μηχανικά.
- Διαφημιστής;
- Ναι, ξανάπε μονολεκτικά, δίνοντάς του να καταλάβει πως δεν ήθελε να κάνει διάλογο μαζί του, αλλά εκείνος δεν πτοήθηκε.
- Εσείς φίλε μου είστε οι δάσκαλοι της εποχής μας.
- Ορίστε; αναφώνησε ο Μάνος. Ο άγνωστος του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον. Τι εννοείς δάσκαλοι;
- Μα φίλε μου, εσείς διατάζετε τη σήμερον ημέρα, εσείς μας μαθαίνετε πώς να ζούμε, τι να τρώμε, πώς να ντυνόμαστε. Εσείς κι εκείνοι οι παντογνώστες οι δημοσιογράφοι.
- Μα η δουλειά μας δεν είναι να επιβάλλουμε αλλά να γνωστοποιούμε. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Έτσι δεν είναι;
- Μπα, έκανε γελώντας. Εσείς κάνατε τέχνη το να φυτεύετε στο υποσυνείδητο του ανθρώπου αυτό που θέλετε χρησιμοποιώντας μόνο δέκα δευτερόλεπτα χρόνο. Τίποτα άλλο. Φοβερή η τέχνη σας, αλλά νομίζω ότι δεν τη χρησιμοποιείτε σωστά. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του δυο τρεις φορές και κοίταξε προς το δρόμο. Κανένα ταξί δε φαινόταν.
- Κοιτάξτε να δείτε, άλλο πράγμα είναι να μιλάς για τα προτερήματα ενός προϊόντος κι άλλο να επιβάλλεις, όπως λέτε. Στο κάτω κάτω δε βάζουμε το μαχαίρι στο λαιμό κανενός, είπε ο Μάνος σχεδόν νευριασμένα.
Ο ξένος γύρισε αργά προς το μέρος του και χωρίς ίχνος ταραχής του απάντησε.
- Το κακό είναι ότι έχετε γίνει κι εσείς μέρος της φιλοσοφίας που πουλάτε. Νομίζετε ότι μέσα σε δέκα δεύτερα μπορείτε να επιβάλλετε στον καθένα τις απόψεις σας. Μπορείτε, απ’ ότι βλέπω, να μαλώσετε σε δέκα δεύτερα, να συγχωρέσετε σε δέκα δεύτερα, να αγαπήσετε σε δέκα δεύτερα και να μισήσετε σε ακόμα λιγότερο χρονικό διάστημα. Ένα χαμόγελο έκανε να φαίνονται οι χαρακιές του χρόνου ακόμα πιο έντονες στο πρόσωπό του. Είναι τέχνη, δεν το αμφισβητώ, αλλά δυστυχώς έχει φτάσει να καθορίζει τις ζωές μας σε τόσο μεγάλο βαθμό, που δύσκολα μπορεί κάποιος να ξεφύγει. Αλλά έχετε πέσει κι εσείς θύματα της τέχνης σας αγαπητέ μου, απλώς δεν το έχετε καταλάβει ακόμα.
- Τι εννοείτε;
- Σίγουρα μπορείτε να πουλήσετε και τον εαυτό σας τόσο εύκολα όσο πουλάτε κι όλα τα υπόλοιπα.
- Δηλαδή;
- Δηλαδή, άμα θες να φανείς μεγάλος και τρανός έχεις τον τρόπο να το κάνεις σε δέκα δευτερόλεπτα, αν πάλι θέλεις να το παίξεις αδιάφορος κι αυτό το καταφέρνεις, έτσι δεν είναι; ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια.
- Η αλήθεια είναι…, σταμάτησε και κοίταξε τα εσώψυχά του. Εκείνος ο άγνωστος είχε δίκιο. Πόσες φορές δε χρησιμοποίησε τις γνώσεις του για να επιβληθεί και να φανεί καμπόσος. Πόσες φορές δεν οδήγησε τα πράγματα εκεί που τον συνέφεραν. Και πόσες φορές δεν ήταν η τέχνη του, όπως έλεγε κι εκείνος ο ηλιοκαμένος άντρας, που τον είχε φέρει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της ομήγυρής του; Η αλήθεια είναι, ξανάπε, ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα, αλλά δε νομίζω ότι τη χρησιμοποιεί κανείς. Γύρισε και κοίταξε προς το δρόμο.

- Και μόνο που δε με κοιτάς στα μάτια φανερώνει ότι δε μου λες την αλήθεια. Μπορεί να είσαι καλός στη δουλειά σου, αλλά τα μάτια σου σε προδίδουν. Αν θες να πείσεις κάποιον να τον κοιτάς ίσα στα μάτια. Ακόμα κι άμα δεν του λες όλη την αλήθεια. Είναι κανόνας…

Δεν υπάρχουν σχόλια: