Όταν γράφουμε ποίηση
απόμακρο το βλέμμα ταξιδεύει ώς πέρα
πλανιέται στους σκουπιδότοπους
της σύγχρονης κομπορρημοσύνης
και μένουν ξωπίσω εκείνα τα ταξίδια
στο κατάξερο αίμα της νύχτας
Όταν γράφουμε ποίηση
τ’ αποκαμωμένα βήματά μας
σεργιανούν στο άπειρο
η αγάπη είναι στο μεταίχμιο
ορφανή, πεντάρφανη στους πέντε αγέρηδες
στα συνωστισμένα λεωφορεία
των πληβείων της εργασίας
Όταν γράφουμε ποίηση
ξερνάμε με κλάμματα και κατάρες
μ’ επικλήσεις στον αγύριστο
που κατακρημνίζονται με πάταγο
στο καναβάτσο της κοινωνικής αδικίας
ζεστά χέρια, ροζιασμένα
ζωγραφίζουν πολιτισμό κι οικοδομήματα
Όταν γράφουμε ποίηση
επέρχεται η θαμπάδα στα μάτια
αλλά και το σίγουρο κοίταγμα
η σίγουρη σκέψη σαν ατσάλι
σκυρόδεμα έτοιμο να δέσει
την κοινωνική επανάσταση
Όταν γράφουμε ποίηση
τ’ απογεύματα είναι ασπρόμαυρα
πιο σκούρα τα βράδια
ορειχάλκινες οπτασίες
με αποχρώσεις θανάτου
πριν ξεψυχίσουν κι οι οιμωγές
ξόμπλιαστες στη λάβα
του σύγχρονου δράματος
Όταν γράφουμε ποίηση
οι σκάλες δεν οδηγούν πουθενά
κυμματίζουν τα μεσημέρια
στην αχλύ της ζέστης
σαν τρικυμμισμένα μαλλιά
στα πέπλα τα γκρεμισμένα
τα κατακρεουργημένα από θύελλες άλγους
και κυλώνεια άγη
έρμαια στα χτυπήματα των μπράβων
της κρατικής εξουσίας
Όταν γράφουμε ποίηση
το κάνουμε για να ξορκίσουμε
τους πρότερους εφιάλτες μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου