Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2014

Η ταφή του νεκρού


Ο Απρίλης είναι ο πιο σκληρός μήνας. Γεννοβολάει
Πασχαλιές μες από τη νεκρή γη, σμίγει
Μνήμες κι επιθυμίες, μαστιγώνει
Τις μουδιασμένες ρίζες με ανοιξιάτικη βροχή.

Ο Χειμώνας μας κράτησε ζεστούς. Σκέπασε
Τη γη με χιόνι λησμονιάς. Συντήρησε
Λίγη ζωή με ξεραμένους βολβούς.

Το καλοκαίρι μας ξάφνιασε, όπως έφθασε πάνω από τη θάλασσα του Stanberger
Με μια ξαφνική νεροποντή. Κοντοσταθήκαμε κάτω από τις κολώνες,
Και συνεχίσαμε ξανά με ήλιο, ως το Hofgarden,
Και ήπιαμε καφέ και συζητήσαμε μια ώρα
Bin gar keine Russin, stamm' aus Litauen, echt deutsch.
Και όταν ήμασταν παιδιά και μέναμε στου Αρχιδούκα,
Στου ξαδέρφου μου, με πήρε έξω πάνω στο έλκηθρο,
Και φοβήθηκα πολύ,
Μου είπε «Μαρί, Μαρί, κρατήσου γερά!» Και πήραμε την κατηφόρα.
Στα βουνά, εκεί αισθάνεσαι ελεύθερος.
Διάβαζα πολύ τη νύχτα, και πήγαινα στα νότια τον χειμώνα.

Ποιες ρίζες αρπάζονται σαν νύχια γαμψά, ποια κλαδιά φυτρώνουν
Μέσα απ’ αυτά τα πέτρινα σκουπίδια; Γιε του ανθρώπου,
Δεν μπορείς να πεις ή να μαντέψεις, γιατί έχεις δει μόνο
Μια στοίβα σπασμένα είδωλα, από τη μεριά που κτυπάει ο ήλιος,
Και το νεκρό δέντρο δεν προσφέρει καταφυγή, ούτε το τριζόνι ανακούφιση,
Ούτε η στεγνή πέτρα ήχο νερού. Σκιά υπάρχει μόνο
κάτω από αυτόν τον κόκκινο βράχο.
(Έλα στη σκιά του κόκκινου βράχου!)
Κι εγώ θα σου δείξω κάτι διαφορετικό, και
από τον ίσκιο σου που περπατάει ξωπίσω σου το πρωί,
και από τον ίσκιο σου το απομεσήμερο που μεγαλώνει για να σε βρει,
Θα σου δείξω τον φόβο μέσα σε μια χούφτα σκόνη.
Frisch weht der Wind
Der Heimat zu
Mein Irisch Kind,
Wo weilest du?
«Πέρυσι μου πρωτόδωσες υάκινθους».
«Με φώναζαν το κορίτσι με τους υάκινθους», - Και όμως,
Όταν γυρίσαμε αργά, από τον κήπο με τους υάκινθους,
Ο κόρφος σου γεμάτος και τα μαλλιά σου υγρά, δεν μπορούσα
Να μιλήσω, ανήμπορα τα μάτια μου, δεν ήμουν
ούτε νεκρή, ούτε ζωντανή, και δεν έβλεπα τίποτα,
Όπως κοίταζα τη σιωπή, μες στην καρδιά του φωτός.
Od' und leer das Meer.

Η μαντάμ Σώσοστρις, φημισμένο μέντιουμ,
Είχε κρυολογήσει άσχημα, πάντως
Ήταν ξακουστή ως η πιο επιτήδεια γυναίκα στην Ευρώπη,
Με την απόκρυφη τράπουλα. Εδώ, είπε,
Είναι το χαρτί σου, ο Πνιγμένος Φοίνικας Ναύτης,
(Εκείνα είναι πέρλες, που ήταν τα μάτια του. Κοίτα!)
Εδώ είναι η Μπελαντόνα, η κυρά των Βράχων.
Η αφέντρα των περιστάσεων.
Εδώ είναι ο άνθρωπος με τα τρία μπαστούνια, κι εδώ ο Τροχός,
Κι εδώ ο μονόφθαλμος έμπορος, κι αυτό το χαρτί,
Που είναι λευκό, είναι κάτι που κουβαλάει στην πλάτη του,
Κάτι που μου απαγορεύεται να δω. Δεν μπορώ να βρω
Τον κρεμασμένο. Να φοβάσαι τον θάνατο από νερό.
Βλέπω κοπάδια ανθρώπων, να βαδίζουν γύρω γύρω σε ένα αλώνι.
Σ’ ευχαριστώ. Αν δεις την αγαπητή μου κυρία Equotin,
Πες της θα φέρω το ωροσκόπιο εγώ η ίδια.
Στις μέρες μας πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός.

Εξωπραγματική πολιτεία,
Μες στην καστανή ομίχλη μιας χειμωνιάτικης αυγής,
Ένα πλήθος αρμένισε από τη γέφυρα του Λονδίνου, τόσο πολλοί,
Δεν ήξερα ότι ο θάνατος ξέκανε τόσους,
Στεναγμοί, κοφτοί, άτακτοι, βγήκαν με την ανάσα τους
Και ο καθένας τους κάρφωσε τα μάτια του στα πόδια του μπροστά.
Έπλευσαν πάνω από το λόφο και κάτω στην οδό Βασιλέως William,
Εκεί που η Παναγία του Woolnoth μετράει τις ώρες,
Με ένα κούφιο ήχο στο τελευταίο κτύπημα των εννιά.
Εκεί είδα κάποιον γνωστό, και τον σταμάτησα με φωνές, «Stetson!
Εσύ, που ήσουν μαζί μου στα πλοία, στις Μύλες!
Εκείνο το πτώμα που φύτεψες πέρυσι στον κήπο σου,
Άρχισε να φυτρώνει; Θ’ ανθίσει φέτος;
Ή μήπως αναστάτωσε τo στρώμα του η ξαφνική παγωνιά;
«Κράτα τον σκύλο μακριά, αυτόν τον φίλο των ανθρώπων,
Γιατί με τα νύχια του θα τον ξεθάψει πάλι!
Υποκριτή εσύ, lecteur! - mon semblable, - mon frère!”



μτφ.: Σάκης Τόλτης


Δεν υπάρχουν σχόλια: