Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

ΕΛΕΝΗ




Ναι, ναι – εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω

να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες –κάτι θέλουν να πουν, -ανοησίες
Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω από το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ’ τα δένδρα, - ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού –μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του
και μαζί του κι εγώ, παρ’ ότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου – ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα – είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα που φοράω στο δείχτη.
Αυτή την πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σε απέραντες ώρες, μέσα στη νύχτα-
μαύρη, χωρίς ανταύγειες –μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει
μαύρα νερά- τα νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν. Βουλιάζω,
όχι στον κάτω βυθό, σ’ έναν επάνω βυθό. Από κει πάνω
διακρίνω χαμηλά στην κάμαρά μου, εμένα, τη ντουλάπα, τις δούλες
να διαπληκτίζονται άφωνες. Βλέπω τη μια ανεβασμένη
σ’ ένα σκαμνί να καθαρίζει το τζάμι απ’ τη φωτογραφία της Λήδας
με ύφος τραχύ, εκδικητικό, βλέπω το ξεσκονόπανο ν’ αφήνει
μιαν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες που ανεβαίνουν και σπάζουν
με σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στους αστραγάλους μου ή στα γόνατά μου.

Βλέπω κι εσένα μ’ ένα πρόσωπο εμβρόντητο, αμήχανο τεθλασμένο
απ’ τις αργές κινήσεις του μαύρου νερού –πότε φαρδαίνει, πότε επιμηκύνεται το πρόσωπό σου
με κίτρινες ραβδώσεις. Τα μαλλιά σου σαλεύουν προς τα πάνω
σαν ανάστροφη μέδουσα. Μα ύστερα λέω: «είναι μονάχα μια πέτρα,
μια μικρή, πολύτιμη πέτρα». Όλο το μαύρο συστέλλεται τότε,
στεγνώνει κι εντοπίζεται σ’ ένα ελάχιστο κόμπο –τον νιώθω
εδώ, λίγο πιο κάτω απ’ το λαρύγγι μου. Και να με πάλι
στην κάμαρά μου, στο κρεβάτι μου, πλάι στα γνωστά μου φιαλίδια
που με κοιτούν ένα-ένα κατανεύοντας – είναι οι μόνοι βοηθοί μου
στην αγρύπνια, στο φόβο, στη θύμηση, στη λησμοσύνη, στο άσθμα.

Εσύ τι κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο
για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τι να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα
κείνη η ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος
με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά – τόσο νέος,
τόσο συνεσταλμένος, σα να ’χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπό σου
στα πισινά πόδια ενός αλόγου κι η ουρά του κρεμόταν ως κάτω
στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.

Πέρασε πια ο καιρός των ανταγωνισμών, στερέψανε οι επιθυμίες
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις – έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές – η νέα κοινότητά μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, - ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε-πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάνε το χώμα με άηχες παλάμες.

Λίγο-λίγο τα πράγματα χάσαν τη σημασία τους, άλλωστε
μήπως είχαν ποτέ τους καμιά σημασία; χαλαρωμένα, κούφια,
εμείς τα γεμίζαμε με άχυρο ή πίτουρο, να πάρουν σχήμα,
να πυκνώσουν, να στεριώσουν, να σταθούν – τα τραπέζια, οι καρέκλες,
τα κρεβάτια που πάνω τους πλαγιάζαμε, τα λόγια –πάντοτε κούφια
σαν τα πανένια σακούλια, σαν τις λινάτσες των εμπόρων –
απ’ όξω κιόλας ξεχωρίζεις τα προϊόντα περιέχουν
πατάτες ή κρεμμύδια, στάρι, καλαμπόκι, μύγδαλα ή αλεύρι.

Καμιά φορά, πιάνεται το τσουβάλι σε μια πρόκα στη σκάλα
ή στο γάντζο μιας άγκυρας κάτω στο λιμάνι, γίνεται μια τρύπα,
ξεχύνεται το αλεύρι – ένα ανόητο ποτάμι. Το τσουβάλι αδειάζει.
Το αλεύρι το μαζεύουν οι φτωχοί με τις φούχτες τους, να φτιάξουν τίποτα πίττες ή κουρκούτι. Το τσουβάλι σωριάζεται. Κάποιος
το σηκώνει απ’ τις δυο κάτω γωνιές του, το τινάζει στον αέρα,
ένα σύννεφο άσπρη σκόνη τον τυλίγει, ασπρίζουν τα μαλλιά του
ασπρίζουν προπάντων τα φρύδια του. Οι άλλοι τον κοιτάζουν.
Τίποτα δεν καταλαβαίνουν, περιμένουν ν’ ανοίξει το στόμα, να μιλήσει.
Αυτός δε μιλάει. Διπλώνει το τσουβάλι στα τέσσερα, φεύγει
έτσι άσπρος, ανεξήγητος, αμίλητος, σα μεταμφιεσμένος
σαν ένας λάγνος γυμνός σκεπασμένος μ’ ένα σεντόνι,
ή σαν πανούργος νεκρός, αναστημένος μες στα σάβανά του.

Καμιά, λοιπόν, σημασία στα γεγονότα ή στα πράγματα – το ίδιο και οι λέξεις, παρ’ ό,τι
μ’ αυτές ονοματίζουμε όπως-όπως κείνα που μας λείπουν ή εκείνα
που ποτέ μας δεν τα ’δαμε – τα αέρινα, που λέμε, τα αιώνια–
λέξεις αθώες,, παραπλανητικές, παρηγορητικές, διφορούμενες πάντα
μες στην εκζητημένη τους ακρίβεια – τι θλιβερή ιστορία,
δίνοντας όνομα σε μια σκιά, λέγοντάς το τη νύχτα στη κλίνη
με το σεντόνι ανεβασμένο στο λαιμό, κι ακούγοντάς το οι ανόητοι να θαρρούμε
ότι κρατάμε το σώμα, μας κρατάει, ότι κρατιόμαστε στον κόσμο.

Τώρα ξεχνώ τα πιο γνωστά μου ονόματα ή τα συγχέω μεταξύ τους –
Πάρις, Μενέλαος, Αχιλλέας, Πρωτέας, Θεοκλύμενος, Τεύκρος,
Κάστωρ και Πολυδεύκης – οι αδελφοί μου, ηθικολόγοι, αυτοί, νομίζω,
έγιναν άστρα –έτσι λένε, -οδηγοί καραβιών – Θγσέας, Πειρίθους,
Ανδρομάχη, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων – ήχοι, μόνον ήχοι
χωρίς παράσταση, χωρίς το είδωλό τους γραμμένο σ’ ένα τζάμι,
σ’ έναν μεταλλικό καθρέφτη ή στα ρηχά, στ’ ακρογιάλι, όπως τότε
μιαν ήσυχη μέρα με λιακάδα, με πολλά κατάρτια, όταν η μάχη είχε κοπάσει, και το τρίξιμο των βρεγμένων σκοινιών στις τροχαλίες
κρατούσε τον κόσμο ψηλά, σαν τον κόμπο ενός λυγμού σταματημένο
μέσα σ’ ένα κρυστάλλινο λαρύγγι – κι έβλεπες τον κόμπο να σπιθίζει, να τρέμει
χωρίς να γίνεται κραυγή και ξαφνικά όλο το τοπίο με τα καράβια,
τους ναύτες και τ’ αμάξια, βούλιαζε μέσα στο φως και στην ανωνυμία.

Ένα άλλο βούλιαγμα τώρα, πιο βαθύ, πιο σκοτεινό –από κει μέσα
ανεβαίνουν κάτι ήχοι πότε-πότε –όταν χτυπούσαν τα σφυριά στο ξύλο
καρφώνοντας μια νέα τριήρη στο μικρό ναυπηγείο, όταν περνούσε
ένα μεγάλο τέθριππο στον πέτρινο δρόμο, συνεχίζοντας τους χτύπους
απ’ το ρολόι της Μητρόπολης σε άλλη διάρκεια, σάμπως οι ώρες
να ’ταν πολύ πιο πολλές από δώδεκα και σάμπως τα άλογα
να γύριζαν μες στο ρολόι ώσπου κουράζονταν ή κάποια νύχτα,
που τραγουδούσαν κάτω απ’ τα παράθυρά μου δυο όμορφοι νέοι
ένα τραγούδι για μένα, χωρίς λόγια – ο ένας ήταν μονόφθαλμος, ο άλλος
φορούσε μια μεγάλη πόρπη στη ζώνη του – γυάλιζε στο φεγγάρι.

Οι λέξεις τώρα δε μου ’ρχονται από μόνες τους – τις ψάχνω, σα να μεταφράζω
από μια γλώσσα που δεν ξέρω, - ωστόσο μεταφράζω. Ανάμεσα στις λέξεις
ή και μέσα στις λέξεις, μένουν τρύπες βαθιές, κοιτάω μες απ’ αυτές τις τρύπες
σα να κοιτάω μες απ’ τους ρόζους που έχουν πέσει απ’ τα σανίδια μιας πόρτας
κατάκλειστης, καρφωμένης εδώ και αιώνες. Τίποτα δε βλέπω.

Όχι πια λέξεις και ονόματα, κάτι ήχους μονάχα ξεχωρίζω –ένα ασημένιο κηροπήγιο
ή ένα κρυστάλλινο ανθογυάλι ηχεί από μόνο του και ξαφνικά σωπαίνει
κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτα, πως δεν κουδούνισε αυτό, πως κανένας
δεν το ’χε αγγίξει, πως κανένας δεν πέρασε πλάι του. Ένα φόρεμα σωριάζεται μαλακά απ’ την καρέκλα στο πάτωμα, μεταθέτοντας την προσοχή απ’ τον προηγούμενο ήχο στην απλότητα του τίποτα.
Ωστόσο
η ιδέα μιας σιωπηλής συνωμοσίας παρ’ ό,τι διαλυμένη στον αέρα,
επιπλέει πυκνωμένη σ’ ένα επίπεδο πιο πάνω, σχεδόν σταθμητή,
τόσο που αισθάνεσαι το χάραγμα των ρυτίδων να βαθαίνει πλάι στα χείλη σου
απ’ αυτήν ακριβώς την παρουσία ενός παρείσακτου που παίρνει τη θέση του
μεταβάλλοντας εσένα σε παρείσακτο, εδώ στο κρεβάτι σου, στην κάμαρά σου.

Ω, αυτή η ξενιτειά μας μέσα στα ίδια μας τα ρούχα που παλιώνουν,
μες στο ίδιο μας το δέρμα που ζαρώνει, ενώ τα δάχτυλά μας
δεν μπορούν πια να σφίξουν. να κρατήσουν τριγύρω στο κορμί μας
ούτε καν την κουβέρτα, που ανυψώνεται μόνη, διαλύεται, φεύγει, αφήνοντάς μας
ακάλυπτους μπροστά στο κενό. Και τότε η κιθάρα, κρεμασμένη στον τοίχο,
ξεχασμένη από χρόνια, με χορδές σκουριασμένες, αρχίζει να τρέμει
έτσι που τρέμει το σαγόνι μιας γριάς απ’ το κρύο ή απ’ το φόβο, και πρέπει
να βάλεις πάνω στις χορδές την παλάμη σου, να σταματήσεις
το μεταδοτικό τους ρίγος. Μα δε βρίσκεις το χέρι σου, δεν έχεις χέρι,
κι ακούς μονάχα μες στο στομάχι σου το δικό σου σαγόνι που τρέμει.

Σαν μέσα σ’ έναν δικό μου Δούρειο Ίππο απατηλό, ξέροντας κιόλας το πρόσκαιρο της κάθε νίκης

Ω, ναι, γελάω καμιά φορά, κι ακούω το γέλιο μου βραχνό ν’ ανεβαίνει όχι απ’ το στήθος πια, πολύ πιο κάτω, απ’ τα πόδια, πιο κάτω μες απ’ τη γης. Και γελάω. Πώς ήταν δίχως νόημα όλα, δίχως σκοπό και διάρκεια και ουσία – πλούτη, πόλεμοι, δόξες και φθόνοι, κοσμήματα και η ίδια η ομορφιά μου. Τι ανόητοι θρύλοι, κύκνοι και Τροίες και έρωτες κι ανδραγαθίες.


Δεν υπάρχουν σχόλια: