Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΜΕΡΑ



                20 Ιουλίου 1969


Δεν θα τη δεις την άλλη αίσθηση σε φλογάτες αθροίσεις

μυστηρίου χρώματος   

Σε βυθίσματα και οριζόντιες χορευτικές διαθέσεις που

εκχυλίζεται η πεμπτουσία τού προς όλες τις μεριές   

αιθρίου και τού προς όλες τις μεριές εμφύτου μύθου   

που μετρήθηκε με ουρανούς και δάκρυα   

Καθώς ο θηριώδης ανελήφθη ανοίγοντάς του διάδρομος η

κομμένη ανάσα της τελευταίας στρατιάς   



Εγώ επιτέλους ο της προελεύσεως άγνωστος δεν έβρισα

τους γιούς μου   

Έταξα τον ένα μακριά απ’ τον άλλο να πλησιάζονται όσο ποτέ

Και σε χοάνες δόξας και φωτιών

Φτερωτοί και ανάλαφροι μόλις να ψελλίζουν

Τη δόξα και το θρίαμβο που συγκρατούν σα δύο στέρεες όχθες

Το ποτάμι μου



Θα πέσω στα πόδια τους και με χειρονομίες που θα πείθουν

ότι έσβησα σα μια σταγόνα βροχής σε ηφαίστειο   

Θα τους παρακαλέσω να προλάβουν πριν κι αυτοί πάθουν το ίδιο

Απ’ τα υπάρχοντά μου να μου αφήσουν μόνο τη μικρή αράχνη που

ήρθε απ’ τον ήλιο   

Και τη στιγμή που θα ξεχνούν ένα-ένα ό,τι είδαν κι άκουσαν

Κι ό,τι τους έλιωνε και τους σκόρπιζε

Εκείνη τη στιγμή ας πουν: ποιός ήταν λοιπόν γιατί μηδένισε το

κύρος του   

Και γιατί στο πρώτο κάλεσμά μας ξαναμπαίνει στο αίμα

της περιπετείας;   



Από την ποιητική συλλογή: «Όπως ο Ενδυμίων».
Από το βιβλίο: Δ.Π. Παπαδίτσας, «Ποίηση, 2 (1964-1974)», 
Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1981, σελ. 106.

Δεν υπάρχουν σχόλια: