Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΣΠΟΡΑΔΕΣ



ΕΛΕΝΗ

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια

ο καιρός
Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές

ναυάγησαν στα σύννεφα

Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας
Κι είμαστε - σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη -
Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.



Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη

Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις

Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη

Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας

Μια που υπάρχει αλλού

Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο

Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι

Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε
Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής

Ένα θολό συναίσθημα

Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν
κι απομακρύνονται



Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας

Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου

Το φως στον άσπιλο ουρανό

Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική

Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα

Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός

Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση

Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως

Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη

Που δε βλέπει τίποτε

Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα

του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο
Γιατί έγινε κιόλας
Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα

και λόγια
Λόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν:

Εσένα!





ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ

Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφια
δέντρα του εσύ αναπνέεις

Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλα
σου μια φωτιά σκορπίζεται

Μέσα σου με παρμέν' από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέει
ο κόσμος των εικόνων

Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο από
το αναλλοίωτο άστρο

Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει ένα
στερέωμα

Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα

Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου

Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί

τις πύλες της αυγής

Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκία
η χορταριασμένη ανάμνηση

Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει
παρά να 'ναι ο άνθρωπος

Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!



ΕΛΙΓΜΟΣ

Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης
Στ' αγάλματα της αγωνίας
Στις υγρές σιωπές
Υπάρχει ένα πρόσωπο
Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα
Τόσο ακατανόητο

Τόσο ζεστό στο χέρι που του γνέφει
Έν' άλλο πρόσωπο

Μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωση
Καβάλα η νύχτα στις οροσειρές της
Με άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκαν
Άλλοτε απ' την παιδική τους ηλικία
Και δίνουνε το κατευόδιο της ζωής
Επάνω στις ανηφοριές του οίκτου.



Υπάρχει

Μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο

Την περιπέτεια της φωτοχυσίας της
Ένας φακός που ενώνει τ' αμαρτήματα

Σαν ύπτια σπλάχνα που 'ριξεν η τύχη
Εκεί

Ένας καλός απ' τη σκιά που τον μαγεύει τοίχος
Κάνει γωνία πριν από το κλάμα

Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου
Δέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλα τους
Με μόνη πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιά
Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν
Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές
Τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες



Έζησαν

Ένα πηγάδι ανοίγει φόβους έπειτ' από κάθ' ελπίδα του
Γιατί να τρέμει αυτό το σύρμα
Τούτο το πουλί ποιο βλέμμα να τροφοδοτεί
Τι θέλουμε

Υπάρχει

Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης.



ΕΥΑ

Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή

Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου



Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά

Στοίχημα των νυχτερινών ανέμων
Ένα βηματισμό σκιάς στην όχθη της Χίμαιρας
Ένα δωμάτιο

Δωμάτιο των απλών ανθρώπων
Ένα μυστικό

Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει



Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου της
Όλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη

Όλος ο κόσμος χώμα και νερό
Κι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μου
Βιάζουν τα χείλη της ημέρας
Κόβουν στα χείλη της ημέρας
Το κεφάλι σου



Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: