Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

ΑΙΘΡΙΕΣ






Τα μυρισμένα χείλη
της ημέρας φιλούσι
το αναπαυμένον μέτωπον
της οικουμένης...
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ

Ι

Όνομα δροσερό σαν να μεγάλωσε στο πέλαγος
Ή να 'ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια

Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα

Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχη
Ανατολή που ξέχασε τα δάκρυα

Δείχνοντας μες στους χώρους των ματιών

Γήινα θρύμματα ευτυχίας.



II

Ουρανός καθαρόαιμος
Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι
Περασμένο απ' τον ύπνο

Στα χλωρά δαφνόφυλλα
Γυμνή κείτεται η μέρα.



III

Η στιλπνή αίσθηση παίρνεται στα μάτια
Ύλη ξεσηκωμένη από το χώμα
Επίπεδο του επάνω ανέμου
Ω ταξίδι ευφρόσυνο

Κάθε στιγμή πανί που αλλάζει χρώμα

Και κανείς

Κανείς ίδιος

Στο απαράλλακτο διάστημα.



IV

Χρυσίζει ο κόπος του καλοκαιριού η δίκαιη
Του ήλιου υπόσταση. Να στάχυα
Πρόσωπα γυμνά
Καμένα στο αίσθημα!

Κι ο κάμπος κυματίζει ο Έρωτας
Κυματίζει ο κρύφιος κόσμος

Καθαρός ύμνος του βίου.



V

Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγα
Λόγια μεγαλωμένα του ήλιου
Γέλασαν! Και ποια κίνηση
Στις άσπρες πασχαλιές
Στις φυλλωσιές που ανίδεες
Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων
Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές

Όνειρα νιόνυφα! Δεν τ' απαρνιέται ο χρόνος
Και στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.



VI

Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιών
Φως πάλι φως η ψυχή που μάχεται
Υπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμου
Όπλο και σφρίγος

Κι η αλήθεια η φούχτα του νερού
Καθαρού πριν απ' τη δίψα
Στο άπειρο.



VII

Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή
Γεμισμένη απτόητο άνεμο
Η θητεία του καλοκαιριού
Στα πεύκα και στα κύματα
Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός

Με γυμνές ώρες

Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη
Κυματιστή
Ξεφυλλισμένη
Ελεύθερη
Σαν φως
Στα πλατιά ενδόμυχα δώματα.



VIII

Μια ιππασία στα σύννεφα

Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένο
Ένα μπουκέτο ημέρες ύστερ' από τη βροχή
Ο ήλιος
Εγώ

Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω

Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη

Ευτυχία



Ναι το εαρινό απόσπασμα

Μου αφήνει την καρδιά

Μου αφήνει τη γοητεία

Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα

Ω! λυγισμένη ευωδιά
Κλωνάρι κρύο παιδί νερού
Αγαθό μονοπάτι.



IX

Κύκνοι σαλεύουν τα πηγαία ονόματα της ώρας
Ώρες κεντούν τα χέρια μου στη χαραυγή
Σαν τόξα που σκιρτούν σε κάθε διάβα χίμαιρας
Και παίζουν όπως παίζω
Και γλιστρούν

Οι ελπίδες έρχονται.



Χ

Κατάστηθα στο ρεύμα

Ψάρι που ψάχνει διαύγεια σ' άλλο κλίμα

Χέρι που δεν πιστεύει τίποτε



Δεν είμαι σήμερα όπως χτες

Οι ανεμοδείχτες μ' έμαθαν να νιώθω

Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ' την ανάποδη

Σκορπάω τη λήθη ανοίγοντας έναν περιστερεώνα

Φεύγοντας απ' την πίσω πόρτα τ' ουρανού

Χωρίς μιλιά στο βλέμμα

Καθώς παιδί που κρύβει ένα γαρίφαλο

Μες στα μαλλιά του.



XI

Χωρίς γυαλί στη δρόσο αυτή που κλαίει
Από χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη

Χαδιάρα που εμπιστεύεται τις φυλλωσιές της

Σ' όλο τον ίσκιο της αναπνοής μου σήμερα

Αύριο

Γέλιο ανάσκελο

Σ' ένα μαντίλι που έχασε τις τέσσερίς του άκρες

Σκόρπια μοναξιά.



XII

Στο ρυάκι που λιάζεται

Σαν ημερήσιο επίθετο

Μιλεί ο κορυδαλλός

Δεν ξέρει καν πως βρέθηκε

Να ζει σ' ένα σεργιάνι

Ατέλειωτο

Πως ήπιε τόσες πρωινές στιγμές

Και σχίζει με το φέγγος του

Την αιωνιότητα.



XIII

Ακυβέρνητη ζωή

Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν

Αγγίζοντας τα σύννεφα

Σαν πανιά

Σαν θαύματα

Γλάρων που ύψωσαν ως εκεί την παρθενιά τους

Φέγγοντας τις ελπίδες με μικρές καρδιές ανθρώπων

Ω νεότητα
Πληρωμή του ήλιου
Αιμάτινη στιγμή
Που αχρηστεύει το θάνατο.



XIV

Πουλιά στα χίλια χρώματα
Των ενθουσιασμών

Ελαφρά καλοκαίρια

Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις

Που αγγίζουνε

Θ' αδειάσουμε τη στάμνα
Θα γίνουμε γλαυκοί
Δωρητές του πελάγους.



XV

Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράς
Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία της
Θ' ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως
Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο
Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάς
Στους πέντε ανέμους

Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά.



ΧVI

Ναι οι μηλιές ανθίζουν

Με μιαν ανάσα μουσικής μέσα στα φύλλα

Δακρύβρεχτες μορφές καρπών μετεωρίζονται

Απαλά

Μέσα στ' αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου



Ναι θα στολίσουμε τη γη

Θα σφίξουμε τη μέρα

Θ' αλαλάξουμε

Στο στήθος της αληθινής μητέρας.





XVII

Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη
Που βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη

Φίλη ξανθή της θάλασσας.



XVIII

Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει

Σφίγγει στο στήθος της τα δέντρα τα παιδιά της

Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά

Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα



Θα 'χει βροχές κι ανέμους για να τ' αναθρέψει

Θα 'χει κοιλάδες για να τ' αναπάψει

Και για να τα πονέσει - μια βαθιά καρδιά.



XIX

Η σάρκα της ιτιάς η αρχέγονη φωτιά της νιότης
Η ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γης
Η ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο

Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ίδρωτα
Μέσα στα μεταλλεία της καρδιάς
Μέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνης
Διάβα μέσ' από τους πορθμούς της θύμησης
Πιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέρα
Εκεί πού σβήνει τη μορφή της η έρημος.



XX

Κατασταλαγμένη μουσική
Στους βυθούς των μενεξέδων
Χώμα νοτισμένο από
Αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη

Μόλις ακούγεται μακριά
Το καρδιοχτύπι
Κι οι αθώοι του καημοί
Πίδακες χρυσανθέμων.



XXI

Μια τέτοια συντυχία

Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας

Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση

Το κάθε τι προσάναμμα χαράς
Το κάθε τι χέρι του χαίρε
Μεγάλη ασβεστοχρισμένη αυγή
Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου
Φλύαρη μαρμαρυγή
Έξοδος
Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων.



Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ

Ι

Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή και μάζεψε τα μαλλιά της νύχτας
αυτής που ονειρεύεται γυμνό το σώμα της. Έχει πολλούς ορίζοντες,
πολλές πυξίδες, και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και τα
πενήντα δύο χαρτιά της. Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο - με το
χέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νη-
σίδιο ύπνου.

Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώριαν
άγκυρα που ηγεμονεύει στους βυθούς. Σε λίγο θα 'ναι στα σύννεφα.
Κι εσύ δε θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω,
κι όταν πάω ν' ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, έναν μικρό γαλανό φεγ-
γίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μου
σκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ' το σεληνόφωτο

Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.



II

Εδώ - μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτη
φορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις! Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά
σχίζαν τις παρθενιές των κόσμων σου. Σ' ένα σεντόνι απλωμένο
έβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή της
νύχτας ξεκινούσαν τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά, ταυτίζον-
τας την ύπαρξή τους με την ύπαρξη των αγκαλιών που προσμέναν.
Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους αλλά στάθηκαν στη
γλαυκή κόχη τ' ουρανού και των ματιών σου τι γύρευαν; Ποιο ένα-
στρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου;
Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμα
δυο συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν' αντιμετωπίσουν
ένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.



III

Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας - μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ'
αχνάρια του αγνώστου.

Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει απ' τον ήλιο.
Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός τρυ-
φερού ταξιδιού μες στην αθανασία.



IV

Πέντε χελιδόνια - πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθε
λάμψη κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τη
μορφή σου απάνω στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του
προς τα μέσα. Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύ-
μησες.

Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος κάνει το ρυ-
άκι, κι ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωό-
τητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρυστάλλου.



V

Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι

ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμος
ανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα
μάτσο γυακίνθους. Από αύριο θα' σαι η επίσημη ξένη των αποκρύ-
φων σελίδων μου.



VI

Μέσα στα δέντρα τούτα που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπό σου.

Η αγκαλιά που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της. Ο κόσμος
που θα μείνει χαραγμένος εκεί.

Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν μες στους φλοιούς των ελπίδων,
στους βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας - τα
κλεισμένα λόγια που πικράνανε τ' ομοίωμά τους κι έγιναν οι Υπερη-
φάνειες.



VII

Συγκίνηση. Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά πάνω
στις λεύκες που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ' τα μάτια σου είναι αυτός
που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα - τις χίμαιρες! Η
ώρα είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζο-
μαι αυτούς που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν το
φως κάτω απ' τα βλέφαρα, που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοι
μελετούνε τ' ανοιχτά τους χέρια.

Και θέλω να κλείσω τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα,
να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ ο
στερνός τους λόγος άλλος.

Μίλησε μου· αλλά μίλησε μου για δάκρυα.



VIII

Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ' ακολουθούν μετουσιωμέ-
να. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώ-
σφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της
πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυ-
λώνουν τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωμα
της αμφιλύκης.

Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος
σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν
έστερξες ποτές σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ' αφάνιζε είναι αυτός
ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ' απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια
των μενεξέδων.

Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε...



IX

Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο. Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείρι-
στη φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση και
τις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέ-
ξεις και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα.
Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο. Γι' αυτό
κάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ,
εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώντας
μια μοναξιά Θεού μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία.

Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο που βρήκα και μιμήθηκα σε
Σένα!



Χ

Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου. Ακόμα
μια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τ' αρχαία σου όνειρα. Μια φορά
μέσα στ' αρχαία σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται.
Μέσα σ' αυτά που ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κό-
σμου. Τα μυστικά του κόσμου.



XI

Ψηλά στο δέντρο των άσπρων ταξιδιών με το εωθινό κορμί σου χορ-
τάτο από μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δί-
νει τη ζωή της στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύ
μακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζοντας
τα χίλια δάκρυα. Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μες στα
ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα

μεσημέρια φλόγες. Εσύ που σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φω-
νήεντα συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!
Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι η-
λιοκαμένη μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους
αιώνες θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε κατα-
μόναχο μες στην οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη
ομορφιά της ομορφιάς σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θά-
λασσας, ένα διαμάντι μέσα στη δικαιοσύνη του ήλιου.



XII

Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων και βάφτισέ το στην πηγή της
μέρας. Έτσι κοντά στ' όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος, και το χέρι
μου νικώντας τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια.
Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα, ποιος θα τ' αξιωθεί σιμά
του, ποιος είναι αυτός που θα σε προφέρει πρώτος όπως προφέρει ο
μέγας ήλιος το βλαστάρι!

Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Που
είσαι φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.



XIII

Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε όταν η βροντή προη-
γήθηκε της καρδιάς μου. Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικό
μου χέρι μέσα στην ξενιτιά της θλίψης σου. Πες μου το διάστημα και
το φως και το σκοτάδι - το παρείσαχτο κυμάτισμα ενός τρυφερού
ιδιωτικού Σεπτέμβρη.

Και σκόρπισε την ίριδα, στεφάνωσε με.



XIV

Να ξαναγυρίζεις στο νησί της αλαφρόπετρας μ' ένα τροπάριο ξε-
χασμένο που θα ζωντανεύει τις καμπάνες δίνοντας θόλους ορθρι-
νούς στις πιο ξενιτεμένες θύμησες. Να τινάζεις τα μικρά περβόλια
έξω από την καρδιά σου κι υστέρα πάλι να φιλεύεσαι απ' την ίδια
τους θλίψη. Να μη νιώθεις τίποτε πάνω απ' τους αυστηρούς βράχους

κι όμως η μορφή σου ξαφνικά να μοιάζει με τον ύμνο τους. Να σε
παίρνουν τ' ανώμαλα πέτρινα σκαλιά ψηλά ψηλά κι εκεί να καρδιο-
χτυπάς έξω απ' την πύλη του καινούριου κόσμου. Να μαζεύεις δάφνη
και μάρμαρο για την άσπρη αρχιτεκτονική της τύχης σου.

Και να 'σαι όπως γεννήθηκες, το κέντρο του κόσμου.



XV

Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει. Όπου και να γυρίσει θαμπώνεται
από το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής. Πέτα λοιπόν
τους γυακίνθους, τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνο
εξαφτέρυγο άγγελμα!

Η ανάσα του μέλλοντος αχνίζει έμψυχα δώρα.



XVI

Κρύψε στο μέτωπο σου τ' άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πέν-
θος. Και μ' αυτό προχώρησε και μ' αυτό πόνεσε πάνω απ' τον πόνο
των ανθρώπων. Κι άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέ-
ρεις πάντοτε περισσότερα. Γι' αυτό άλλωστε αξίζεις και γι' αυτό σαν
σηκώνεις τη σημαία σου ένα χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις των
πραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.



XVII

Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν κι απ' αυτά που πεθάνα-
νε κάτω απ' τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε
σ' εδάμασε και συνεχίζεις τ' όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποια
να σε περιφρονήσουν!

Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι α-
θάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικό-
τητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή,
πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα.

Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μες στην ανυπαρξία και
ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην
αλλαγή σου...

Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινη
γεωγραφία.



XVIII

Μελαχρινή μαρμαρυγή - νανούρισμα των βλεφάρων πάνω απ' τη
μυθική απλωσιά του κόσμου.

Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναι
καιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της.
Τώρα η φύση πιάνεται απ' το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιά-
ζοντας τα μάτια της μ' έναν γαλάζιο παραπόταμο μ' ένα φωταγωγημέ-
νο φύλλωμα, μ' ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αιθρίας. Κι εγώ -
σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο της
ακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημά-
δια που θα σε γεννούσανε. Πού είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυ-
χή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο,
πού είσαι!



XIX

Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ' ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλ-
λιώς την παπαρούνα σου.

Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς,
όπου και να συντρίψεις τ' ομοίωμα σου, το πάθος μου θα βρίσκεται
στον Απρίλη του ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτά
συλλογισμένες φλόγες του.



XX

Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε. Το νερό σφάλισε
τους όρμους. Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα.
Τώρα δε μένει παρά να 'ρθεις εσύ ω! σμιλεμένη από την πείρα των
ανέμων και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δε μένει παρά να' ρθεις
εσύ και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα 'ναι
άλλο από τ' ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου.

Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.



XXI

Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμά-
σαι. Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μια
καρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία
τους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέ-
ξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ' αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε,
νιώσε:

Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.





Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ



ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ

Βγήκες από τα σωθικά βροντής

Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα

Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη

Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο

Για ν' αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη

Ν' ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος



Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη

Όρθωσες ένα στήθος βράχου
Κατάστιχτου απ' την έμπνευση της όστριας
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη
Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Γέννησες τη φωνή της μέρας

Έστησες ψηλά

Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία
Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους
Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου



Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών

Μέσ' από τις ευχαριστίες του ύπνου
Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων

Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής,
Ένιωσες τη χαρά της γέννησης

Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη

Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη
Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες

Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου

Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.

Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου
Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο
Με φωτιά με λάβα με καπνούς
Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου

Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη

Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη

Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους

Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς

Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται

Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα
Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς
Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα
Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.



Ω κόρη κορυφαίου θυμού

Γυμνή αναδυομένη
Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου

Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία

Σε χιλιάδες χρώματα ν' αναβλαστήσει το αίσθημα

Φτεροκοπώντας ανοιχτά

Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία



Άστραψε μες στο κήρυγμα του άνεμου

Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά
Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται

Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.





ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ...

...Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χε-
ριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα
βιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θά-
λασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και
μ' αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.

Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινω-
νείς τόσο καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστημα
της καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει,
ό,τι αναδεύεται σαν δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κά-
θε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοι-
ξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους.
Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέ-
ραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη
σύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι,
ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μες
στην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν
είναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμήν εκείνη που
διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνω
από την πάγχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά της
πάχνης του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύει
την καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ' ουρανού που νυχτόημε-
ρα πλάθεται απ' την καλοσύνη των άστρων.



Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους

Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο

Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας

Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!

Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου

Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω

Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών

Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια



-Μα πού γύριζες

Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα

Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του

Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών

Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.



Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση

Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος

Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας

Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.



Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους

Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές
Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.



Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο

Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας

Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.



ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση
Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο
Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη
του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα
Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν
Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους
Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ' την ανατολή του ήλιου
Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί - τι γύρευα
Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα
Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος
Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου
το πελαγίσιο του έμβλημα

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα
Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα
Ήτανε η οδύνη -

Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο

βάρος σου

Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία
Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη
Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες - Μα θυμάμαι πόνεσες
Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια
Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του
ο χρόνος

Σ' άφησα τότες

Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτια
Τ' άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω
Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα.

Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό
Θα 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει
Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας
Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αιγαίο.



ADAGIO

Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε απ' τον ύπνο το νωχελικό προσκέφα-
λο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο
μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή
άστρα. Γιατί πολύ θα 'χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και
θ' αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.

Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ' άσωτα βιολιά ν' αναρριπίζουν τις
νυχτιές μ' αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν' αγεροδρο-
μούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά
μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ' αναμμένα
φραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες
που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλ-
λογισμένα δέντρα.

Ω έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δε
θα 'ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ' την
πίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται απ' τη γοητεία, δε θα 'ναι παρά η
καρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό.

Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω
είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.





ΟΛΒΙΑ ΝΤΟΝΝΑ

Στο άστρο του Α.

Πάρε μια γύρη από λαμπύρισμα παρηγοριάς
Μια θέση που ν' αστράφτει στο άπειρο
Ψηλότερα κι από την πιο ψηλήν ελπίδα σου
Όλβια Ντόννα! Κι από την άκρη του κόσμου των αχτίδων
Κύλησε με σμαράγδι αναλυτό
Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής του νότου

Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής που παίρνει

Την παρθενιά της νύχτας μακριά

Με ταξίδια σε σπηλιές απέραντες

Με κορίτσια που αγαπούν τις αγκαλιές των κρίνων

Και μελωδούν το βάθος τ' ουρανού

Και νοσταλγούν τ' αγιάζι της αιθερημίας

Πάρε μια θέση που ν' αστράφτει στο άπειρο
Μια κόρη γαλανού ματιού απροσμέτρητου
Με στήμονες ευχής στο ανάστημά σου
Όλβια Ντόννα! Κι από μια καρδιά ομοούσια
Πέρασε για να δεις των χρόνων το βυθό
Σπαρμένο από τα βότσαλα της νηνεμίας.



ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος!
Ποια νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς!
Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλι
Κι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδων
Κι η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικα
Το μακρινό μαράζι της γυναίκας
Της ωραίας που γύμνωσε τα στήθη της
Όταν η θύμηση μπήκε στις φωλιές
Κι οι πασχαλιές ράντισαν με φωτιά τη δύση!

Με το καΐκι και με τα πανιά της Παναγίας
Έφυγαν κατευόδιο των ανέμων

Οι εραστές της ξενιτιάς των κρίνων
Αλλά η νύχτα πως εδώ κελάρυσε τον ύπνο

Με γάργαρα μαλλιά στους φεγγερούς λαιμούς
Ή στις μεγάλες άσπρες παραλίες

Και πως με το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα

Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά

Η σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών

Που ευώδιασαν βασιλικό και δυόσμο!



Στα τρίστρατα όπου στάθηκεν η αρχαία μάγισσα

Καίοντας με ξερό θυμάρι τους άνεμους

Οι λυγερές σκιές αλαφροπερπατήσανε

Μ' ένα σταμνί γεμάτο αμίλητο νερό στο χέρι

Εύκολα σαν να μπαίναν στον Παράδεισο

Κι από την προσευχή των γρύλων που άφρισε τους κάμπους

Οι όμορφες ξεπροβάλανε με δέρμα φεγγαριού

Για να χορέψουνε στο μεσονύχτιο αλώνι...



Ω σημάδια που περνάτε μες στο βάθος
Του νερού που κρατάει έναν καθρέφτη

Εφτά κρινάκια που λαμποκοπάτε



Όταν ξαναγυρίσει το σπαθί του Ωρίωνα

Θα 'βρει φτωχό ψωμί κάτω από το λυχνάρι

Αλλά ψυχή στη χόβολη των άστρων

Θα 'βρει μεγάλα χέρια διακλαδωμένα στο άπειρο
Έρημα φύκια στερνοπαίδια του γιαλού

Χρόνια πετράδια πράσινα

Ω πράσινο πετράδι - ποιος θυελλομάντης είδε
Να σταματάς το φως στη γέννηση της μέρας
Το φως στη γέννηση των δυο ματιών του κόσμου!



ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια
Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο
Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου
Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της
Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα
Η ευχή που λαχτάρησε μέσ' απ' τους κόρφους του βασιλικού
Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα
Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης
Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων

Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου
Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά
Και δίχως ήμαρτον κανέν' από την αμαρτία χαράχτηκε
Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη
Πριν απ' την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου
Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή
Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!



ΒΑΘΟΣ

Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννεί
την άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την
άρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδί-
ζει από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα!
Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, πότε κατά τη δύση που χαράζει στα
στήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει να
μπει πεισματικά στη φύση...

Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιόφρονης, τα
πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στον
αγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν' αναζητήσου-
με μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιρια-
σμένης στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα
που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή που
αγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοι-
μάζαμε άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θα 'πρεπε να σφίξουν στην
αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισ-
σότερο νερό, περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!



ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ

Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ' αθάνατα

Εδώ που ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου

Που ανοίγουνε μεγάλα σύννεφα χρυσά εξαφτέρυγα

Πάνω από τη μετόπη τ' ουρανού

Πες μου από πού ξεκίνησε η αιωνιότητα

Πες μου ποιο το σημάδι που πονείς

Και ποιο το ριζικό της ελεμίνθας



Ω γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος

Τι γίνηκεν η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ' τ' ανάχτορα

Το έλεος που ανέβαινε σαν ιερός καπνός

Πού είναι οι πύλες με τ' αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν

Κι η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαών
Όταν ο ήλιος έμπαινε σαν θρίαμβος
Όταν η μοίρα σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς

Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα

Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές

Οι ελληνικές γραμμές μες στο νερό της χλόης



Λαβώθηκαν τα μέτωπα κι οι αγκώνες

Ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος

Οι άνθρωποι προχωρήσανε

Γεμάτοι οδύνη και όνειρο

Στυφή μορφή! Εξευγενισμένη από τον άνεμο

Θύελλας καλοκαιρινής που τα πυρρόξανθα ίχνη

Αφήνει στις γραμμές των λόφων και των αετών

Στις γραμμές της παλάμης σου του πεπρωμένου

Τι ξέρεις ν' αντικρίζεις και τι ξέρεις να φορείς
Ντυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείς
Μέσα απ' τα ρείκια ή τις αλισφακιές
Στο τελικό σημείο του βέλους

Σ' αυτό το κοκκινόχωμα της Βοιωτίας

Μέσα στων βράχων το ερημικό εμβατήριο

Θ' ανάψεις τα χρυσά δεμάτια της φωτιάς

Θα ξεριζώσεις την κακή καρποφορία της θύμησης

Θ' αφήσεις μια πικρή ψυχή στην άγρια μέντα!



ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα

τα χρώματα πάνω στη γη

Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης
Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστο
Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά
Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει

ανάποδα τα χρόνια
Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν

στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους
Η μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από

την αγκαλιά του ξυπνητού νερού
Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της
Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας
Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει

και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός
Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ

τα συγγενεύει μες στον έρωτά μου
Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται
Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς

Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας
Ν' ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς
Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου

Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας

Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά
Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου

Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός

σε στόμα αιόλου
Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές

Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες

Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη
ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια



Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει

ο γρύλος

Η καμπάνα του χωρίου που ανοίγεται στον άνεμο
Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού
Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν
Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα
Ν' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού
Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημα
Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει
Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως
Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου

Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια
Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά
Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου
Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς
Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα
Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς
Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.



ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ

Έταξα στην ίριδα μια γη καλύτερη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκο
από χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούρια
πράσινη τη λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρό-
μους όπου χτυπούν οι πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας. Γέμι-
σα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια της
θάλασσας!

Και να τώρα που είμαστε και οι δυο μας έτοιμοι, κρατιόμαστε απ' τα
χέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλω-
νάρια μας αμάραντα.

Όταν φυσούμε ανοίγει ο πέπλος το πλατύ ριγήλισμα της άμμου στα
ωραία χρόνια που θα 'ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊά-
δων στάζοντας φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θα
ξαναγυρίσουν ανέγγιχτα στο βάθος τ' ουρανού. Από κει θ' αρχίσει
κι ο μόχθος, κι η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χω-
ρίς άλλες κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίες
από κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλου
του κόσμου γιατί όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύ-
ρας για την ευτυχία του γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράματα που
τον αγαπούνε και τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής του
όπως τρέχει ο καταρράχτης στα βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιά
των παλικαριών της Δικαιοσύνης.



Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας
Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων
Ω τι ωραία που είσαι
Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα
Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή
Για να σ' ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!

Ω τι ωραία που είσαι

Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας
Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε
Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο
Μ' ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιά
Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου



Ω τι ωραία που είσαι
Με το καινούριο χώμα που πονείς
Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων
Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων

Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου
Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς

Ω τι ωραία που είσαι
Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων
Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά
Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας
Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά
Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες

Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου

Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής

Γεμάτη απ' τα πρωτάκουστα πουλιά
Ω τι ωραία που είσαι

Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας

Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων!





Η ΤΡΕΛΗ ΡΟΔΙΑ


Πρωινό ερωτηματικό
κέφι à perde haleine

Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή

ροδιά

Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα
Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου
Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

Στη μέρα που απ' τη ζήλια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά

Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα

Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά

Που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της

Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά

Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;



Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη

Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά

Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια

Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε

Σ' αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά

Που τρίζει τ' άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;



Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει
Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπάει με φως καταμεσής του κόσμου τις κακοκαιριές

του δαίμονα

Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας
Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι

η τρελή ροδιά
Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;



Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταύγουστου
Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει
Τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της
Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά
Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων
Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;

Δεν υπάρχουν σχόλια: