Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

[Πεθαίνουν Τα Φιλιά Μας Πιο Γρήγορα Παρά Η Νύχτα]


1.

Δεν την ξέρω την κόλαση
μ’ αφόταν γεννήθηκα το κορμί μου καίγεται
το μίσος μου κανένας διάβολος δεν συνδαυλίζει
σάτυρος κανένας δεν με κυνηγά
όμως ο λόγος μου μες στα χείλια μου αλλάζει σε σαράκι
το εφηβαίο μου στη βροχή ευαίσθητο πολύ
ακίνητο σαν μαλάκιο ξεφυσάει μουσική
στο τηλέφωνο γαντζώνεται
και κλαίει
το ψοφίμι μου τσαντίζεται άθελά μου
με το γηραλέο πέος σου το εξωσμένο
που κοιμάται.
Ονειρεύομαι τα σιωπηλά σου χέρια
που πάνω στα κύματα ουριοδρομούνε
τραχιά ιδιότροπα
τυραννικά ως δεσπόζουν στο κορμί μου επάνω
μαραίνομαι ανατριχιάζω
ο νους μου πάει στους αστακούς
ακόρεστες οι περιστρεφόμενες αντένες
ξένουν το σπέρμα των ναρκωμένων
καραβιώνε
τ’ απλώνουν ύστερα στις κορυφο-
γραμμές επάνω, στον ορίζοντα
κορυφογραμμές οκνές πασπαλισμένες
με ψαρίσια σκόνη
εκεί που όλες τις νύχτες παπαδοκορδώνονται
μπουκωμένο στόμα χέρια σκεπαστά
θαλάσσιος υπνοβάτης με φεγγάρι
αλατισμένη.
Τα χέρια σου κορφολογούσανε
μες στο ξεσκέπαστό μου στήθος
στρουφουλιάζοντας ξανθένιες μπούκλες
τρυγώντας ρόγες
κάνοντας τις φλέβες μου να τρίζουν
πήζοντας μου το αίμα
μέσα στο στόμα μου η γλώσσα σου
χόντραινε από μίσος
το χέρι σου σημάδευε με ηδονή το μάγουλό μου
πάνω στη ράχη μου τα δόντια σου
γράφανε βλαστήμιες
ανάμεσα στις κνήμες μου έσταζε
των οστών μου το μεδούλι
κι έτρεχε το αυτοκίνητο στον αλαζόνα
δρόμο
περνώντας πάτησε την οικογένειά μου
Η μέλισσα που τον καιρό της χάνει
σε ανθόν επάνω συσπασμένη
ο μαύρος άνδρας με άψητες μασχάλες
που κρύβει το κεφάλι του μέσα στα χέρια
και που μέσα στη σκιά της σκιάς βαδίζει
της σκιάς της σκιάς
το χέρι σου που σέρνεται στο σεντόνι σάμπως
λεκές από λίπος
το χέρι σου που πια δεν θέλει σηκωθεί
όλα τα χαμένα τούτα τα σπα-
ταλεημένα τα θρηνώδη
σαν τη νύστα εκείνου που την αυγή θε να
πεθάνει και το ξέρει
της καρδιάς μου το υνί μέσα στο βάλτο
το αόρατό του ανοίγει αυλάκι
πάνω στις φτέρνες της η νύχτα τρέμει
θεέ πόσο φοβάμαι.
Κάνεις γκριμάτσες και μαδιέται η
καρδιά μου
μιλώ με τη μύτη
λύνονται τα μαλλιά μου
γελάς
ανοίγεις το στόμα
αλαφρωμένο κι άδειο σαν μια λεχώνα
πηδώ στην αγκαλιά σου
μια κουστωδία χωρατά
μπροβαίνει ξάφνου
το κρεβάτι μου βουλιάζει μέσα στη νύχτα
τα φουστάνια μου πέφτουν
γελάς.
Ξέχασέ με
να ν’ ανασάνουνε τα σπλάχνα μου
της απουσίας σου το φρέσκο αγέρι
να μπορούνε να βαδίζουνε οι κνήμες μου
δίχως ν’ αναζητούν τη σκιά σου
να γίνει η όρασή μου όραμα
να ξαποστάσει η ζωή μου
ξέχασέ με θε μου να με θυμάμαι


 http://bibliotheque.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια: