Ύστερα από το φως του πυρσού κόκκινο σε ιδρωμένα πρόσωπαΎστερα από την παγερή σιωπή μέσα στους
κήπουςΎστερα από την αγωνία σε τόπους
πετρωτούςΤις κραυγές και τους αλαλαγμούςΤη φυλακή το παλάτι και τ’ αντιφέγγισμαΤου ανοιξιάτικου κεραυνού πάνω από
μακρινά βουνάΕκείνος που ήταν ζωντανός είναι τώρα
πεθαμένοςΕμείς που ζούσαμε τώρα πεθαίνουμεΜε λίγη υπομονήΔεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχιαΒράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμουΤου δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνάΠου είναι βραχόβουνα χωρίς νερόΑν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να
πιούμεΜέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να
στοχαστούμεΞερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον
άμμοΑν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχοΣτόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια
που δεν μπορεί να φτύσειΕδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί ούτε να
πλαγιάσει ούτε να καθίσειΔεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνάΜόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς
βροχήΔεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνάΜόνο κόκκινα πρόσωπα βλοσυρά σαρκάζουν
και γρυλίζουνΜέσα απ’ τις πόρτες ξεροσκασμένων
λασποκαλυβιών
Αν είχε νερόΧωρίς τα βράχιαΑν ήταν τα βράχιαΜαζί με νερόΚαι νερόΜια πηγήΜια γούρνα μες στα βράχιαΑν ήταν ήχος μοναχά νερούΌχι ο τζίτζικαςΚαι το ξερό χορτάρι τραγουδώνταςΜα ήχος νερού πάνω από βράχοΕκεί που η τσίχλα κελαηδεί μέσα στα
πεύκαΒριξ βροξ βριξ βροξ βροξ βροξ βροξΑλλά δεν έχει νερόΠοιος είναι ο τρίτος που περπατεί πάντα
στό πλάι σου;Όταν μετρώ, είμαι μονάχα εγώ και συ
μαζί μουΜα όταν κοιτάζω εμπρός τον άσπρο δρόμοΥπάρχει πάντα κάποιος που περπατεί στο
πλάι σουΓλιστρώντας τυλιγμένος σε καστανό
μανδύα, κουκουλωμένοςΑν είναι άντρας αν είναι γυναίκα δεν το
ξέρω– Μ’ αυτός εκεί ποιος είναι απ’ τ’ άλλο
πλάι σου;Ποιος είναι αυτός ο ήχος ψηλά στον αέραΜουρμούρισμα μητρικού ολολυγμούΠοιες είναι αυτές οι κουκουλωμένες
ορδές που μερμηγκιάζουνΠάνω σ’ ατέλειωτους κάμπους,
σκοντάφτοντας στη σκασμένη γηςΖωσμένες από τον ορίζοντα το χαμηλό
μονάχαΠοια είναι η πολιτεία πέρα απ’ τα βουνάΣκάζει, ξαναγεννιέται, θρουβαλιάζεται
μες στο μενεξεδένιο αέραΠύργοι πέφτουνΙερουσαλήμ Αθήνα ΑλεξάντρειαΒιέννη ΛόντραΑνύπαρχτεςΜια γυναίκα έσυρε τη μακριά μαύρη της
κόμη τεντωμένηΚι έπαιξε ψίθυρο μουσικής πάνω σ’ αυτή
τη χορδήΚαι νυχτερίδες με πρόσωπα μωρών μέσα
στο φως το μενεξεδένιοΣφύριξαν και πετάρισαν μια στιγμήΚαι σύρθηκαν με τo κεφάλι κάτω στη ρίζα
ενός καψαλιασμένου τοίχουΚι ήτανε πύργοι ανάστροφοι κι ανάεροιΠου σήμαιναν τις ώρες χτυπώντας
καμπάνες θυμητικέςΚαι φωνές τραγουδούσαν μέσα από
ξεροπήγαδα και στέρνες αδειανές.Στη ρημαγμένη τούτη γούβα μέσα στα
βουνάΚάτω απ’ τα’ αχνό φεγγαρόφωτο, τραγουδάει
το χορτάριΠάνω σ’ αφανισμένους τάφους, γύρω στην
εκκλησιάΕκεί είναι η αδειανή εκκλησία, του
αγέρα μόνο κατοικία.Χωρίς παράθυρα, κι πόρτα παίζει,Τα ξερά κόκαλα κανένα δεν πειράζουν.Μόνο ένας κόκορας στάθηκε στο μεσοδόκιΚου κου ρικου κου κου ρικουΜέσα στο φέγγος αστραπής Τότες μια
νοτερή πνοήΦέρνοντας τη βροχήΦύρανε ο Γάγγης, τα πλαδαρά τα φύλλαΠροσμέναν τη βροχή, ενώ τα μαύρα
σύννεφαΣυνάχτηκαν μακριά, πάνω απ’ το
Χίμαβαντ.Η ζούγκλα ζάρωσε, κουβαριασμένη
σιωπηλά.Μίλησε τότε ό κεραυνόςΝΤΑΝτάττα: τι έχουμε δώσει;Φίλε μου, τραντάζει το αίμα την καρδιά
μουΗ φοβερή τόλμη μιaς στιγμής παραδομούΠου η εποχή της φρόνησης πότες δε θ’
αναιρέσειΜ’ αυτή, μόνο μ’ αυτήν, έχουμε υπάρξειΠου κανείς δε θα βρει μες στις
νεκρολογίες μαςΜήτε σε θύμησες από την ελεητικήν
αράχνη σκεπασμένεςΗ κάτω από σφραγίδες που έσπασε ο
στεγνός δικηγόροςΣτις άδειες κάμαρές μαςΝΤΑΝτάγιαντβαμ: Άκουσα το κλειδίΣτην πόρτα να γυρίζει μια φορά μια φορά
μόνοΣκεπτόμαστε το κλειδί, καθένας μες στη
φυλακή τουΜε τη σκέψη του κλειδιού, καθένας
βεβαιώνει τη φυλακή τουΜονάχα όταν βραδιάζει, αιθέρια
ψιθυρίσματαΓια μια στιγμή ξαναζωντανεύουν έναν
τσακισμένο ΚοριολανόΝΤΑΝτάμυατα: Το πλοίο ανταποκρίθηκεΧαρούμενα, στο χέρι το δεξιό και στο
πανί και στο κουπίΗ Θάλασσα ήταν ήσυχη, θα ’χε
ανταποκριθεί η καρδιά σουΧαρούμενα, στην πρόσκληση, πάλλοντας
υπάκουηΣε κυρίαρχα χέρια Κάθισα στην όχθηΨαρεύοντας, και πίσω μου o ξερός κάμποςΤάχα θα βάλω πια τις χώρες μου σε τάξη;Της Λόντρας το γιοφύρι πέφτει παει και
πέφτει πάει και πέφτειPoi
s’ ascose nel foco che gli affinaQuando
fiam uti chelidon – Ω χελιδόνιχελιδόνιLe
Prince d’ Aquitaine à la rour abolieΜε τα συντρίμμια αυτά στύλωσα τα
ερείπια μουΩραία, θα σας κανονίσω. Πάλι τρελός ο
Ιερώνυμος.Ντάττα. Ντάγιαντβαμ. Ντάμυατα.Σάντι σάντι σάντι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου