II
Η γαλάζια γυναίκα, φτιασιδωμένη, στο παράθυρο,
δεν ζητούσε οι φουντωτές αγκαθιές
να είναι ψυχρό ασήμι, ούτε τα αφρώδη σύννεφα
να είναι ορμητικά, αφρισμένα κύματα,
ούτε τα αφροδίσια άνθη να αναπαύονται
χωρίς τις λυσσαλέες τους έξεις, ούτε, τη νύχτα,
η μεθυστική ζέστη του καλοκαιριού,
να δυναμώνει τα υποτονικά της όνειρα και μέσα τους
να παίρνει την αληθινή μορφή της. Της αρκούσε
που θυμόταν: οι αγκαθιές της άνοιξης
γυρνούν στις θέσεις τους ανάμεσα στα κληματόφυλλα
για να δροσίσουν τις ροδοκόκκινες ορμές τους - τα αφρώδη
σύννεφα
δεν είναι παρά αφρώδη σύννεφα - τα αφρώδη άνθη
μαραίνονται δίχως εφηβεία - κι αργότερα,
όταν η αρμονική ζέστη των αυγουστιάτικων πεύκων
μπει στο δωμάτιο, αποκοιμιέται και είναι η νύχτα.
Της αρκούσε που θυμόταν.
Η γαλάζια γυναίκα κοιτούσε κι ονόμαζε απ' το παράθυρό της
τα λουλούδια της κρανιάς, με την ψυχρή τους λάμψη,
πραγματικά λουλούδια άρα ψυχρά, ψυχρές απεικονίσεις,
λαμπερές, που τίποτα δεν διαταράσσει εκτός απ' τη ματιά της.
Ποίημα από τη συλλογή Σημειώσεις για έναν υπέρτατο μύθο, μτφρ.: Στάθης Καββαδάς, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 1994
http://www.e-poema.eu/index_gr.php
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου