Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

Πυθεί Αιγινήτη,


αγενείω παγκρατιαστή
Δεν είμ' αδριαντοποιός
για να δουλεύω αγάλματα, που αγρεύουν
στα βάθρα τους απάνω πάντ' ασάλευτα.
Μα εσύ, τραγούδι μου γλυκό, ξεκίνα
με κάθε καράβι και βάρκ' απ' την Αίγινα
να διαλαλήσεις παντού, πώς του Λάμπωνα
ο χεροδύναμος γιός, ο Πυθέας
του παγκρατίου νίκησε στα Νέμεα το στεφάνι
πριν τ' άωρ' ακόμα τρυφερά του μάγουλα
το χνούδι το πρωτάνθιστο σκιάσει
και τους κονταρομάχους ήρωες τίμησε,
που απο τον Κρόνο και το Δία κρατούνε
κι απ' τις Νεράϊδες τις χρυσές,
τους Αιακίδες και την πόλη τους
τη χώρα την αγαπητή στους ξένους
που έναν καιρό δεήθηκαν,
να γίνει αντρών γενναίων γεννήτρα
και ξακουστή για τα καράβια της,
ορθοί μπρος στου Ελληνίου πατέρα το βωμό
υψώνοντας τα χέρια στον αιθέρα
οι παντοφήμιστοι της Ενδαΐδας γιοί
κι ο τρανός άρχοντας ο Φώκος, ο αδερφός των,
γιος της θεάς, που απάνω στο κατάγιαλο
της θάλασσας τον γέννησε η Ψαμμάθη.
Ντηριούμαι ν' αναθυμηθώ πράξη βαριά
και που τολμήθηκε όχι με το δίκιο:
Πώς το λαμπρό νησί παράτησαν στερνά
και ποιά μοίρα τους ξόρισε κακιά
τους ήρωες τους τρανούς απ' την Οινώνη.
Θα σταματήσω δεν κερδίζει πάντα
το πρόσωπό της η σωστή να δείχτει αλήθεια
κι είν' η σιωπή πολλές φορές η πιο σοφή
απόφαση πόχει κανείς να πάρει.

Μ' αν είναι λόγος, ή την ευτυχία τους
ή των χεριώ τη δύναμη να εγκωμιάσω
ή τους σιδερομάχητους πολέμους των,
τότ' ας μου σκάψουν τόπο για τα πιο μακριά
πηδήματα ορμήν έχουν ελαφριά
τα γόνατά μου και πέρ' απ' τα πέλαγα
παίρνουν οι αητοί το πέταμά των.
Για κείνους πρόθυμα τραγούδησε και των Μουσών
ο θεϊκός χορός στο Πήλιο και στη μέση
χτυπώντας την εφτάγλωσση τη φόρμιγγα
ο Απόλλωνας με το χρυσό το πλήχτρο
τις μελωδίες των οδηγούσε τις πολύτροπες
και, πρώτ' απο το Δία αρχίζοντας,
τη σεβαστή ύμνησαν τη Θέτη
και τον Πηλέα κι έλεγαν, πως ζήτησε
του Κρηθέα η κόρη, η γιόμορφη Ιππολύτη
με δόλο να τον πεδικλώσει και με ποιές
πίβουλες τέχνες τον κατάφερε τον άντρα της
και σύντροό του, των Μαγνήτων το φρουρό
ράβοντας λόγια ψεύτικα πλασμένα
πως τάχα εκείνος στο κρεβάτι επάνω του Άκαστου
δοκίμασε τη νυφική της πίστη
να βιάσει μα το ενάντιο ήταν η αλήθεια:
αυτή, μ' όλη του πόθους της τη φλόγα του έπεφτε
πολλά παρακαλώντας για να τον πλανέσει
μα εκείνου μ' αγανάχτηση αγκαθιάσανε
τ' ασύφταστα τα λόγια την καρδιά του
κι αδίσταχτα τη νέα γυναίκ' απότρεψε
γιατ' είχε το Ξενίου πατρός το φόβο.
Όλα καλ' απ' τ' ουρανό τ' απείκασε
ο βασιλιάς των αθανάτων, που σηκώνει
τα σύγνεφα και του'ταξε μ' ένα του διάνεμα
γρήγορα να του δώσει μια απο τις θαλασσινές
τις Νηρηίδες τις χρυσαδραχτούσες ταίρι,
τον Ποσειδώνα το γαμπρό των πείθοντας
που αυτός απ' τις Αιγές συχνά κινάει και πάει
στο φημισμένο στον Ισθμό το δωρικό
και κει φαιδροί χοροί τον προδοδίζουν
με ήχους αυλών και στους αγώνες παραβγαίνουνε
οι νέοι με τη θρασιά τη ζόρη των κορμιών των.
Μα σ' όλα τα έργα κρίνει την αξιά
του καθενός η μοίρα πόχει απο γενιάς του
έτσι, Ευθυμένη, πέφτοντας και σύ,
στην Αίγινα, στην αγκαλιά της θεάς της Νίκης,
περίσσιους ύμνους κορφολόγησες
και τώρα εσένα, που στα χνάρια του όρμησες,
Πυθέα, ο μητρικός ο θείος σε καμαρώνει
κι όλ' η γενιά σου η ομόσπορη,
που σου έστρεξε η Νεμέα
κι ο εγχώριος μήνας, π' αγαά ο Απόλλωνας,
και νίκησες στους συνομήλικούς σου
που ήρθανε στην πατρίδα σου
και στο ακρολόφι τ' ομορφόλογγο του Νίσου.
Χαίρομαι να θωρώ πως συνερίζεται
για τους ευγενικούς αγώνες κάθε πόλη
μα μη ξεχνάς, πως το χρωστάς στο Μέναντρο
που το γλυκό καρπό των μόχτων σου
απόλαυσες απ' την Αθήνα πρέπει νά'ναι
ο άξιος τεχνίτης για τους αθλητές.
Μ' αν το Θεμίστιο κινάς να κελαδήσεις,
να μη σκιαχτείς δίνε φωνή και σήκω το
στου καταρτιού την ξάκρη το πανί σου
και πέ τον, πως πυγμάχος, στην Επίδαυρο,
και στο παγκράτιο πήρε τ' άθλα διπλής νίκης
κι έφερε στου Αιακού τα πρόθυρα
χλωρόφυλλ' ανθοστέφανα
με τη βοήθεια των ξανθών Χαρίτων.



Μετάφραση: Ιωάννης Γρυπάρης

Δεν υπάρχουν σχόλια: