Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

“Momenta Aurantia”

Momenta Aurantia”..παρουσίαση της ποιητικής συλλογής της Χρύσας Βελησσαρίου.
Καλώς βρισκόμαστε. Θα αρχίσω κάνοντας μια διαπίστωση κοινή σε όλους. Γνωρίζουμε πως ένας έρωτας μπορεί να κάνει την διαφορά στην ζωή μας. Πως μια μέρα μπορεί να γίνει ορόσημο, μια βραδιά ποιητική να ξεχωρίσει από κοινότοπες κλισαρισμένες βραδιές Έτσι και κάποιο πρόσωπο έχει την δυνατότητα να σε κάνει αρκετά θαρραλέο ώστε να υπερβείς τον εαυτό σου και τα πιστεύω σου, κι έτσι να κάνεις έναν πόλεμο, έναν έρωτα η και να τολμήσεις να μιλήσεις για ποίηση. Καθώς Απόψε.
Δεν υπερβάλλω. Είναι δύσκολος τομέας της τέχνης, και ο δυσκολότερος ίσως, της ποίησης. Πως να διαχειριστείς ένα θέμα που καλά-καλά δεν του έχει αποδοθεί ορισμός. Ίσως λόγω αυτής της δυσκολίας βλέπουμε ακατάλληλα πρόσωπα να γράφουν ποίηση η να παρουσιάζουν, ελπίζοντας στο να την καταστήσουν έτσι προσιτή σε αυτούς και τους άλλους. Δεν θα δοκιμάσω να δώσω ερμηνεία στην έννοια της ποίησης. Μάλλον αν αθροίσουμε όλων των ποιητών τις απόψεις , θα έχουμε το νόημα της και πάλι κατά προσέγγισιν. Απλώς θα θυμίσω πώς η ανάγκη του ανθρώπου να ποιήσει, προφανώς προέκυψε την στιγμή που ο άνθρωπος έμεινε έκθαμβος και τρομοκρατημένος μπροστά στα δεσμά του. Αφού δέσμιος είναι ο άνθρωπος σε δυο σε δύο διαφορετικά είδη αναπόφευκτου.Τα φυσικά του δεσμά και τα πέραν αυτής της ζωής.
Το ένα το καθαρά μεταφυσικό είναι το ανθρώπινο πεπερασμένο. Το άλλο, είναι η πάλλουσα ζωή με όλα όσα την αποτελούν. Όσα συνιστούν την ζωή, με τα συνεπακόλουθα συναισθήματα. Τον φόβο για μια εύθραυστη ειρήνη, τον πόλεμο με τα γνωστά του αποτελέσματα, τις δύσοσμες αναθυμιάσεις της εποχής, τις υποκριτικές συμπεριφορές της καθημερινότητα μας με την ανάλογη αποδόμηση των αξιών. Το πώς ο άνθρωπος θα ξεφύγει από αυτά τα δύο ανυπόφορα είδη δεσμών, η το πώς θα τα κάνει να φαντάζουν ελαφρύτερα, από καταβολής του τα ανακάλυψε και τα υπηρέτησε ο άνθρωπος. Με τα δυο μέσα που κατείχε.Τον Έρωτα. Και την Τέχνη. Μόνο που σε αυτά τα δύο «Τέλη-Σκοπούς» ο άνθρωπος οδηγείται με το πάθος ως «μέσον». Στην περίπτωση μας προσπαθώντας να προσεγγίσουμε την ποίηση της Χρύσας θα διαπιστώσουμε πως αντί να ξορκίσει απλώς τους φόβους μετατρέπει το ίδιο το «μέσον» σε ποίηση. Αντί να το θεωρήσει αγωγό, ώστε να πλησιάσει τα έμφοβα Δέη, μένει στην διαδρομή ερωτοτροπώντας με το μέσον που θα την οδηγούσε στην λύτρωση.
Έτσι την βλέπουμε αντί να γιατρεύεται να πρέπει να πεθαίνει κάθε στιγμή. Λόγω αυτών των απανωτών θανάτων κραυγάζει συναισθήματα, λες και είναι η τελευταία στιγμή που τα νοιώθει. Τους λόγους των απανωτών θανάτων της, που μοιάζουν ερωτικοί σπασμοί, κάποιοι τους φανταζόμαστε, οι άλλοι προσπαθούμε να τους ανιχνεύσουμε μέσα από τους στίχους της.
Γιατί αυτό είναι η ποίηση της. Ένα πάλεμα, μια αγωνία, μια κορύφωση. Κάποτε μια διάσωση. Μια αθώωση. Διαβάζοντας την ποίηση της Χρύσας αποδεικνύεται πως τελικά έχουν δίκιο όσοι πιστεύουν πως ο δημιουργός για να αναδείξει αυτό που θέλει με την ανάπτυξη ενός ποιήματος κυριολεκτικώς συντρίβει.
Θα ανατρέψει τα γεγονότα, θα τα κατακερματίσει, και από τα θραύσματα στα χέρια της θα γεννηθούν λέξεις που θα ρέουν, θα καίνε η θα κόβουν, θα ελευθερώνουν η και θα θανατώνουν και αναλόγως το που θα εστιάζει θα επαναδημιουργεί τόπο, και χρόνο αναδημιουργώντας είτε τον ατομικό της κόσμο, είτε τον πλατύ μας κόσμο που περικλείει τους πάντες και τα πάντα.
Φυσικά στην θανάτωση-συντριβή που επιχειρεί ο ποιητής πεθαίνει και συντρίβεται κι ό ίδιος μέσα τους. Μα στο επόμενο στάδιο της αναδόμησης, του χτισίματος εξ αρχής του νέου κόσμου, γίνεται αισθητό πως μέσα από τα αποτελέσματα και της δικής της εσωτερικής συντριβής, παίρνει και ο ίδιος ο δημιουργός νέα ζωή, παρατείνεται η συνέχεια του , δεχόμενος την ως αντίδωρο, μέσα από αυτό που έχει ήδη προσφέρει στους άλλους. Αυτούς τους άλλους στην περίπτωσή μας η Χρύσα κάποτε τους θανατώνει. Υπήρξαν – υποκείμενα του πόθου της, του θαυμασμού της, της κατηγόριας η και της άφεσής της, –δεν μπορεί παρά να τα μετατρέψει σε αντικείμενα ώστε να μπορέσει να τραφεί η ίδια.Αυτό μάλιστα νομίζω ότι της πηγαίνει πολύ. Να γίνεται Μαινάδα η Ερινύα και να απονέμει την ιδιότυπη αυτή δικαιοσύνη. Πάντως είτε σαν θύτης είτε σαν θύμα, την ενοχή η την υπαιτιότητα, το ηθικό και το ανήθικο, πάντα θα το τραγουδά
«Ανθισε έξω απ΄τα κάγκελα η τριανταφυλλια μου και την κοιτώ.
Ποιος θα εμπόδιζε τα ρόδα μου να ανθίσουν, ένθεν και ένθεν?»
ρωτά κι ευθύς την ερωτική της διάθεση και κατ’ επέκταση τον έρωτα της που απλώνεται «έξω από τα κάγκελα», τον καθιστά απλώς σημαντικό μέσα στην φυσικότητά του, νομιμοποιώντας τον, μπροστά στην αδυναμία μας να τον αποτρέψουμε η να τον αφανίσουμε θέτοντας ηθικούς φραγμούς.
Πέραν των φραγμών όμως τα πάθη έχουν ακριβό αντίτιμο.
«Αλλά ο εφιάλτης την κατέκτησε
Κι εσυ ο πιο ραγδαίος πόνος»
μας λέει και μένει πληγωμένη, κάποτε εκφράζοντας συναισθήματα απαξίωσης λες και με τον τρόπο αυτό θέλει να μειώσει το μέγεθος της απώλειας του αγαπημένου προσώπου..
«Σκέψου όλα αυτά που δεν κάνεις, όλα αυτά που χρωστάς, όλα αυτά που χρωστάς στην αγάπη και τον άνθρωπο, τα ιδανικά που πάντα είχες σημαία..»
Φορές την βρίσκουμε να νοιώθει ευγνωμοσύνη για το δώρο του
«Μ’ έντυσες σώμα που όλη μου τη ζωη στερήθηκα»
Κι ύστερα να θυμάται πάλι τα αγγίγματα, τις νύχτες, και να κατηγορεί πως
«Τακανες όλα ρημαδιό κι εσυ όπως όλοι…» και πιο κάτω
«Μου πήρες το θρόνο μου, το σκήπτρο, το μαγικό ραβδί μου…»
Για να φτάσει πάλι στην ίδια διαπίστωση, μετατρέποντας σε σοφή αποδοχή την ελπίδα.
«Κι έτσι θα ζήσουμε ανέλπιστα πολύ
Στην μοναξιά μας απροσδόκητα ωραίοι,
οριστικά εκτός του Παραδείσου»
Η Χρυσα Βελλησαρίου θέλει να κατανοεί η και να συγχωρεί, μα κάποτε έρχεται η οργή να ακυρώσει την φιλευσπλαχνία της. Θέλει να δικαιολογεί και δυσκολεύεται . Επειδή έχει υψηλά πρότυπα.
Θα ήθελε ένα κόσμο αλιώτικο
«Κι ο κόσμος φωτεινός και μικρός,
Ένα βάζο πυγολαμπίδες το σούρουπο»
Έναν έρωτα αλλιώτικο.
«Να μαγέψω τον κόσμο σου ήθελα
Κι αθέλητα γελωτοποιός έγινα, ακυρωμένη»
Μια ζωή αλλιώτικη.
«Οφείλουμε να ζούμε σε χρόνο αληθινό
Να πάρουμε απ΄το χέρι τις μπερδεμένες καρδιές μας
Και να τις οδηγήσουμε να προσφέρουν την αγάπη τους
Σ΄όποιον την έχει ανάγκη»
Μια προοπτική αλλιώτικη.
Δεν την έχει, και την τραυματίζει - αποδομεί, ώστε να την επαναδημιουργήσει.
Έτσι όταν «προκύπτει» η ψευδαίσθησή της του ιδανικού ταιριάσματος δεν φείδεται στο να καταθέτει όλο τον σχεδόν αδηφάγο αισθησιασμό της εξ αρχής, σαν να ζει τον πρώτο και τελευταίο έρωτα.
«Ποθώ να γίνουμε πάλι στο φεγγαρόφωτο, λιωμένο ασήμι, ζέον…»
για να θυμηθεί εκ νέου το χάος και την πολυπλοκότητα της δυαδικής σχέσης, το κενό που μπορεί να υπάρξει μεταξύ δύο προσεγγίσεων, το ανέφικτο του ονείρου.
Γιατί όνειρο πως μια ερωτική σχέση δύναται να έχει απέραντο χρόνο ως «μέλλον». Έτσι επώδυνα συμβιβάζεται από ερωμένη να καταλήξει μεγαλόκαρδα σε μάννα-ερωμένη
«Έλα, κάτσε να δροσιστείς
Πιες απ΄το νερό στη ρίζα μου
Αποκοιμήσου αγκαλιάζοντας το αδρό μου δέρμα
Κρύψου ως το πρωί
Στο κοίλο καταφύγιο
Που ο χρόνος δημιούργησε
Για να στεγάσει εσένα»
Η Χρύσα δεν θα κατηγορηθεί πως ανήκει στην κατηγορία των ποιητών, που πιστεύουν ότι το έργο τους αφορά μόνον μια ελίτ πνευματική. Η γραφή είναι ειλικρινής και άμεση. Είναι εύληπτη. Έτσι δεν θα φέρει το βάρος να μας κάνει να φανούμε ανόητοι, επειδή δεν την κατανοούμε. Σχεδόν κανένας αναγνώστης δεν θα αισθανθεί ότι η ποίηση της τον εμπαίζει, κρατώντας κρυφά τα νοήματά της. Είναι μια ποίηση όμως με βάθος αισθημάτων, καλοφωτισμένες εικόνες, που παραδίδεται σχετικά εύκολα, σαν την γυναίκα που γνωρίζει πως η αληθινή ομορφιά της δεν κρύβεται στο πόσο εύκολα θα ενδώσει στον έρωτα, μα σε κάτι βαθύτερο που έχει να προσφέρει.Προσωπικά την ποίηση της Χρύσας, την προσλαμβάνω σχεδόν σωματικά. Την διαίσθηση την χρησιμοποιώ μόνο στην περίπτωση που υποψιαστώ το Άλλο πίσω από το φανερό.
Φυσικά δεν είναι μια ήρεμη ποίηση.. Γιατί ενώ μοιάζει με εκδρομή σε δάσος κι ενώ ήδη υπάρχουν παγίδες κρυμμένες, η και φανερές, εμείς θα βλέπουμε μια κοκκινοσκουφίτσα να προκαλεί - παρακαλεί τον λύκο - ώστε αν τα καταφέρει - να αποτελέσει η ίδια το έδεσμα του. Η προκλητικότητά αυτή γίνεται με τόσο έντονο τρόπο, που σκέφτεσαι πως τελικά ο ποιητής είναι ένα αλλοπρόσαλλο πλάσμα που προκειμένου να ποιήσει, πολλές φορές δημιουργεί μόνος του τις δραματικές καταστάσεις.
«Η έγνοια του μια τυραννική εμμονή.
Κείνο, που δεν θέλησε να είναι,
επιδιώκει ως αυτόχειρας.
«Πού είσαι λοιπόν;»
Θα το καλεί. Με σάρκα που έχει διάθεση να ξοδευτεί στην αναζήτηση της χαράς της ζωής
«Άγρια του κορμιού η λεοπάρδαλις,
στης ψυχής χωμένη τη φωλιά.
Σε ξεσχίζει από μέσα. Μη μιλάς! Μη μιλάς!
Μη μιλάς!
Για να προδοθεί ώστε να εύχεται ..
«Θα ήθελα να μη παραμιλώ. Να μη νιώθω τραγουδιστά. Να ξεχάσω πως υπάρχεις και συ».
Και ύστερα να τραγουδά πάλι την ίδια την διάψευση, σαν εμπιστεύτηκε με τρυφερότητα και πάθος και εγκαταλείφθηκε.
«Αχ, επιτρέψτε μου να αισθάνομαι μπλου!
Είναι το μόνο χρώμα που μένει πια για εμένα...
Είναι η λίμνη, όπου τα χρυσόψαρα του ψεύδους και της απόρριψης, του χωρισμού και της απουσίας
μπορούν να είναι ακόμα ζωντανά,
για να μου δείχνουν το μονοπάτι
προς την αίγλη
ενός αθώου παρελθόντος..»
Κι ενώ θα δείχνει κάποτε ότι και κατανοεί και συγχωρεί, έρχεται μια υφέρπουσα οργή να ακυρώσει την φιλευσπλαχνία της. Ακόμα και στον δημιουργό της.
«Δεν είμαι δικιά σου. Δεν είμαι κανενός.
Ούτε ποτέ υπήρξα. Ούτε θα υπάρξω.
Σκεδάστηκα απ’ το σκληρό πυρήνα σου.
Άλλαξε η ορμή μου. Μοιράστηκα ενέργεια εκούσια ή ακούσια μαζί σου. Άλλαξα προορισμό. Άλλαξα στόχους»
Γι αυτό και θέλει να ισορροπήσει μα δυσκολεύεται
Διαπιστώνοντας πως
«Είμαι, εκ γενετής, αιωνόβια ετοιμοθάνατη.»
Αλλού οικτίρεται επειδή δόθηκε στην ελπίδα
«Θα ήθελα να μη παραμιλώ. Να μη νιώθω τραγουδιστά.
Να ξεχάσω πως υπάρχεις και συ. Στην αθωότητά της άγνοιας να γυρίσω...»
Ενώ θα την ακολουθεί η ηχώ των ερώτων και της προδοσίας
«Είναι εγκλωβισμένη μακριά του.
Δεν πετά, πεταρίζει.
Είναι μια αλήθεια,
που καταζητούμενη ως ψέμα, αγνοείται.»
Για να πάρει ξανά από τον πόνο την λαλιά της και να τραγουδήσει από την αρχή για ένα καρποφόρο μέλλον.
« Η ζωή με χαϊδεύει.
Στου βυθού την επόμενη μέθεξη, θα φορώ αναπνευστήρα.
Η ζωή με χαϊδεύει.
Είναι τόσο λευκοί στη λιακάδα οι πόθοι μου!»
Βλέπουμε κάποτε και τον θάνατο να περνά μα ακόμα και όταν εμφανίζεται δηλωμένος ρητά, μπροστά στην δύναμη που δίνει η ποιήτρια στην ζωή και στον έρωτα, πάλι ωχριά. Διότι τούτη η ζωή είναι που την καίει. Με την απουσία, την έλλειψη, τη προδοσία, τον έρωτα, τα τραύματα τα αιμάσσοντα που τα μετατρέπει σε σώματα-αντικείμενα μελέτης, ώστε το χέρι της ποιήτριας να νεκροτομήσει, παρατηρώντας την σύσταση τους, ανιχνεύοντας μέσα από την αποδόμησή τους - αν ήταν δυνατόν - Τον δημιουργό που φιλοτέχνησε τόσα αντικείμενα ποιητικής έρευνας. Διότι αγαπά η ποιήτρια τον έρωτα, την θυσία, τον χωρισμό, ακόμα-ακόμα αγαπά και αυτήν την ίδια την αδυναμία να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς του έρωτα, εφόσον όλα αυτά είναι αποτελούν το λάδι που συντηρεί την φλόγα στην ψυχή του ποιητή, και η Χρύσα το γνωρίζει αυτό και το αποδέχεται .
Η σχέση της Χρύσας με τους κανόνες της ποίησης θα έλεγα πως είναι σε μια ερωτική αντιπαλότητα. Κάποτε δεν θέλει να υποταχτεί κι έτσι εμφανίζεται αιφνιδιαστικά μια ξενίζουσα λέξη, μια πρόταση πεζή ή, μια σοκαριστικη εμβολή, λες και επιδιώκει να μας φέρει αντιμέτωπους με την σχιζοφρενική σχέση των αντιθέτων. Άλλοτε υποκύπτει και τότε έχουμε την επιθυμητή εσωτερική μουσικότητα στον στίχο. Οι εικόνες φυσικά πλεονάζουν, δεν έχουμε παράπονο, οι συνηχήσεις λιγότερες, μα γενικώς έχουμε αυτό που ο ΄Αμπραμς θεωρούσε απαραίτητο για καλή ποίηση. Να μπαίνουν στην γραφή τα χαρακτηριστικά του ποιητή Και από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν έχουμε παράπονο συν το σοβαρότερο Το Πάθος.
Κλείνοντας τα μάτια και επιθυμωντας να αφουγκραστώ την προσπάθεια που οφείλει να κάνει ωστε να εντάξει αυτό το πάθος στα απαραίτητα «Πρέπει» της ποίησης θα αναπαράγω τα λόγια του μεγαλου Σολωμού. “Η δυσκολία την οποία αισθάνεται ο συγγραφέας (ομιλώ γιατον μεγάλον συγγραφέα) δεν στέκει εις το να δείξει φαντασίαν και πάθος, αλλά εις το να υποτάξει αυτά τα δύο πράγματα . με καιρό και με κόπο εις το νόημα της Τέχνης.”
Τελειώνοντας λοιπόν δεν έχω παρά να ομολογήσω πως η Χρύσα Βελισαρίου έχει την δυνατότητα μελλοντικά να διεκδικήσει θέση στην σοβαρή ποίηση, θέση που θα διεκδικήσει ερήμην μας, ερήμην της αποδοχής μας η των λόγων μας, άλλα ιδίως ερήμην του ίδιου της του εαυτού, εφόσον ο εαυτός μας είναι και ο μεγάλος αντίπαλος και ανταγωνιστής μας.

2 σχόλια:

Βελησσαρίου Χρυσούλα είπε...

Σ' ευχαριστώ πολύ Στρατή. Τώρα το βλέπω.

Βελησσαρίου Χρυσούλα είπε...

Σ' ευχαριστώ πολύ Στρατή. Τώρα το βλέπω.