Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

ΝΙΚΗ ΜΑΡΑΓΚΟΥ




2


Η Νίκη Μαραγκού γεννήθηκε στις 23 Μαίου 1948 στη Λεμεσό. Η Κύπρια λογοτέχνης και ζωγράφος έχασε τη ζωή της σε τροχαίο, στις 7 Φεβρουαρίου 2013 κοντά στη πόλη Φαγιούν της Αιγύπτου (100 χλμ από το Κάιρο).
Ποια ήταν η Νίκη Μαραγκού? Στο τελευταίο βιβλίο που εξέδωσε το 2012 «Δεκαοκτώ αφηγήσεις» και στη τελευταία σελίδα γράφει η ίδια το βιογραφικό της.
«Γεννήθηκα στη Λεμεσό το 1948. Ό πατέρας μου ήταν από την Αμμόχωστο και η μάνα μου από την Κοζάνη. Αυτό με βοήθησε να διατηρήσω μια πλατιά εικόνα του ελληνικού ορίζοντα μεγαλώνοντας στο ανατολικότερο σημείο του. Υπήρξαμε μια τυχερή γενιά πού βίωσε ακραίες καταστάσεις. Από τη γιαγιά μου στον αργαλειό, από τους γύφτους με αρκούδες πού χόρευαν, στους σημερινούς υπολογιστές. Σπούδασα στο Βερολίνο κι έπειτα χρειάστηκα τα αποχαυνωτικά μεσημέρια της Λευκωσίας για να θυμηθώ ποια είμαι. Έκανα διάφορες δουλειές, δίδαξα κεραμική σε τυφλούς, εργάστηκα δέκα χρόνια στο θέατρο, έκανα εκθέσεις ζωγραφικής και χαρακτικής. Το κεντρικό σημείο όμως στη ζωή μου ήταν πάντα η σχέση μου με τη γλώσσα, την αρχαία, τη βυζαντινή, τη νέα. Έτσι, έγινα βιβλιοπώλης για 27 χρόνια, για να έχω όλα τα βιβλία πού θέλω και γι’ αυτό ξαναπήγα στο Πανεπιστήμιο ψάχνοντας λέξεις για τα νέα παιγνίδια μου.»


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΑ ΑΠΟ ΚΗΠΩΝ, ποίηση, εκδόσεις ΑΓΡΑ, 1980.( Κρατικός έπαινος ποίησης 1981)
ΑΡΧΗ IΝΔIΚΤΟΥ, ποίηση, Λευκωσία, 1987. (Κρατικό βραβείο ποίησης 1988)
ΜIΑ ΣΤΡΩΣΗ ΑΜΜΟΥ, διηγήματα, Εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝIΩΤΗ, 1990.(Κρατικό βραβείο πεζογραφίας 1991)
ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 1994.
ΕΙΝΑΙ Ο ΠΑΝΘΗΡΑΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998 (κρατικό βραβείο πεζογραφίας)
ΓΙΑΤΡΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΕΝΝΗ, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Το Ροδακιό, Αθήνα 2003
ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ, 2000 Λευκωσία.
DIVAN, ποιήματα 1967-2000, Ροδακιό, Αθήνα 2005, βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών
ΤΟ ΠΑΛΙΚΑΡΙ ΜΕ ΤΟ ΤΑΣΙ, Αθήνα 2005, Εκδ. Ταξιδευτής
Ο ΤΣΑΓΓΑΡΗΣ ΚΑΙ Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ. Αθήνα 2005, Εκδ. Ταξιδευτής
ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΛΕΞΗ (φωτογραφίες και κείμενο για τον ζωγράφο Αλέξη Ακριθάκη), Αθήνα 2007
Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ, διηγήματα, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2007
ΓΕΖΟΥΛ, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 2010
ΔΕΚΑΟΧΤΩ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ Το Ροδακιό 2012
ΠΡΟΣ ΑΜΥΔΡΑΝ ΙΔΕΑΝ, Το Ροδακιό 2013
Μεταφράσεις
(1999) Sartorius, Joachim, Αλεξάνδρεια, Το Ροδακιό
(1992) Esteban, Claude, Αϋπνία, ημερολόγιο. Ζωγραφιστές εικόνες., Ερατώ
(1992) Longley, Michael, 1939-, Ποιήματα, Ερατώ
(1992) Deluy, Henri, 1931-, Πρώτες σουίτες, Ερατώ

1-ΒΙΒΛΙΑ ΝΙΚΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΥ


Προς Αμυδράν ιδέα  (2013)


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ

Επειδή μιλώ για τριαντάφυλλα,
για τη διάχυση του φωτός,
την ανημποριά της αγάπης,
και την παροδική ζωή μας,
μη νομίζετε, φίλοι από τον βορρά,
ότι αυτό που συνέβηκε το 74
δεν απλώνει σαν κηλίδα στη ζωή μου,
κάθε μέρα.
Το φεγγάρι ξεπροβάλλει σα μια φέτα καρπουζιού
από τη θάλασσα
και η πεθαμένη μητέρα μου στη βεράντα του
σπιτιού μας στην παραλία της Αμμοχώστου να μας
φωνάζει να βγούμε από το νερό.
Είδα έναν πίνακα που ζωγράφισε τις προάλλες
στον τοίχο μιας ταβέρνας στο Καρπάσι.
Μιας ταβέρνας που την αποτελούσαν κλεμμένες
καρέκλες, κλεμμένα τραπεζομάντηλα, κλεμμένες
πόρτες, κλεμμένα χερούλια.
-Είναι της μάνας μου, είπα στον ταβερνάρη, εδώ
είναι γραμμένο το όνομα της.
-Τώρα όμως είναι δικό μου, είπε ο άντρας που ήρθε
από το μέρος που ανατέλλει ο ήλιος, (έτσι μου τον περιέγραψε η γυναίκα του).
-Είναι δικό μου τώρα, είπε, ganimet,*
έτσι το λένε στα τουρκικά. ganimet λάφυρο πολέμου

ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΟ ΣΤΙΣ 13 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Κάθε χρόνο στις 13 Αυγούστου
τη μέρα που ο τουρκικός στρατός
μπήκε στην Αμμόχωστο
και ο Κωνσταντής οκτάχρονος
έφυγε με την οικογένεια του,
πάει και καθαρίζει την παραλία
από τα αποτσίγαρα, τα πλαστικά,
τα τενεκεδάκια, τα κουκούτσια τα γυαλιά.

ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ

Αυτό που λένε «νεκρή ζώνη» δεν υπάρχει
γιατί πάντα ανήκε σε κάποιους ζωντανούς.
Στο σκοινί με τα ρούχα της μνήμης
μικρές φανέλες σκάζουν στον ήλιο
ένα αγόρι πέφτει κάτω
και πληγώνει το γόνατο του
Μια γυναίκα κλαίει.
Ευτυχώς η γη δε γνωρίζει τίποτα γι’ όλα αυτά
και διακοσμεί τους πεσμένους τοίχους με κισσό
τις πληγές με παπαρούνες
τους τάφους με θυμάρι

ΤΟ ΠΡΟΖΥΜΙ

Σκέφτομαι τις γυναίκες που ξυπνούσαν
με το άστρο της πορνής για να ζυμώσουν
Τις Χριστιανές με προζύμι που είχαν φτιάξει
από τον αγιασμό της ημέρας του Σταυρού
και τις Τουρκάλες με νερό από τα πρωτοβρόχια.
Και οι δυο κουβαλούσαν τα βρέφη στη ράχη τους
και τη γνώση τους για την ιερότητα της ζωής.
Οι άντρες τους καμιά φορά το ξεχνούσαν.

ΣΤΟ ΚΑΙΡΟΥΑΝ

Στο Καϊρουάν άκουσα τους αργαλειούς της Αμμοχώστου
όπως τους περιγράφουν παλιοί χρονικογράφοι
ήπια από το νερό του πηγαδιού
που ενώνεται υπόγεια με τη Μέκκα.
Το νερό ξεπήδησε όταν ο Όκμπα σκόνταψε
σε χρυσό κύπελλο στην άμμο και έκτισε εκεί την πόλη.
Ο σιδεράς Αμόρ Αμπάντα,
που είχε το χάρισμα της προφητείας
κατασκεύασε τεράστιες άγκυρες
για να κρατούν την πόλη
αγκυροβολημένη στη στεριά.
Έτσι περπάτησα με ασφάλεια στα παζάρια
είδα τις γυναίκες με τα ενδύματα
που τα συγκρατούσαν
χρυσές πόρπες
και τον γεροντάκο
που περνούσε σε φοινικοβελόνες
ένα ένα τα γιασεμιά.
Τα πουλιά έπιναν νερό από τις παλάμες των νεκρών.

Η ΧΑΡΟΥΠΙΑ ΣΤΟ GOOGLE

Στον Νίκο Νικολάου
Το δωμάτιο που είχε χωματένιο πάτωμα
ήταν το πιο ζεστό,
έφερνε στη θεία νερό
να το ραντίζει και να το σκουπίζει.
Κάθε βράδυ
περιδιάβαζε το σπίτι και τον κήπο,
θυμόταν ακόμα και τις τρύπες από τα καρφιά στον τοίχο.
Έμπαινε σ’ όλα τα σπίτια στο Βασίλι,
μετρούσε τα βήματα μέχρι την Κανακαριά
τριγύριζε στα γύρω χωριά.
Όταν είδε στο Google Earth την χαρουπιά
όπου άφηνε το τράκτορ δωδεκάχρονος
και έτρεχε
πρώτα στο θάμνο με τα σκίνα
και μετά στη θάλασσα
για να μην κάψει τα πόδια του
έκλαψε πικρά.

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Είναι στιγμές που μένω έκθαμβη
μπροστά σ’ αυτό το μυστήριο,
μπροστά σ’ αυτό το θαύμα του κόσμου
το θαύμα που είναι μια γλώσσα,
το θαύμα που είναι μια θρησκεία,
το θαύμα που είναι μια ορχήστρα,
όλα αυτά που έφτιαξε ο άνθρωπος με υπομονή και γνώση
αλλά πιο πολύ μένω έκθαμβη μπροστά στο θαύμα
του μεταξοσκώληκα που μπλέκει το κουκούλι του
που θα το υφάνουν νεαρά παιδιά σε σκοτεινά δωμάτια
στη Μπενάρες και θα το μεταφέρουν στις αγορές
πάνω σε καμήλες
που απλώνουν το πόδι για να μη βουλιάζουν στην άμμο.

ΑΥΡΙΟ

Αύριο
θα ανατείλει ο ήλιος στην ώρα του
γιατί ο κόσμος τούτος
έχει κανόνες απαράβατους
και περιγράμματα αμετακίνητα
που δεν είμαι σε θέση να κατανοήσω
κρατώ λοιπόν την ψευδαίσθηση
της ελευθερίας
και ευφραίνομαι
στην θέα των καραβιών με φώτα
στην παραλία της Λεμεσού
διαβάζοντας για την Άννα Λουζινιάν
που κυκλοφορούσε με τον παπαγάλο της
ενώ στον γάμο της ένα γιγάντιος αετός περπατούσε μέσα στο πλήθος
κινώντας μηχανικά τις φτερούγες

Ο ΦΙΛΗΣΥΧΟΣ ΕΡΩΣ

Τα σημεία των καιρών έδειχναν
πως πλησίαζε το τέλος του κόσμου
κι έτσι ο Ιωάννης ο Κύπριος
ο καλύτερος μαθητής του Jacopo
βιαζόταν να τελειώσει τη μέλλουσα κρίση στον
τρούλο
δεν το παρενοχλούσε πια νυχθημερόν ο φιλήσυχος
έρως
έβαζε τα χρώματα στη σειρά,
το χονδροκόκκινο, την όχρα,
και απλά ξεκινούσε κάθε πρωί
τη δουλειά.

ΚΗΠΟΙ ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΙ

Να σε αφήνουν τα άλογα στην Πύλη
να περνάς από σιντριβάνια,
κήπους νυχτερινούς,
νούφαρα, υάκινθους,
μήλα των Εσπερίδων.
Το φως τα ανατρέπει όλα,
αλλά εσύ επιμένεις να διασχίζεις τα άδυτα,
τα σκοτεινά, τα αμίλητα

ΥΠΟΛΕΙΜΜΑΤΑ ΦΩΤΙΑΣ

Αργεί το μνημόσυνο
και κοιτάζω τις τοιχογραφίες.
Κάτω από τη σκηνή της ανάστασης
σε μαύρο φόντο
κλειδιά, καρφιά, αλυσίδες,
υλικά του Άδη,
όπως αυτά που έβρισκα
στο χώρο στάθμευσης του κοιμητηρίου
απομεινάρια από τη φωτιά του
Μεγάλου Σαββάτου.
Τα μάζευα για να της φτιάξω ένα έργο.
Ιούνιος 2008

ΔΕΝ ΤΗΣ ΠΗΡΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ

Για την επέτειο του θανάτου της μητέρας μου
Δεν της πήρα λουλούδια αλλά σηκώθηκα νωρίς
να βρω ψάρι καλό στην αγορά
βρήκα και μήλα καθιστά για τάρτα
έτσι όπως τα έφτιαχνε αυτή,
μες τις καλές της μέρες.
Στρούντελ και σνίτσελ απ’ τη Βιέννη
και σβίγγους όπως η θεία Ματίνα.
Δεν της πήρα λουλούδια
αλλά έσβησα στην ώρα του τον φούρνο
για να προλάβω την συνάντηση στο μαγαζί
πήρα τον Γιώργο από το σχολείο
κάναμε μαζί μπάνιο το σκυλί
κι ύστερα ήθελε να του διαβάσω εφτά βιβλία
Δεν της πήρα λουλούδια,
κατάφερα όμως να δουλέψω δυο ώρες
στον υπολογιστή.
Πήγα να δω και την κυρία Δήμητρα,
με κατάλαβε από τη φωνή μου
Είχα καιρό να πάω να την δω, της πήρα γλύκισμα
νηστίσιμο
και κάθισα κοντά της και μου έλεγε.
Δεν της πήρα λουλούδια
κλάδεψα όμως τη λουίζα και έβαλα λίπασμα
στα δέντρα. Μετακίνησα τις γαρδένιες έτσι που να
πιάνουν ήλιο το πρωί
και φύλαξα τα ρούχα τα χειμερινά,
με προσοχή να μην τα φάει ο σκόρος
Με προσοχή αντιγράφω τις κινήσεις της
πως έπλαθε ζυμάρι, έβαζε λάδι στα κιχιά,
ανέβαινε, κατέβαινε, και όλους τους εφρόντιζε.
Δεν της πήρα λουλούδια
μα προσπαθώ ισάξια τ
ούτο το σπίτι να φροντίζω,
τούτο το σπίτι και τους ένοικους του
όπως με έμαθε αυτή σωστά και μετρημένα.
Με προσοχή αντιγράφω στις κινήσεις της
με προσοχή να μην τις φάει ο σκόρος.

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ

Επιστρέφοντας
βήμα βήμα
στο καλτερίμι του παλιού χειρογράφου
περιμένω το σύνηθες θαύμα
που είναι κρυμμένο με επιμέλεια
στην 25η σελίδα.
Οι φαγωμένες πλάκες λάμπουν στη βροχή,
οι βάρκες ανεβοκατεβαίνουν τον Βόσπορο
και ο έρωτας μου φαίνεται
υπόθεση πια μακρινή.
Συνεχίζω λοιπόν την ανάγνωση.


Αρχή Ιδίκτου  (1987)


ΥΠΕΡ ΑΥΤΩΝ

Το σταχτόχρωμο πέτρωμα — σάρδιο,
με τις ερυθρές αποχρώσεις
φανερώνει το μυστικό τοπίο της ψυχής
αιθάλεια, ανεμόεσσα,
τώρα που τελειώνουν τα ταξίδια
σε πόλεις που οι τοίχοι τους
είναι ζωγραφισμένοι με πλοία
Ραβέννα, Βουκουρέστι, Κωνσταντινούπολη,
Οδησσό, Σμύρνη, Πέργαμο, Αλεξάνδρεια,
η θάλασσα σκουριάζει το σίδερο
και ξεφυλλίζει τη μπογιά
καιρός να μαζευτείς στο σπίτι σου
να αξιωθείς να γράψεις
υπέρ αυτών
γράμματα μη ειδότων.
Λήμνος – Λευκωσία, φθινόπωρο 1987

ΟΠΟΙΟΣ ΠΕΡΑΣΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ

Όποιος περάσει στην άλλη όχθη
δε γυρίζει πίσω ποτέ
με το καράβι που μια ζωή συναρμολογούσε
με σκοινί γέρο και ξύλο αρωματικό
θα ταξιδέψει τις δώδεκα ώρες της νύχτας
και το πρωί θα τριγυρνά
σε συνοικίες αράπικες
μικρομάγαζα στολισμένα
με χρωματιστά λαμπιόνια
γλυκά αμύγδαλα ποτά
θα μπαίνει μες στα σπίτια τα κτισμένα με πλιθάρι
θα βάζει στα μαλλιά του λάσπη
και θα πενθεί όπως κι αυτοί τον Άδωνη.
Ανάμεσα στους κίονες
με τ άνθη του λωτού και του παπύρου
θα βλέπει κάποτε αργά το απόγευμα
κάποια ρωμαϊκή επιγραφή
κάποιον άγιο χριστιανό ζωγραφισμένο
ή ένα άλογο ή μια ρομφαία
και θα ξαναθυμάται
μόνον σαν μια σκιά σαν αστραπή
την περασμένη του ζωή
τό γενεαί πάσαι τούς ευκάλυπτους στο κυβερνείο
τον τοίχο τον ψηλό με τα γυαλιά
κάποτε ακόμα και τη θάλασσα
αύτη αλήθεια πια σαν όνειρο τη θάλασσα.
Έτσι θα εντρυφείς μες στη σιωπή σου
θα κουβαλείς μια μουσική που πέτρωσε
θ’ ακούς τα κρόταλα το φίδι το αιγυπτιακό
μόνη εσύ θα τα ακούς
μόνη εσύ θα τα διηγείσαι.


Divan  (2000)


ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Τα σύμφωνα, τα φωνήεντα,
από τον λάρυγγα, τα χείλη, τα δόντια
σχηματίζουν την κοινή Αλεξανδρινή
δε με βοηθάει όμως για να σου πω
αυτό που νιώθω
μένω αναγκαστικά στη ρευστότητα του κειμένου
στο σχολιασμό του επιμελητή
και την αδυναμία του έρωτα
όλα τούτα τα πρωινά με βροχή.
1993

ΟΙ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΕΣ

Παρέα με το γεωμέτρη και τον κηροπλάστη
φύτεψα φέτος τριανταφυλλιές στον κήπο
αντί να γράφω ποιήματα
την εκατόφυλλη από το σπίτι με το πένθος στον Άγιο Θωμά
την εξηντάφυλλη που έφερε ό Μίδας από τη Φρυγία
τήν Μπαγκσιανή που ήρθε από την Κίνα
μοσχεύματα από τη μοναδική μουσσιέττα που επέζησε
μες στην παλιά την πόλη
άλλα προπαντός τή Rosa Gallica πού έφεραν οι σταυροφόροι
που αλλιώς τη λέμε και δαμασκηνή
με το εξαίσιο άρωμά της.
Παρέα με το γεωμέτρη και τον κηροπλάστη
άλλα και τον τετράνυχο, τον τίγρη, το φυλλοδέτη
τη μηλολόνθη, τη χρυσόμυγα
το αλογάκι της Παναγίας πού τα τρώει όλα
θα μοιραστούμε φύλλα, πέταλα, ουρανό στον αφάνταστο αυτό κήπο
κι αυτοί κι εγώ περαστικοί.
Γενάρης 1993

Τα από κήπων  (1980)


ΑΚΟΜΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

Ακόμα ένα καλοκαίρι
μέσα στα σχήματα και τα χρώματα
της νεκρής του θάλασσας
πίσω απ’ την πόρτα με τα καφασωτά
άλλο πού να βουλιάζεις μέσα μου
άλλο που να βουλιάζεις μέσα μου
τότε που τα ‘χα όλα μα δεν ήξερα
την ένταση τη διάρκεια την ομογένεια του σώματος μου
την περιστέφανη τις κοιλάδες την ελεούσα
στην άκρη των χειλιών στο βάθος της παλάμης
αποικία της θάλασσας
αύριο θα ‘ρθω να σε βρω
αργά το απόγευμα
θα στάζω από παντού νερό κι αλάτι
πλάι στο θαλασσινό κρεβάτι
εσύ θα στέκεσαι ακίνητος
στη διχάλα των αισθητών πραγμάτων
με φύκια φύλλα φτέρη να ορίζουν τη θέση της ψυχής σου
τώρα πού θα υποστείς σ’ όλα σου τα μέλη την καταστροφή
φυγάς θεόθεν κι αλήτης
οχι προφήτης οδηγός θεραπευτής
εγώ πού κινούμουν στο ρυθμό σου σ’ αποχαιρετώ
έχουν έρθει οι ονειροτόκες μέρες
τα θαλασσοκτόνα λόγια
ο ανεμοπλάστης απέραντος ουρανός

 Ποιήματα μιας άλλης εποχής


ΣΕ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

Σέ μυστικές ομάδες ετοιμάζω την αναχώρηση μου
σε μια γωνιά το πανέρι με τα νήματα
και τις χρωματιστές κλωστές
στην άκρη του τραπεζίου τα τετράδια και οι μπογιές
στο ντουλάπι το μπλε παντελόνι
και η μεταξωτή μπλούζα με τους αγγέλους
Οκτώ το πρωί
το ροζ δωμάτιο σχεδόν όμορφο
σε μια γωνιά ένας πόθος πού ξεραίνεται
δίπλα ο περδικοδέτης του και το κερένιο τάμα
στο πάτωμα γυάλες γεμάτες λάζαρους
σήμερα πρέπει νά φύγω.
Γιαλούσα 1974

https://whenpoetryspeaks.wordpress.com/2016/02/06/%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%B7-%CE%BC%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%85/?blogsub=pending#subscribe-blog

Δεν υπάρχουν σχόλια: