—«Ήταν θεός; Ήταν άνθρωπος; Πού να το ξέρεις…»—
Σαν σήμερα, 15 Μαρτίου 1884, γεννήθηκε στη Λευκάδα ο Άγγελος Σικελιανός, που έμελλε να αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα. Ο ίδιος ωστόσο πέθανε αποκαρδιωμένος στα 67 του χρόνια, το 1951, όταν αντί για το φάρμακό του ήπιε απολυμαντικό, με αποτέλεσμα να υποστεί σοβαρότατα εγκαύματα το αναπνευστικό του σύστημα.
Το 1976, ο φίλος του Μενέλαος Λουντέμης δημοσιεύει το βιβλίο Ο Εξάγγελος (Α. Σικελιανός) από τις εκδόσεις Δωρικός (τις περίφημες μπορντό δερματόδετες εκδόσεις του Λουντέμη με τις οποίες μεγαλώσαμε). Πρόκειται για έργο αφιερωμένο στον ποιητή, μέρος της ζωής του οποίου παρακολουθεί ο Λουντέμης, περιγράφοντας παράλληλα στον αναγνώστη την κοινωνία μα και το λογοτεχνικό σινάφι της εποχής. Διόλου τυχαία ο Λουντέμης αποκαλεί «Εξάγγελο» τον Σικελιανό του υψιπετούς λυρισμού, αποδίδοντάς του την ιδιότητα του προσώπου που στην αρχαία τραγωδία ερχόταν να ανακοινώσει στους θεατές όσα (συνήθως φριχτά) είχαν συμβεί στα ενδότερα. Ήδη ο τίτλος του έργου αποκαλύπτει την άποψη του Λουντέμη για τον Σικελιανό που θεωρούσε πως επρόκειτο για πνευματικό άνθρωπο που είχε αναλάβει να διαφωτίζει το κοινωνικό σύνολο για όσα εκείνο δεν μπορούσε να δει – εικόνα που δεν απέχει από την πεποίθηση του ίδιου του ποιητή σχετικά με τον ρόλο του Ποιητή (με π κεφαλαίο) ως ηγέτη. Εξάλλου το ποιητικό του έργο, ως εκπροσώπου της ποιητικής γενιάς του 1910, είναι έργο της φιλοσοφικής αναζήτησης, επηρεασμένο από τον Νίτσε και την περί υπερανθρώπου θεωρία του.
Στη συνέχεια μπορείτε να διαβάσετε αποσπάσματα από τον Εξάγγελο, σε επιλογή της Νατάσσας Συλλιγνάκη, διαφωτιστικό για το δέος (μα και τον φθόνο) που προξενούσε στην εποχή του ο εισηγητής της Δελφικής Ιδέας (οι Δελφοί, ως το κέντρο σύνθεσης των αντιθέσεων των λαών) και των δελφικών γιορτών (από το ίδιο βιβλίο, και η περιγραφή της θρυλικής κηδείας του Παλαμά).
Το αφιέρωμα του dim/art ολοκληρώνεται με το βιογραφικό και την εργογραφία του Άγγελου Σικελιανού από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
* * *
[Αποσπάσματα από το βιβλίο του Μενέλαου Λουντέμη, Ο Εξάγγελος, Δωρικός 1976. Ανθολόγηση: Νατάσσα Συλλιγνάκη]
(Το ‘γραψα στη Μογκοσάια -πικρά, αγκομαχώντας- από το 1973 ως το 1975).
Ήταν θεός; Ήταν άνθρωπος; Πού να το ξέρεις… Δεν έκανε κανένα θάμα. Για άνθρωπος, ωστόσο, του ‘πεφτε κάπως λίγο. Δεν έκανε καμιάν ασκήμια. Ήταν Π ο ι η τ ή ς. Αυτό τα λέει όλα. Πάντως, για την σκιαγραφία του, δεν πρόκειται να δανειστώ ξένες γνώμες, ούτε ν’ ανατρέξω σε ξένα ερανίσματα. Ο Άγγελος Σικελιανός θα ζήσει μέσα σ’ αυτές τις σελίδες όσο έζησε και στη ζωή του. Μνήμη του είναι η μνήμη μου. Να γιατί με τόσον πόνο —και με τόσην ευλάβεια— αρχίζω τούτο το γραφτό. Όχι έργο, όχι βιογραφία, μα μια κατάθεση ψυχής, ένα ευλαβικό αφιέρωμα σ’ έναν που ήρθε σ’ εμάς περπατώντας πάνω απ’ τις κορφές, και κατόπι χάθηκε μες τους αστερισμούς των μεγάλων προγόνων του Στίχου.
[…]
Ο Άγγελος Σικελιανός δεν μπορούσε να γεννηθεί αλλού.
Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να γεννηθούν οπουδήποτε χωρίς να ξαφνιάσουν κανέναν, ούτε και τους εαυτούς τους. Μα ο Σικελιανός ήταν τόσο ελληνόπρεπος, τόσο δωρικός, που κάθε άλλος χώρος θα τον παραμόρφωνε και θα τον ψεύτιζε. Υπάρχουν ακόμη και σήμερα άνθρωποι που, ενώ το ξέρουν θετικά πως γεννήθηκε στη Λευκάδα, επιμένουν πως γεννήθηκε στους Δελφούς. Και όχι μόνο γεννήθηκε, αλλά και π λ ά σ τ η κ ε. Ποτέ, και γύρω από κανέναν ποιητή, δε δημιουργήθηκαν τόσοι θρύλοι, δεν ειπώθηκαν τόσοι μύθοι, και δε σκαρώθηκαν τόσα απίθανα ιστορήματα. Έτσι, δύσκολα κανείς μπορεί να βρει τα καθαρά ανθρώπινά του συστατικά.
Η Ελλάδα είχε κι έχει πολλούς και ποιητές και στιχουργούς. Τέτοιον λειτουργό όμως δεν είχε άλλον. Γιατί ο Σικελιανός δεν έγραφε, χάραζε. Δεν ήρθε να μας ευφράνει. Ήρθε να χρησμοδοτήσει. Να μας φέρει ένα άγγελμα —πότε φριχτό και πότε χαρμόσυνο— μα πάντα άγγελμα.
[…]
[…]
Ο Ποιητής μας ήταν πλατύστερνος και σα δημιουργός και σαν άντρας. Οι πίπες του, τα χαρτιά του, οι πένες του, τα ψηφία του, όλα ήταν μεγαλύτερα απ’ το κοινό μέτρο. Το ίδιο κι οι διασκελισμοί του κι οι χειρονομίες του.
[…]
Ο Σικελιανός δεν αντέγραψε, δε μιμήθηκε, δεν ξεσήκωσε κανέναν· ούτε σαν άνθρωπος, ούτε σαν ποιητής, ούτε σαν άντρας. Όλα του δόθηκαν έτοιμα κι από δυο μάλιστα μητέρες: απ’ τη Μούσα κι απ’ τη Φύση.
Υπήρχαν στην εποχή του πολλές φαρμακόγλωσσες, που διαδίδανε ότι ο Σικελιανός τότε που ‘γραφε δεν έλεγε ποτέ «γράφω», αλλά «ιερουργώ». Δεν είν’ αλήθεια. Προσωπικά δεν τον άκουσα ποτέ να προφέρει αυτή τη λέξη. «Δημιουργώ»… ναι, το είπε πολλές φορές, όπως δα κι όλοι μας.
Όμως τι να το κάνεις… Ο φθόνος είναι κι αυτός, συχνότατα, «ταλέντο». Το ταλέντο κείνων που καταδικάστηκαν να πεθάνουν χωρίς ταλέντο. Και αυτοί οργιάζουν και —συχνά πυκνά— μεσουρανούν σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη, φτάνει να βρεθούν οι «νονοί», οι «ιμπρεσάριοι» και οι «Μαικήνες», που σε τόσην αφθονία υπάρχουν για όλες τις μετριότητες. Να… από κάτι τέτοια στόματα ξεκίνησαν τα διάφορα παραμύθια, που ο ίδιος όμως δεν έκανε τίποτα για να τα σταματήσει.
– Άσε, έλεγε. Να διασκεδάσω κι εγώ λιγάκι. Μόνο εκείνοι θα διασκεδάζουν;
– Κείνοι δεν διασκεδάζουν, του έλεγα. Υποφέρουν.
– Μπορούν ν’ αυτοθεραπευτούν.
– Αλίμονο. Δε θα το κάνουν. Αν είχαν ταλέντο, δε θα πληγώνονταν. Έτσι δε θα δοκίμαζαν να πληγώσουν εσένα.
– Τι να σου κάνω, αγαπημένε μου; Δεν μπορώ να τους βοηθήσω· σε τίποτα.
[…]
– Κείνοι δεν διασκεδάζουν, του έλεγα. Υποφέρουν.
– Μπορούν ν’ αυτοθεραπευτούν.
– Αλίμονο. Δε θα το κάνουν. Αν είχαν ταλέντο, δε θα πληγώνονταν. Έτσι δε θα δοκίμαζαν να πληγώσουν εσένα.
– Τι να σου κάνω, αγαπημένε μου; Δεν μπορώ να τους βοηθήσω· σε τίποτα.
[…]
Σ’ όλη τη διάρκεια της φιλίας μας, δε θυμάμαι ποτέ ν’ ανταμώσαμε με συννεφιά. Σικελιανός και άνοιξη, Σικελιανός και καλοκαίρι. Ποτέ Σικελιανός και χειμώνας. Αυτόν τον άνθρωπο τον διεκδικούσαν μόνο τα καλοκαίρια. Ή, πιο σωστά, εκείνος τα κατακύρωνε για τον εαυτό του. Δίκαια. Και γι’ αυτό ζούσε απαραξένευτος, σα να ‘ταν οι εποχές δικές του. Το χειμώνα τον καταργούσε. Κλεινόταν στα μοναστήρια ή έπιανε τις ηλιόλουστες πλαγιές του Παρνασσού και παραχείμαζε εκεί. Στο Χρυσό ή στους Δελφούς. Μακρινοί τόποι για μας που ντυθήκαμε την Αθήνα. Πραγματικά, την Αθήνα τη φορούσαμε. Και γι’ αυτό στο πρώτο ξεμάκρεμα τρέχαμε να ζουφωθούμε στον κόρφο της. Να ποια ήταν η διαφορά. Εμείς κρυβόμασταν μες στην Αθήνα, κείνος κρυβόταν απ’ την Αθήνα.
Μα η άνοιξη δεν αργούσε. Κι ο Φοίβος ερχόταν, σα να τον έφερε κάποιο άρμα πορφυρό! Και εισέβαλε στη ζωή μας, για να μας επιβάλει τη θεϊκή του παρουσία. Πώς γινόταν και χάνανε όλοι μπροστά του το ανάστημά τους; Ψηλός, με την έννοια του ύψους, δεν ήταν τόσο πολύ. Ο Καζαντζάκης, ο Σκίπης, ο Μελαχροινός ήταν ψηλότεροι. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για το απλό συμβατικό ύψος. Ήταν η υποβολή. Η στάση, η χειρονομία, ο λόγος, η κίνηση. Αν όμως τα ‘χαν κι οι άλλοι όλα αυτά, θα ‘πεφταν στον μπαλαφαρισμό. Ενώ ο Σικελιανός θα ψεύτιζε αν τα εγκατέλειπε. Του ήταν ξένο το κοινό μέτρο. Αν το εφάρμοζε, θα γινόταν αφύσικος, θλιβερός. Και τότε θα υποκρινόταν.
[…]
[…]
Κάθε φορά που ο Ποιητής γύριζε από κάποιο από τα περιπαθητικά του ταξίδια, ήταν σα να γύριζε από κανέναν «οστρακισμό». Ήταν πλανταγμένος από νοσταλγία. Κατέβαινε τρέχοντας στην αποβάθρα και, αντί να πάρει τον Ηλεκτρικό ν’ ανέβει στην Αθήνα, άρπαζε το πρώτο μαύρο ταξί (μαύρο, αδυναμία ανεξήγητη) κι έλεγε φωναχτά στον σωφέρ: «Δελφοί».
Οι οδηγοί έπεφταν σε αφασία.
— Πατριωτάκι… δοκίμαζαν να ψελλίσουν. Δεν παίρνεις καλύτερα το τρένο;
— Αργεί… ήταν η απάντηση.
— Πατριωτάκι… δοκίμαζαν να ψελλίσουν. Δεν παίρνεις καλύτερα το τρένο;
— Αργεί… ήταν η απάντηση.
Αν είχε αεροπορική γραμμή ως τους Δελφούς, θα ‘παιρνε το πρώτο αεροπλάνο. Κάποτε, λέει, ένας απ’ τους σωφέρ τον ρώτησε σκανδαλισμένος:
— Πατριώτη… μην πρόκειται «περί θάνατο»;
— «Περί δίψα», είπε ο Ποιητής, κάνοντας τον άνθρωπο να γουρλώσει τα μάτια.
— Πατριώτη… μην πρόκειται «περί θάνατο»;
— «Περί δίψα», είπε ο Ποιητής, κάνοντας τον άνθρωπο να γουρλώσει τα μάτια.
Ξεδίψασμα ζητούσε ο άνθρωπος. Και πού; Εκεί, ακριβώς, που διασταυρώνονταν άλλοτε οι ανθρώπινες αγωνίες κι οι καταλυτικές δίψες, που κατατρώγανε τη ζωή. Εκεί που ο άνθρωπος ή υψώνεται ή νικιέται και πέφτει και γίνεται παιχνίδι στα χέρια της Μοίρας.
[…]
[…]
Οι Δελφοί. Πάντα οι Δελφοί. Αυτοί ήταν ο βωμός κι ο κρυψώνας του. Τους έκραζε, τους μνημόνευε, σαν παιδί που δε χορταίνει να προφέρει το πιο ακριβό του όνομα.
Αυτή η παρουσία των Δελφών τυλιγόταν σ’ όλους τους λόγους του, όπως οι κισσοί γύρω απ’ τις αρχαίες κολώνες. Και, ακριβώς αυτό το ιερό βάραθρο είναι που τον προφύλαξε απ’ την πτώση του, απ’ όλα τα γλιστρίματα και —προπάντων— απ’ την πεζή και μικρόχαρη καθημερινότητα.
Κάθε φορά που τον σκέπαζαν τα, για όλους εμάς αόρατα, σύννεφα, άρπαζε το σάκο του κι έτρεχε, σαν τον κυνηγημένο, στους Δελφούς. Έφτανε λαχανιάζοντας, σα να φώναζε: «Απόλλωνα! Σώσε με απ’ τη σιγουριά!». Γιατί, αλήθεια, την φοβόταν τόσο πολύ την ασφάλεια; Τι χάος άνοιγε μπροστά του; Αλίμονο… Οι ταπεινοί οσπριοφάγοι της ζωής δε θα μπορούσαν ποτέ να το καταλάβουν. Γίνε όμως Σικελιανός. Κάνε σάρκα την πίστη του. Γέψου κι εσύ απ’ το βυζί που βύζαξε κείνος. Κοιμήσου με το νανούρισμα των Μουσών και θα δεις…
Εύκολο να είσαι άνθρωπος — αφού άνθρωπος γεννήθηκες. Δεν πήρες καμιά άλλη εντολή, εκτός απ’ αυτήν που παίρνουμε όλοι: «Μην προδώσεις — Προδώσου». Αλλά τι είχαμε να προδώσουμε ή να μην προδώσουμε; Μόνο έ ν α. Τον άνθρωπο. Κείνος είχε να προδώσει τόσα πολλά: Το Λόγο· κάποτε τον έλεγε Στίχο. Μα δεν πειράζει, το ίδιο κάνει.
Εκεί, στους Δελφούς είχε το σπίτι του ο Απόλλωνας. Κι εκεί έχτισε κι ο Άγγελος το δικό του. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Ακόμη και να το ‘θελε.
Το ‘δα εκείνο το σπίτι. Το γνώρισα σε μέρες έκστασης και νεανικής μέθης. Κι ας ένιωθα από πάνω μου τις Φαιδριάδες να με παραμονεύουν, έτοιμες να με καταπλακώσουν, ενώ πιο πέρα και δίπλα στον «Θησαυρό των Αθηναίων», που χτίστηκε για ν’ απαθανατίσει το Μαραθώνα, ο βράχος της πανάρχαιας Σίβυλλας με κοιτούσε σαν αναπόφευκτη απειλή. Το σπίτι του Σικελιανού όμως ήταν το πρώτο μου προσκύνημα στους Δελφούς. Δεν ήξερα —ούτε και τότε— να γονατίσω. Και προσευχήθηκα όρθιος. Έμεινα ξέσκεπος και μπρος στην Κασταλία, χωρίς να χαράξω τα χείλη μου. Εγώ δεν είπα, δεν θα πω «είπατε τω βασιλεί». Δεν πιστεύω σε βασιλιάδες. Γιατί αν —σήμερα— όλοι οι Ναοί του Κόσμου είναι «χαλάσματα», φταίνε οι «βασιλείς».
Στους Δελφούς δεν πονάς. Ας είναι γύρω σου συντρίμμια. Δεν είναι ερείπια. Είναι λείψανα ιερά. Γι’ αυτό και μένουν ακέραια — ας έδειχναν τσακισμένα. «Αδερφέ μου», μου ‘χε πει μια μέρα, πολύ αργότερα, «με βρίσανε. Ακούς; Μου ‘παν πως πάω να αναβιώσω το Δελφικό Πνεύμα. Ν’ αναστήσω την Ιδέα. Μα τι ν’ α ν α σ τ ή σ ω ; Οι δυστυχισμένοι… Ανασταίνονται ποτές τα ζ ω ν τ α ν ά ; Τι να τους πεις…
[…]
[…]
Κείνος ο χειμώνας ήταν βαρύς. Ποτέ η Ελλάδα δεν είχε γνωρίσει βαρύτερο χειμώνα. Κάποτε όμως μπήκε ο Μάης. Κι εγώ γύρισα στην Αθήνα. Αγνώριστος! Μα κι η Αθήνα ήταν αγνώριστη. Έλειπαν τα πτώματα κι οι άνθρωποι που ψυχορραγούσαν. Οι δρόμοι είχαν καθαρίσει. Οι πεινασμένοι είχαν πεθάνει. Όσο για τους ζωντανούς… είχαν οργανώσει μόνοι τους τη σωτηρία τους.
Απ’ την πρώτη κιόλας μέρα πήγα στο σπίτι του. Ήταν γεμάτος άψη. Ανασκουμπωμένος, ανήσυχος.
— Τι τρέχει; τον ρώτησα. Τι ετοιμάζεις;
— Τι ετοιμάζουν οι μπουρλοτιέρηδες; Τι πρέπει να κρατούν στο χέρι τους οι…
Νόμιζα πως θα ‘λεγε «οι Δίες» και του είπα:
— Κεραυνούς!
Με κοίταξε αμήχανος.
— Αδερφέ μου! Είμαστε απόστολοι! Κεραυνός, τώρα για μας, είναι ο Λόγος!
— Και πότε θα βροντήσει;
Με κοίταξε αμήχανα.
— Λένε… στην επέτειο του Βαλαωρίτη. Δεν ξέρω. Έτσι μου είπαν Και ξέρεις πού; Δεν πάει ο νους σου… Στον Ιερό Βράχο. Ναι, στην ποδιά της Ακρόπολης. Στο Θέατρο του Αττικού. Θα το πίστευες;
— Δυστυχώς ναι, του λέω.
Απογοητεύτηκα. Αυτό το πελώριο θέατρο ήταν χάος. Θα του κατάπινε τη φωνή.
[…]
— Τι τρέχει; τον ρώτησα. Τι ετοιμάζεις;
— Τι ετοιμάζουν οι μπουρλοτιέρηδες; Τι πρέπει να κρατούν στο χέρι τους οι…
Νόμιζα πως θα ‘λεγε «οι Δίες» και του είπα:
— Κεραυνούς!
Με κοίταξε αμήχανος.
— Αδερφέ μου! Είμαστε απόστολοι! Κεραυνός, τώρα για μας, είναι ο Λόγος!
— Και πότε θα βροντήσει;
Με κοίταξε αμήχανα.
— Λένε… στην επέτειο του Βαλαωρίτη. Δεν ξέρω. Έτσι μου είπαν Και ξέρεις πού; Δεν πάει ο νους σου… Στον Ιερό Βράχο. Ναι, στην ποδιά της Ακρόπολης. Στο Θέατρο του Αττικού. Θα το πίστευες;
— Δυστυχώς ναι, του λέω.
Απογοητεύτηκα. Αυτό το πελώριο θέατρο ήταν χάος. Θα του κατάπινε τη φωνή.
[…]
Ας έρθουμε γρήγορα σ’ αυτή τη μέρα… την ιστορική μέρα του μεγαλείου του και της αποκοτιάς του. Είχε υπερπλημμυρίσει το αρχαίο θέατρο. Σκαρφάλωσαν ως και στα βράχια του, γαντζώθηκαν απάνω τους. Ως και στις πέτρες του Ιερού Βράχου. Ελάχιστοι είχαν πάει για ν’ ακούσουν. Τι ν’ ακούσεις μες σ’ εκείνο το χάος; Είχαν πάει να δώσουν το «παρόν».
Κάποτε, τέλος, η ιεροτελεστία άρχισε. Πρώτος βγήκε ο Κατηφόρης. Τι είπε; Δεν ακούσαμε ούτε τον ψίθυρό του. Ύστερα ανέβηκε ο Σικελιανός. Ούτε «Κυρίες και κύριοι», ούτε «αγαπητοί μου φίλοι». Τίποτ’ απ’ αυτά, τα βαρετά και τ’ άχαρα. Ο Ποιητής γέμισε πρώτα τα στήθια του με αέρα, και κατόπι εξακόντισε μια φωνή, που έκανε να τρίξουν και τ’ αρχαία μάρμαρα. Η φωνή ανέβηκε πρώτα ως την Πνύκα, και κατόπι ανακυκλώθηκε προς του Φιλοππάου.
Πάρ’ ένα σβώλο, Mήτρο,
και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!
O χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελιώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ’ αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!…
Eξέχασες και δε μ’ ακούς;… εσένα κράζω, Mήτρο.
Διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!
και διώξ’ εκείνα τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!
O χερουλάτης έφαγε τ’ άχαρα δάχτυλά μου
και στην αλετροπόδα μου ελιώσαν τα ήπατά μου.
Δυό μήνες έρεψα εδεδώ, εσάπισα στη νώπη
μ’ αρρώστια, με γεράματα! Bάσανα, νήστεια, κόποι
γι’ αυτό το έρμο το ψωμί! Kαι τώρα που προβαίνει
σγουρό, χολάτο από τη γη, που πριν το φαν χορταίνει
τα λιμασμένα μου παιδιά, να το πατούν εμπρός μου
με τόση απίστευτη απονιά οι δυνατοί του κόσμου!…
Eξέχασες και δε μ’ ακούς;… εσένα κράζω, Mήτρο.
Διώξε, σου λέγω, τα σκυλιά, που μου χαλούν το φύτρο!
Η ουρανοδύναμη φωνή αμέσως σκεπάστηκε απ’ τη βουή του Λαού. Και όταν, σε λίγο, αυτή κόπασε, ξανακούστηκε η φωνή του Εξάγγελου, ανεβαίνοντας σε δυσθεώρητα ύψη. Οι φρουροί του καταχτητή, που φύλαγαν το εφιαλτικό τους πανί με τον αγκυλωτό, μαρμάρωσαν ακίνητοι στα κράσπεδα του Βράχου. Τότε… μόνο τότε κατάλαβαν, ποια χώρα ήρθαν να πατήσουν! Εκεί, μπροστά στα μάτια τους, ζωντάνεψαν οι μύθοι. Οι παλιοί μύθοι, για τ’ απίστευτα αναδραγαθήματα.
***
[Βιογραφικό και την Εργογραφία του Άγγελου Σικελιανού από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου]
Ο Άγγελος Σικελιανός γεννήθηκε στη Λευκάδα, γιος του Ιωάννη Σικελιανού και της Χαρίκλειας το γένος Στεφανίτση. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε κοντά στον πατέρα του. Στη Λευκάδα ολοκλήρωσε το Δημοτικό σχολείο, το Ελληνικό Σχολείο και το Γυμνάσιο. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του άρχισε η πρώτη ενασχόλησή του με την ποίηση.
Το 1901 έφυγε για την Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην Αθήνα ήρθε σ’ επαφή με τη Νέα Σκηνή του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου όπου δούλεψε ως ηθοποιός. Το 1902 πραγματοποίησε τις πρώτες δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής, ανάμεσά τους ο Διόνυσος και ταΠαναθήναια, ενώ ένα χρόνο αργότερα συνεργάστηκε με το Νουμά. Το 1904 ξεκίνησε την πορεία του προς μια πιο μεγαλόπνοη ποιητική γραφή μέσα από τις σελίδες του Ακρίτα και ένα χρόνο αργότερα έφυγε για τη Λιβύη, όπου έγραψε τον Αλαφροΐσκιωτο, που εκδόθηκε το 1909 γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία.
Το 1906 επέστρεψε στη Λευκάδα. Τότε άρχισε η συμβίωσή του με την Εύα Πάλμερ (1874-1952), την οποία είχε γνωρίσει το 1905 στο σπίτι της αδερφής του Πηνελόπης και παντρεύτηκε το 1907 στην Αμερική. Μετά το γάμο το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και γνωρίστηκε με τους φιλολογικούς κύκλους. Τον επόμενο χρόνο γεννήθηκε ο γιος τους Γλαύκος. Το 1910 ο Σικελιανός πήρε μέρος στην ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου και τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το Δελφικό Ύμνο και έφυγε με τη σύζυγό του για το Παρίσι όπου παρακολούθησαν παράσταση αρχαίου δράματος από το ζεύγος Ντόνκαν. Τον ίδιο χρόνο πέθανε ο πατέρας του. Στις αρχές του 1912 επισκέφτηκε ξανά το Παρίσι. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε στους Βαλκανικούς πολέμους.
Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα το 1913 εξακολούθησε να δημοσιεύει ποιήματα στο Νουμά ως το Νοέμβριο του 1914, οπότε γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη, με τον οποίο συνδέθηκε με βαθιά φιλία, και αναχώρησε μαζί του για το Άγιο Όρος και για μια περιήγηση ανά την Ελλάδα. Μαζί με τον Καζαντζάκη τέθηκαν το 1915 με το μέρος του Βενιζέλου κατά τη ρήξη του έλληνα πολιτικού με το Παλάτι. Το 1917 πέθανε η αδερφή του Πηνελόπη. Το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου επισκέφτηκε την Πραστοβά της Μάνης μαζί με τον Καζαντζάκη και το 1919 την Ολυμπία και την Επίδαυρο. Το 1920 έμεινε με τη σύζυγό του στη Συκιά Κορινθίας και το 1921 έφυγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Επέστρεψε στη Συκιά και την ίδια χρονιά στράφηκε προς μια ολοκληρωμένη σύλληψη της Δελφικής Ιδέας, υπό την επίδραση της Μικρασιατικής Εκστρατείας, των επιπτώσεων του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της έκρηξης της Ρωσικής Επανάστασης.
Το καλοκαίρι του 1922 έφυγε για την Αγόριανη, όπου μελέτησε την πρακτική εφαρμογή της Δελφικής Ιδέας και πληροφορήθηκε τη Μικρασιατική Καταστροφή. Τον επόμενο χρόνο έδωσε είκοσι διαλέξεις στη Νομική Σχολή με θέμα τη έκφραση της ιδέας της παγκόσμιας ειρήνης και αδελφοσύνης ανά τους αιώνες. Το 1924 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στους Δελφούς όπου συνέχισαν την προεργασία για την υλοποίηση της Δελφικής Ιδέας. Στους Δελφούς τάφηκε η μητέρα του που πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Ο Σικελιανός είχε νωρίτερα προσκαλέσει διανοούμενους από όλο τον κόσμο στο μελλοντικό Διεθνές Κέντρο των Δελφών. Τον Ιούνιο απήγγειλε την Ωδή στο Βαλαωρίτη κατά τη διάρκεια του εορτασμού των εκατό χρόνων από τη γέννηση του ποιητή στη Λευκάδα.
Το Μάιο του 1927 εγκαινιάστηκαν οι Δελφικές γιορτές που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία στην Ελλάδα και είχαν απήχηση στο εξωτερικό. Δυο χρόνια αργότερα στην Ιόνιο Ανθολογία δημοσιεύτηκε άρθρο που πρότεινε το Σικελιανό για το βραβείο Νόμπελ και η Ακαδημία Αθηνών τίμησε το ζεύγος Σικελιανού για την αναβίωση των Δελφικών Εορτών. Το 1930 πραγματοποιήθηκαν οι δεύτερες Δελφικές Εορτές με την παρουσία πολιτικών παραγόντων και εξίσου μεγάλη επιτυχία με τις πρώτες. Κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων χρόνων ιδρύθηκε η Δελφική Ένωση με κρατική μέριμνα, ο Σικελιανός προσκλήθηκε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τον Πωλ Γκονκούρ και τον Πωλ Βαλερύ και επιστρέφοντας στην Ελλάδα εξέδωσε μια εκπαιδευτική διακήρυξη για τη Δελφική Ένωση και το βιβλίο Δελφική Ιδέα· Ένα προανάκρουσμα.
Το 1933 πραγματοποιήθηκαν δυο παραστάσεις της τραγωδίας του Σικελιανού Ο Διθύραμβος του Ρόδου σε σκηνοθεσία δική του με τη συνεργασία της Εύας. Τον επόμενο χρόνο έγιναν κάποιες κρατικές προσπάθειες για την ίδρυση του Δελφικού Κέντρου, οι οποίες όμως δεν ολοκληρώθηκαν. Στο Παρίσι ο Λουί Ρουσσέλ πρόβαλε το όνομα του Σικελιανού με μια σειρά άρθρων στο περιοδικό Libre. Το 1936 ο Σικελιανός εξέδωσε με διακήρυξη για την οργάνωση των Δελφικών Εορτών και του Δελφικού πνευματικού κέντρου.
Το 1938 γνωρίστηκε με την Άννα Καραμάνη την οποία παντρεύτηκε στην Ελευσίνα το 1940. Τον ίδιο χρόνο έγραψε τη Σίβυλλα. Με τη δεύτερη γυναίκα του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ταξίδεψε στην Αίγινα. Το 1943 απήγγειλε το ποίημα «Ηχήστε οι σάλπιγγες» κατά τη διάρκεια της κηδείας του Κωστή Παλαμά. Το 1944 άρχισε να έχει προβλήματα υγείας. Το 1946 προτάθηκε δυο φορές από την Εταιρεία Ελλήνων λογοτεχνών για το βραβείο Νόμπελ, τη δεύτερη από κοινού με τον Καζαντζάκη, και μαζί με τον τελευταίο προσφώνησαν τον Πωλ Ελυάρ στην τιμητική υποδοχή του στην Αθήνα. Το 1947 εκλέχτηκε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και προτάθηκε ξανά – αυτή τη φορά από ομάδα ευρωπαίων συγγραφέων – για το βραβείο Νόμπελ. Το 1950 έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση και πέθανε το 1951.
Το λογοτεχνικό έργο του Σικελιανού υπηρέτησε τη μεγαλόπνοη κοσμοθεωρία του για το ρόλο του ποιητή ως θιασώτη και ιεραπόστολου μιας θρησκευτικής ιδεολογίας, η οποία ενσωματώνοντας την παράδοση της πορείας του κόσμου μέσα στους αιώνες οραματίζεται την επανασύνδεση του ανθρώπου με τον αρχετυπικό Μύθο της ενιαίας ψυχοσωματικής υπόστασης. Στο θεωρητικό αυτό στοχασμό ο Σικελιανός υπέταξε τα εκφραστικά του μέσα. Υιοθέτησε μια προ- και αντι- λογική έκφραση τόσο στην ποίηση, όσο και στις τραγωδίες του και αφομοίωσε ποικίλες πνευματικές επιδράσεις. Στα κείμενά του συνυπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν στα ρεύματα του ρομαντισμού, του αισθητισμού, του συμβολισμού αλλά και στους αρχαίους έλληνες ορφικούς και προσωκρατικούς φιλοσόφους.
1.Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Άγγελου Σικελιανού βλ. Anton John P., «Σικελιανός Άγγελος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 9α΄. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988 και Τετράδια Ευθύνης 11. Αθήνα, 1980. |
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1
• Αλεξόπουλος Κώστας, «Ο τελευταίος ρομαντικός και χρήσεις του παρελθόντος», Η Λέξη126, 3-4/1995, σ.142-155.
• Αλιβιζάτου Λιλή Κ., «Ο Άγγελος Σικελιανός και το βραβείο Nobel · Μερικά καινούρια στοιχεία από το αρχείο του Γιώργου Θεοτοκά», Διαβάζω46, 9-10/1981, σ.64-71. • Αυγέρης Μάρκος, Ο Σικελιανός· Κριτική μελέτη. Αθήνα, Ίκαρος, 1957. • Βαλέτας Γ.Μ., «Σικελιανός Άγγελος», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια21. Αθήνα, Πυρσός, 1933. • Βρεττάκος Νικηφόρος, «Μια συνέντευξη με τον Άγγελο Σικελιανό», Η Μάχη, 4/6/1950. • Γαραντούδης Ευριπίδης, «Ο ‘ελευθερωμένος δεκαπεντασύλλαβος’ του Αλαφροΐσκιωτου», Παλίμψηστον12 (Ηράκλειο), 12/1992, σ.205-222. • Γεωργουσόπουλος Κώστας, «Η μέθη του μύθου», Η Λέξη126, 3-4/1995, σ.138-140. • Γιοφύλλης Φ., «Συμπλήρωση στη Βιβλιογραφία Α.Σικελιανού», Ο ΒιβλιόφιλοςΕ΄, 1-3/1951, αρ.1, σ.6. • Γρηγόρης Γεράσιμος (επιμέλεια – σύνθεση), Σικελιανός 1884-1951· Βίος, Έργα, Ανθολογία, Κριτικές Εικόνες, Βιβλιογραφία. Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 1981. (εκδ. β΄ συμπληρωμένη). • Δεληγιαννάκη Ναταλία Γ., «Ο Σικελιανός και η μεσαιωνική παράδοση (Ο Θάνατος του Διγενή και το Ακριτικό Έπος)», Παλίμψηστον8 (Ηράκλειο), 6/1989, σ.125-149. • Δημόπουλος Τάκης, Σικελιανός ο ορφικός. Αθήνα, Ίκαρος, 1981. • Δημόπουλος Τάκης, Σικελιανός· Η διαλεκτική ενός λυρικού βίου. Αθήνα, Ίκαρος, 1971. • Κάσσος Βαγγέλης, «Ο θάνατος ως θάμπος και έκφραση στην ποίηση του Άγγελου Σικελιανού», Ακτή14, Άνοιξη 1993, σ.201207. • Καραντώνης Ανδρέας (επιμ.), Παλαμάς – Σικελιανός – Καβάφης. Αθήνα, Αετός, 1955 (στη σειρά Βασική Βιβλιοθήκη, αρ.25). • Καραντώνης Ανδρέας, «Αναδρομή στον Σικελιανό», Από τον Σολωμό ως τον Μυριβήλη (λογοτεχνικά μελετήματα), σ.264-278. Αθήνα, Εστία, χ.χ. • Καραντώνης Ανδρέας, «Άγγελος Σικελιανός», Φυσιογνωμίες· Τόμος πρώτος, σ.376-398. Αθήνα, Παπαδήμας, 1977. • Καραντώνης Ανδρέας, «Άγγελος Σικελιανός», Φυσιογνωμίες· Τόμος δεύτερος, σ.362-413. Αθήνα, Παπαδήμας, 1977. • Κατσίμπαλης Γ.Κ., Βιβλιογραφία Α.Σικελιανού. Αθήνα, Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία Α.Ε., 1946. • Κατσίμπαλης Γ.Κ., «Συμπλήρωμα Βιβλιογραφίας Α.Σικελιανού», Νέα ΕστίαΝΒ΄, Χριστούγεννα 1952, αρ.611, σ.218-241. • Καψωμένος Γ. Ερατοσθένης, «Άγγελου Σικελιανού Μήτηρ θεού: Ο μηχανισμός της μυθοπλασίας», Πόρφυρας66 (Κέρκυρα), 6-10/1993, σ.21-30. • Κοκόρης Δημήτρης, «Άγγελος Σικελιανός: Μετρική ποικιλομορφία και ιδεολογικό σύμπαν», Πόρφυρας66 (Κέρκυρα), 6-10/1993, σ.50-56. • Κοπιδάκης Μιχάλης Ζ., «Η αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο του Α.Σικελιανού· Σχόλια στην εικονοποιία του ποιήματος», Παλίμψηστον4 (Ηράκλειο), 7/1987, σ.105-113. • Κουμπάτης Ντίνος, Ο αγνοημένος προφήτης Άγγελος Σικελιανός· Η μεταφυσική στη ζωή και το έργο του. Αθήνα, Γλάρος, 1981. • Κουμπάτης Ντίνος, Ο Άγγελος Σικελιανός δίπλα στην Εύα Πάλμερ. Εκδόση του Οργανισμού Επτανησιακού Θεάτρου, 1981. • Μέντη Δώρα, «Άγγελος Σικελιανός: Η ‘μυστική΄εφηβεία και το όραμα του ποιητή», Πόρφυρας66 (Κέρκυρα), 6-10/1993, σ.46-49. • Μπούρλος Γιώργος, Μνήμη Άγγελου Σικελιανού. Αθήνα, Δίφρος, 1971. • Ξύδης Θεόδωρος, Άγγελος Σικελιανός. Αθήνα, Ίκαρος, 1973 (και έκδοση β΄ Αθήνα, Ίκαρος, 1979). • Πανσέληνος Ασημάκης, Άγγελος Σικελιανός· ή Τα πολιτικά πρόσωπα των θεών. Αθήνα, Κέδρος, 1981. • Παπαδάκη Λία, Το εφηβικό πρότυπο και η δελφική προσπάθεια του Άγγελου Σικελιανού. Αθήνα, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, 1995. • Παπανούτσος Ε.Π., Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός. Αθήνα, Άλφα, 1949. • Πολίτης Λίνος, «Α.Σικελιανός», Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σ.235-244. Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1985. • Πρεβελάκης Παντελής, Άγγελος Σικελιανός• Τρία κεφάλαια βιογραφίας κ’ ένας πρόλογος. Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 1984. • Σαββίδης Γ.Π., «Βιβλιογραφικά στο Σικελιανό (1909-1945)», Επιθεώρησις Ηώς7, 1966, αρ.103, σ.305-336. • Σικελιανού Άννα, Η ζωή μου με τον Άγγελο. Αθήνα, Εστία, χ.χ. • Σκαρτσής Σωκράτης Λ. (επιμέλεια), Πρακτικά Δέκατου Έκτου Συμποσίου Ποίησης. Πάτρα, Αχαϊκές Εκδόσεις, 1998. • Τσούτσουρα Μαρία, «Το ιστορικό βάθος στην προβληματική και την αισθητική της αναβίωσης του χορού στις Δελφικές Γιορτές», Πόρφυρας66, (Κέρκυρα), 6-10/1993, σ.31-45. • Φράγκου – Κικίλια Ρίτσα, «Ξαναδιαβάζοντας τον Άγγελο Σικελιανό», Διαβάζω46, 9-10/1981, σ.42-63. • Φράγκου- Κικίλια Ρίτσα, Πέντε μελετήματα για τον Άγγελο Σικελιανό. Αθήνα, Θεωρία, 1984. • Φυλακτός Αντρέας, Η πορεία της ποιητικής αυτογνωσίας του Άγγελου Σικελιανού. Λευκωσία, έκδοση περ. Ακτή, 1992. • Φυλακτός Αντρέας, Ο Λυρικός Βίος του Άγγελου Σικελιανού · Από το ατομικό στο ομαδικό πνεύμα. Λευκωσία, έκδοση του περ. Ακτή, 1994. • Anton John P., «Σικελιανός Άγγελος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό9α’. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1988. • Carrieres Marcel, Une contribution de Marque a l’idee meditareneenne: Sikelianos et l’ idee delphique. Athenes, 1953. • Ekdawi Sarah, «Το αντικείμενο του πόθου στους Ίμερους του Άγγελου Σικελιανού», Ακτή14, Άνοιξη 1993, σ.208-212. • Jacquin Renee, L’esprit de Delphes: Anghelos Sikelianos. Aix en Provence, Universite de Provence, 1988. • Sherrard Philip, «An approach to the meaning of myth in the poetry of Sikelianos», Ancient Greek Myth in Modern Greek Poetry• Essays in memory of C.A.Trypanis• edited by Peter Mackridge, σ.45-52. London, Frank Cass, 1996. Αφιερώματα περιοδικών • Αγγλοελληνική Επιθεώρηση4, 5-6/1950, αρ.11. • Πρόσπερος5 (Κέρκυρα), 1951. • Νέα Εστία50, ετ.ΚΕ΄, 1η/7/1951, αρ.576, σ.879-903. • Νέα Εστία52, ετ.ΚΣΤ΄, Χριστούγεννα 1952, αρ.611. • Νέα Εστία80, 1η/7/1966, αρ.936. • Νέα Εστία90, 1η/7/1971, αρ.1056. • Κριτικά Φύλλα3, 12/1974, αρ.18. • Κριτικά Φύλλα4, 12/1975, αρ.28-30. • Νέα Εστία99, 15/6/1976, αρ.1175. • Τετράδια Ευθύνης11. Αθήνα, 1980 (έκδοση β’) (με τίτλο Κότινος στον Άγγελο Σικελιανό• Τριάντα χρόνια από το θάνατό του). • Κείμενα της μεθορίου7, 1982 (σειρά της περιοδικής έκδοσης Ευθύνη), με τίτλο Σικελιανός• Η συνάντηση των Δελφών. Τριάντα χρόνια από τον θάνατό του. • Νέα Εστία115, ετ.ΝΗ΄, 15/3/1984, αρ.1361. • Επτά Ημέρες (Καθημερινής), 6/7/1997. 1. Για περισσότερα βιβλιογραφικά στοιχεία του Άγγελου Σικελιανού βλ. Κατσίμπαλης Γ.Κ., Βιβλιογραφία Α.Σικελιανού. Αθήνα, 1946 , Κατσίμπαλης Γ.Κ., «Συμπλήρωμα Βιβλιογραφίας Α.Σικελιανού», Νέα Εστία52, ετ.ΚΣΤ΄, Χριστούγεννα 1952, αρ.611, σ.218-241, Χατζηδάκη Ευγενία, «Συμπλήρωμα στη Βιβλιογραφία Α.Σικελιανού του Γ.Κατσίμπαλη· Για τις Δελφικές Εορτές και την Εύα», Σικελιανός 1884-1951· Βίος, Έργα, Ανθολογία, Κριτικές Εικόνες, Βιβλιογραφία· Επιμέλεια – Σύνθεση Γεράσιμος Γρηγόρης. Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 1981 (εκδ. β΄ συμπληρωμένη), Χατζηφώτης Ι.Μ., Εργογραφία-Βιβλιογραφία Άγγελου Σικελιανού· 1953-1981, Άγγελος Σικελιανός· Βιβλιογραφία· Εκδόσεις. Αθήνα, Βιβλιοφιλία, 1981 και Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Βιβλιογραφικά Σικελιανού (1980-1982). Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1983. |
Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις) 1Ι.Ποίηση • Αλαφροΐσκιωτος. Αθήνα, τυπ.Π.Δ.Σακελλαρίου, [1909]. • Πρόλογος στη ΖωήΑ΄. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1915. • Πρόλογος στη ΖωήΒ΄. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1915. • Πρόλογος στη ΖωήΓ΄. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1916. • Το ποίημα. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1918. • Στίχοι· Βιβλίο Α΄. Αθήνα, έκδοση Νέων, 1920. • Ωδή στο Βαλαωρίτη. Δελφοί, χ.ε., 1925. • Δελφικός Λόγος. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1927. • Ο όρκος των κοινοτήτων προς τη Μάνα Ελλάδα. 1930. • Ακριτικά (1941-1942). Αθήνα, 1942. • Αντίδωρο. Αθήνα, τυπ. Ελληνικής Εκδοτικής Εταιρείας, 1943. • Μήτηρ Θεού. Αθήνα, τυπ. Ελληνικής Εκδοτικής Εταιρείας, 1944. ΙΙ.Θέατρο • Ο τελευταίος ορφικός διθύραμβος· Ή ο διθύραμβος του ρόδου. Αθήνα, τυπ.Μουσικών Χρονικών, 1932 [και επιμελημένη έκδοση Δημόπουλος Τάκης, Ο «Διθύραμβος του Ρόδου» του Σικελιανού• Κείμενο- Σημειώματα- Επιλεγόμενα. Αθήνα, έκδοση Κύκλου, 1934]. • Ο Δαίδαλος στην Κρήτη. Αθήνα, τυπ. Ελληνικής Εκδοτικής Εταιρείας, 1943. • Σίβυλλα. Αθήνα, τυπ. Ελληνικής Εκδοτικής Εταιρείας, 1944. • Ο Χριστός στη Ρώμη. Αθήνα, Άλφα, 1946. ΙΙΙ.Μελέτες, άρθρα, ομιλίες • Auguste Rodin. Αλεξάνδρεια, έκδοση Γραμμάτων, χ.χ. (και Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1918). • Περικλής Γιαννόπουλος. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1919. • Ανοιχτό Υπόμνημα στη Μεγαλειότητά Του. χ.τ., χ.ε., 1922. • Δελφικές Εορτές. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1926. • Δελφικός ΛόγοςΙ · Λόγος Σπερματικός. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1918. • Δελφική Έκκληση. 1930. • Δελφικό Πανεπιστήμιο. Αθήνα, τυπ. Π.Δ.Σακελλαρίου, 1930. (προσχέδιο) • Δελφικές Εορτές 1930· Ιδρυτής Άγγελος Σικελιανός· Fetes de Delphes 1930· Fondees par Angelos Sikelianos. 1930. • Δελφικός Χαιρετισμός προς του αδελφούς Έλληνες της Αιγύπτου και προς την Μητέρα Αίγυπτο. 1930. • Η Δελφική Ιδέα· Ομιλία Πρώτη. Αθήνα, τυπ.Π.Δ.Σακελλαρίου, 1931. • Η Δελφική Ένωση · Ένα προανάκρουσμα. Αθήνα, 1932. • Ένα νέο υπαίθριο θέατρο στην Αθήνα· Un nouveau theatre en plain air a Athenes. Αθήνα, τυπ.Εστίας, 1933. • Κωστής Παλαμάς. Αθήνα, Άλφα, 1943. • Ο πρώτος πανηγυρικός της απελευθέρωσης · Ηχήστε οι σάλπιγγες. Αθήνα, εκτύπωσις εργοστασίου Βιτσικουνάκη, [1944]. • Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο. Αθήνα, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1988. IV.Συγκεντρωτικές εκδόσεις • Τα Λυρικά του Σικελιανού. Αθήνα, Πυρσός, 1935. (πρόλογος-εκλογή Άγις Θέρος) • Λυρικός ΒίοςΑ΄. Αθήνα, Οι Φίλοι του Βιβλίου, 1946. • Λυρικός ΒίοςΒ΄. Αθήνα, Οι Φίλοι του Βιβλίου, 1946. • Λυρικός ΒίοςΓ΄. Αθήνα, Οι Φίλοι του Βιβλίου, 1947. • Γράμματα του Άγγελου Σικελιανού. Αθήνα, Μαυρίδης, 1952. • Λυρικός ΒίοςΔ΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1965. • Λυρικός ΒίοςΕ΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1968. • Λυρικός ΒίοςΣτ΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1969. • ΘυμέληΑ΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1970. • ΘυμέληΒ΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1971. • ΘυμέληΓ΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1975. • Γράμματα στην Άννα· Πρόλογος Άννας Σικελιανού. Αθήνα, Ίκαρος, 1980. • Ανθολόγημα· 30 χρόνια από το θάνατό του· Εισαγωγή Παντελή Πρεβελάκη. Αθήνα, Ο.Ε.Δ.Β., 1981. • Πεζός ΛόγοςΑ΄. Αθήνα, Ίκαρος, 1978. • Πεζός ΛόγοςΒ΄· Δελφικά (1921-1951)· Φιλολογική Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδη. Αθήνα, Ίκαρος, 1980. • Πεζός ΛόγοςΓ΄ (1929-1938) · Φιλολογική Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης. Αθήνα, Ίκαρος, [1981]. • Πεζός ΛόγοςΕ΄ (1945-1951) · Φιλολογική Επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης. Αθήνα, Ίκαρος, 1985. • Νεοελληνική Βιβλιοθήκη3· Ανθολόγιο από την ποίηση του Άγγελου Σικελιανού. Λευκωσία, Ελληνικός Πνευματικός Όμιλος Κύπρου, 1981. • Τριαντατρία και τρία ανέκδοτα κείμενα·1902-1950· (Επιστολές, ποιήματα κλπ.)· Παρουσίαση Γ.Π.Σαββίδης. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1981. • Μια κατάθεση ψυχής. Αθήνα, Ίκαρος, 1996. 1. Για περισσότερα εργογραφικά στοιχεία του Άγγελου Σικελιανού βλ. Κατσίμπαλης Γ.Κ., Βιβλιογραφία Α.Σικελιανού. Αθήνα, 1946 , Κατσίμπαλης Γ.Κ., «Συμπλήρωμα Βιβλιογραφίας Α.Σικελιανού», Νέα ΕστίαΝΒ΄, Χριστούγεννα 1952, αρ.611, σ.218-241, Χατζηδάκη Ευγενία, «Συμπλήρωμα στη Βιβλιογραφία Α.Σικελιανού του Γ.Κατσίμπαλη· Για τις Δελφικές Εορτές και την Εύα», Γρηγόρης Γεράσιμος (επιμέλεια – σύνθεση), Σικελιανός 1884-1951· Βίος, Έργα, Ανθολογία, Κριτικές Εικόνες, Βιβλιογραφία. Εταιρεία Λευκαδικών Μελετών, 1981 (εκδ. β΄ συμπληρωμένη), Χατζηφώτης Ι.Μ., -Βιβλιογραφία Άγγελου Σικελιανού· 1953-1981, Άγγελος Σικελιανός· Βιβλιογραφία· Εκδόσεις. Αθήνα, Βιβλιοφιλία, 1981 και Δημήτρης Δασκαλόπουλος, Βιβλιογραφικά Σικελιανού (1980-1982). Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1983. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου