Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

[ Σημείωμα αυτοκτονίας | Αν Σέξτον ]



***
Καλύτερα
από τα σκουλήκια που μιλούν
στην οπλή της φοράδας στο λιβάδι∙
καλύτερα
από την εποχή των νεαρών κοριτσιών
που χύνουν το αίμα τους˙
καλύτερα κάπως
να ρίξω γρήγορα τον εαυτό μου
μέσα σ’ ένα παλιό δωμάτιο.
Καλύτερα (είπε κάποιος)
να μη γεννηθεί
κι ακόμα καλύτερα
να μη γεννηθεί δυο φορές
στα δεκατρία
όπου στο οικοτροφείο,
κάθε χρονιά η κρεβατοκάμαρα,
έπιανε φωτιά.
Αγαπητέ φίλε,
Θα έχω να βυθιστώ με εκατοντάδες άλλων
με έναν ανελκυστήρα σερβίτσιων προς την κόλαση.
Θα είμαι ένα ελαφρύ πράγμα.
Θα εισέλθω στον θάνατο
σαν τον χαμένο φακό επαφής κάποιου.
Η ζωή κατά το ήμισυ διευρύνεται.
Τα ψάρια και οι κουκουβάγιες είναι αγριεμένες σήμερα.
Η ζωή γέρνει μπρος πίσω.
Ακόμα και οι σφήκες δεν μπορούν να βρουν τα μάτια μου.
Ναι,
μάτια που κάποτε ήταν άμεσα.
Μάτια που έχουν υπάρξει πράγματι άγρυπνα,
μάτια που είπαν ολόκληρη την ιστορία -
φτωχά άλαλα ζώα.
Μάτια που διαπεράστηκαν,
μικρά κεφάλια καρφιών,
ανοικτοί γαλάζιοι πυροβολισμοί.
Και κάποτε
με στόμα σαν φλιτζάνι,
πηλός χρωματιστός ή αίμα βαμμένο,
ανοικτό σαν κυματοθραύστης
για τον χαμένο ωκεανό
και ανοικτό σαν την θηλιά
για το πρώτο κεφάλι.
Μια φορά κι έναν καιρό
λαχταρούσα τον Ιησού.
Ω λαχτάρα μου! Λαχτάρα μου!
Πριν γεράσει
εισήλθε ήρεμα εποχούμενος στην Ιερουσαλήμ
γυρεύοντας το θάνατο.
Αυτή τη φορά
Σίγουρα
δε ζητώ κατανόηση
κι ακόμα ελπίζω πως όλοι οι άλλοι
θα στρέψουν τα κεφάλια τους όταν ένα κοπάδι ψάρια που δεν έκανε πρόβα θα πηδήξει
στην επιφάνεια της λίμνης Έκο˙
όταν το σεληνόφως,
που η χαμηλότερή του νότα δυνάμωσε,
πληγώνει κάποιο κτίριο στη Βοστόνη,
όταν το αληθινά όμορφο κείται μαζί.
Σίγουρα, το σκέφτομαι αυτό,
και θα το σκεφτόμουν περισσότερο
εάν δεν ήμουν… εάν δεν ήμουν
σ’ εκείνη την παλιά πυρκαγιά.
Μπορώ να παραδεχτώ
πως ήμουνα μοναχά μια δειλή
φωνάζοντας εμένα εμένα εμένα
και δεν παρατήρησα τις μικρές σκνίπες, τους σκόρους,
εξαναγκασμένοι απ’ την κατάσταση
να ρουφήξουν τον ηλεκτρικό βολβό.
Αλλά σίγουρα εσύ γνωρίζεις πως καθένας έχει έναν θάνατο,
τον δικό του θάνατο,
περιμένοντάς τον.
Έτσι θα φύγω τώρα
χωρίς τα γηρατειά ή την αρρώστια,
παράφορα μα με ακρίβεια,
γνωρίζοντας τον καλύτερο δρόμο μου,
πάνω σ’ αυτό το γάιδαρο παιχνίδι που καβάλησα όλα αυτά τα χρόνια,
χωρίς ποτέ να ρωτώ, «Που πηγαίνουμε;»
Οδεύαμε (που να’ ξερα)
σ’ αυτό.
Αγαπητέ φίλε,
σε παρακαλώ μη σκέφτεσαι
πως σχηματίζω στο μυαλό μου κιθάρες που παίζουν
ή τον πατέρα μου να λυγίζει τ’ οστό του.
Ούτε καν περιμένω το στόμα της μάνας μου.
Ξέρω πως έχω πεθάνει πιο πριν –
μια το Νοέμβριο, μια τον Ιούνιο.
Τι περίεργο να διαλέξω τον Ιούνιο και πάλι,
τόσο συμπαγής με τα πράσινα στήθη του και τις κοιλιές του.
Φυσικά οι κιθάρες δεν θα παίξουν!
Τα φίδια σίγουρα δεν θα προσέξουν.
Η πόλη της Νέας Υόρκης δεν θα νοιαστεί.
Το βράδυ οι νυχτερίδες θα χτυπήσουν στα δέντρα,
γνωρίζοντάς τα όλα,
βλέποντας ότι αισθάνθηκαν όλη τη μέρα
Ιούνιος 1965
Μετάφραση: Γιάννης Αντιόχου

Δεν υπάρχουν σχόλια: