Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Αποχαιρετισμός


Βραδυάζει στ’ ουρανού τα σύνορα.
Σε λίγο η θάλασσα θα χαθή
Και γω θα μείνω κρεμασμένος στα βουνά που αρχίσαν
Να πέφτουν σκοτεινά και απότομα
Στο γκρίζο φόβο του κενού.
Λίγο πιο πριν μια δέσμη απ’ άγρια λάμψη
Ψήλωσε στον ορίζοντα. Λίγο πιο πριν,
Γύρω μου οι βράχοι ξαφνιστήκαν κι αντιφεγγίσαν.
Πού πας, καράβι, με τη Μαργαρίτα;
Ωραίο και παραστατικό διακρίνεται το βάθος΄
Παιδιά χορεύουν γύρω από μια στέρνα
Κι αυτό μου φαίνεται πως είναι όλος ο κόσμος.
Κάτω από τ’ ανθισμένα σύννεφα
Κάθομαι στην προβλήτα αυτού του λιμανιού,
Εδώ που μόνο οι πιο βαθειά δυστυχισμένοι
Μπορούν ναρθούν απ’ της νυχτιάς τα τέσσερα σημεία
Και ν’ αφεθούνε μες τη ρέμβη του Θεού!
Μακρυά μια λάμψη σπαθωτή τρέμει να σβύσει
Μέσα στα σπλάχνα του γαλάζιου πεπρωμένου.
Ελπίδα τελευταία του κόσμου τούτου
Βρίσκω πιο ωραίο να σ’ αποχαιρετώ.
Ίσως ο πόνος νάναι η γκρεμισμένη μορφή της αιωνιότητος.
Ακού, κιόλας, μέσα μου φλάουτα μακρυνά και ουράνια
Θείες καμπάνες που καλούν το βήμα μου
Να περπατήση δίχως έδαφος
Ή κρεμασμένες σκάλες στον αγέρα.
Ο πόνος είναι αυτή η γαλάζια ανησυχία
Που κάνει τα φτερά να τρέμουνε στον ύπνο,
Να λάμπουν, να μεταπηδούν και να ζυγίζωνται
Το βράδυ στην κορφή μιας ξερής πέτρας.
Φωτεινό χαμόγελο της ειμαρμένης,
Που λάμπεις γύρω μου στις σκληρές πέτρες,
Αποθεώνεις το τίποτε
Τη γύμνια και τον άνεμο που με νανουρίζει.
Μου μένει ακόμη αυτό το πρόβλημα
Του ήλιου που γυρίζει πάνω μου
Και δεν μ’ αφίνει να πεθάνω.
Αν μ’ ερωτούσαν θάλεγα: Δεν θέλω.
Αν με ξαναρωτούσαν θάλεγα πως δεν μπορώ.
Κι αν με ρωτούσαν πάλι, θάσκυβα το πρόσωπο
Και θάγραφα στην άμμο με το δάχτυλο.
Όταν πια το καράβι θάχη αράξει
Σεις, πουλιά, να γυρίσετε!
Πάντα κάποιος θα βρίσκεται να σας υποδεχτή.
Σας γνωρίζουμε μας γνωρίζετε. Είμαστε μεις και σεις.
Σκεφθήτε λίγο τούτο το μυστήριο
Της αναχώρησης και της επιστροφής!
Γλυκειά ταραχή μετά το σαλπάρισμα!
Γυρεύω ν’ αναπνεύσω τον καπνό
Δείχνοντας τ’ ανοιγμένα δάχτυλα
Που λάμπουν κι εξομολογιούνται.
Τί κράτησα απ’ τον ήλιο που σκορπίστηκε
Τόσες χιλιάδες μέρες στις πλαγιές,
Στις όμορφες κοιλάδες και στη στέγη μου;
Α, εαυτέ μου! Όλα προπορεύονται.
Ουσία μου, αναπλήρωσε τη φύση
Που έκαμε κύκλο γύρω μου κι αρχίζει
Με δέος απ’ όλα τα σημεία μου ν’ αποσύρεται.
Σε λίγο, πια, δεν θάναι τίποτε,
Δίχως έν’ άστρο απ’ τις μυριάδες τ’ άστρα,
Που κρέμουνται ψηλά, να λάμπει πάνω μου.
Στο νυσταγμένο πεζοπόρο, στο καλύβι
Του κάμπου με την ανοιγμένη πόρτα,
Που μια μητέρα θα χαϊδεύει το παιδί της.
Έν’ άστρο υπάρχει εκεί ψηλά για κάθε πέτρα.
Θέλω να ονειρευτώ τον εαυτό μου υπέροχο
Κατάστερο κι ευτυχισμένο!
Να σηκωθώ απ’ το Βράχο και να λάμψει η παρουσία μου
Χιλιάδες λεύγες μες στον ουρανό.
Τίποτε δεν μ’ αγάπησε! Τα χέρια μου
Γιομάτα από σοφία και πραότητα
Έμειναν ανοιχτά σε όλο τον κόσμο.
Ένα άσπρο φως χαϊδεύει τον ορίζοντα.
Τ’ άσπρο καράβι θάχει προσεγγίσει.
Η μέρα ξαναπλώνεται. Είναι ώρα
Να ξαναβγώ περίπατο στον ουρανό.
Πούναι η χαρά σου; Κρώζουν τα κοράκια.
Είναι παράξενο πολύ που με τα δέντρα έχω την ίδια στέγη.
Ξαναπαίρνω το δρόμο μου, ενώ ο ήλιος,
Γέρνοντας λίγο, ίδιος πάνω απ’ όλα,
Κοντοστέκει ευγενικός με το ραβδί μου
Και συμβαδίζει πλαϊ μου.
,
.
Νικηφόρος Βρεττάκος

**Το ποίημα είχε αποστείλει ο ποιητής
στον Γιώργο Σαραντάρη, πιθανότατα το 1939.

Δεν υπάρχουν σχόλια: