Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Τριστὰν Τζαρά


Δύο ποιήματα
(ἀπὸ τὰ πρώτα του)
γραμμένα στὴν ρουμανική
Μετάφραση: Δημήτρης Κανελλόπουλος*

Σούρουπο


Γυρίζουν οἱ γλάροι μὲ τ’ ἀστέρια τῶν νερῶν
μοιράζουν κομμάτια τῶν φτωχῶν, μετρώντας τῶν τυφλῶν τὶς
προσευχὲς
καθὼς οἱ αὐτοκράτορες ἐξέρχονται στοὺς κήπους, τὴν ὥρα αὐτὴ
ποὺ μοιάζει μὲ τὶς γκραβούρες που παλιώνουν
τὴν ὥρα αὐτὴ ποὺ οἱ ὑπηρέτες μπανιαρίζουν τὰ σκυλιὰ τοῦ
κυνηγιοῦ
ὅταν τὸ φῶς τὰ γάντια του φοράει
ἄνοιξε τὸ παραθύρι σου λοιπὸν — μετὰ
θὰ ἐξέλθει ἡ νύχτα ἀπ’ τὴν καλύβα, σὰν τὸ κουκούτσι ἀπ’ τὸ
ροδάκινο
ὅπως ὁ ἱερέας ἀπὸ τὸν ναό,
ὁ Θεὸς : ξαίνει τὰ μαλλιὰ τῶν ἐρωτευμένων πιστῶν,
μὲ τὸ μελάνι βάφει τὰ πουλιά, κι ανανεώνει τις φρουρές του
φεγγαριού.
— Ἐμπρὸς νὰ πιάσουμε τοὺς σκαραβαίους
καὶ μέσα στὸ κουτὶ νὰ τοὺς κλείσουμε
— Πᾶμε στὸ ρυάκι
νὰ φτιάξουμε δοχεῖα μὲ τὸν πηλὸ
— Πᾶμε στὴν πηγὴ νὰ σὲ φιλήσω
— Πᾶμε στὸ κοινοτικό το πάρκο
μέχρι τὰ κοκόρια νὰ λαλήσουν
καὶ τὴν πόλη νὰ ξυπνήσουν
— Ἢ στὸ γεφυράκι νὰ πλαγιάσουμε ἔξω ἀπ’ τὸ μαντρὶ
καθὼς θὰ σὲ τσιμπᾶ τὸ ξερὸ χορτάρι ἀκούγοντας τὸν μηρυκασμὸ
τῶν ἀγελάδων
κάτι ποὺ στὰ μοσχαράκια φέρνει θλίψη
νὰ φύγουμε, νὰ φύγουμε.


1913, Mangalia
Contimporanul, an. III, nr. 45, mai 1924




Ἀμφιβολίες


—Ἔβγαλα τὸ παλιὸ ὄνειρο ἀπ’ τὸ κουτὶ ὅπως ἐσὺ βγάζεις ἀπ’ αὐτὸ
τὸ καπέλο σου


Ὅπως ἐσὺ στολίζεσαι φορώντας ἕνα φόρεμα μὲ πολλὰ κουμπιὰ
Ὅπως πιάνεις τοὺς λαγοὺς ἀπὸ τ’ αὐτιὰ
Καθὼς γυρνᾶς ἀπ’ τὸ κυνήγι
Ὅπως διαλέγεις τ’ ἄνθη ἀπ’ τ’ ἀγκάθια
Καὶ τὸν φίλο μέσα ἀπ’ τοὺς φρουροὺς


Κοίταξε τί μοῦ συνέβη
Τὴν νύχτα ποὺ ἔρχεσαι ἀθόρυβα σὰν κατσαρίδα
Σὰν τὸ καλύτερο γιατρικό, ὅταν οἱ στίχοι μου ἀνάβουν στὴν ψυχὴ
φωτιὰ
Κοιμᾶμαι. Ὁ ὕπνος εἶναι κῆπος χαρτογραφημένος μὲ τὴν
ἀμφιβολία
Δὲν γνωρίζεις τί εἶναι ἀληθινὸ καὶ τί ὄχι
Σοῦ φαίνεται ὅτι εἶσαι κλέφτης καὶ σκοτώνεις
Μετὰ σοῦ λένε ὅτι ἦταν ἕνας στρατιώτης
Μὲ ἐμένα, ἔτσι ἀκριβῶς σοῦ λένε
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο σὲ κάλεσα νὰ μοῦ πεῖς —χωρὶς νὰ λαθέψεις
Τί εἶναι ἀλήθεια — καὶ τί ὄχι


1914-1915
Primele Poeme, editura unu, 1934


*Τὴν μετάφραση ἀφιερώνω στοὺς φίλους Σωτήρη Γεραλῆ καὶ Θεόφιλο Τρομπούλη, τοὺς ὁποίους εὐχαριστῶ γιὰ τὶς καίριες παρατηρήσεις τους




Ὁ Τριστὰν Τζαρὰ (πραγματικό του ὅνομα Sami Rosenstock) γεννήθηκε στὸ Moineşti τῆς Ρουμανίας, στὶς 16 Ἀπριλίου 1896 καὶ ἔφυγε ἀπὸ τὴ ζωὴ στὸ Παρίσι, στὶς 24 Δεκεμβρίου 1963). Ἦταν Γάλλος ποιητὴς, ρουμανικῆς καταγωγῆς, ἰδρυτὴς τοῦ κινήματος τοῦ Ντανταϊσμοῦ, ἑνὸς ρεύματος μὲ κύριο στόχο τὴν αἰσθητικὴ πρόκληση καὶ τὴν ἀποδόμηση τῆς γλώσσας. Στὰ τέλη τοῦ 1929 ἐγκατέλειψε τὸν Ντανταϊσμὸ καὶ μεταπήδησε στὴν ὁμάδα τῶν υπερρεαλιστῶν. Προσπάθειά του ἦταν νὰ συνενώσει τὸν ὑπερρεαλισμὸ μὲ τὸν Μαρξισμό.Στὴ διάρκεια τοῦ Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου ἔλαβε μέρος στὴν Γαλλικὴ Ἀντίσταση ἐνῶ τὸ 1947 προσχώρησε καὶ στὸ Κομμουνιστικὸ Κόμμα Γαλλίας.

http://oropedio.blogspot.gr/2013/09/blog-post.html?spref=fb

Δεν υπάρχουν σχόλια: