Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

[Εδω Έφαγα Τα Στήθεια Μου] Του Μάρκου Μέσκου

 
Ο Στέργιος
 
Το βουνό γονάτιζε νύχτα με το τσεκούρι και χαραυγές
τα ξύλα στην πόλη κατέβαζε με τα μουλάρια.
Στέργιο τον έλεγαν κι είχε πέντε παιδιά –όλα κορίτσια.
Παράλυτος πήγε από κακή ασθένεια και γυναίκες.
Και τη γυναίκα είχε του σπιτιού
αυτός φωνές και χωρατά καθώς ξεφόρτωνε τα ζώα στην αυλή
κι εκείνη σιωπηλά επιτιμώντας τον
γιατί πουλάει το βουνό τόσο φθηνά
και χαραμίζει τη ζωή του.

  
Λεμονάδικα
 
Άνθη κερασιάς, σταφύλι από την ξέρα του ήλιου
τα στάρκεν ωριμάζουνε με το νερό και τη φεγγερή σελήνη
ως και το χιονισμένο κάστανο κουβαλούσα
ψωμί σπίτι να πάω, να σκληρύνω την πληγή μου.
 
Καρπούζια! –εδώ έφαγα τα στήθεια μου
Σταφύλι! –εδώ έφαγα τα στήθεια μου
Λεμόνια! –εδώ έφαγα τα στήθεια μου
Λεμονάδικα – φορτηγά – αχθοφόροι μ’ ανθισμένες πλάτες…
 
  
Προαίσθημα
 
Από τη στέγη περνούσαν πράγματα πολλά
καπνός πνοές ανέμου φύλλα φθινοπωρινά
ο ίσκιος του ήλιου στο γύρισμα
του χελιδονιού η γλώσσα στο ζενίθ
τα ξιπόλητα πόδια των πουλιών δειλινές ώρες
κόκκινη κλώσα ή στέγη
μα εκείνο απομένει: η μαύρη κάργα στην καταχνιά
με το φοβερό ράμφος τοκ τοκ, τοκ τοκ
έμβολο θανάτου στο κρανίο. 
Και η σιωπή του κρεμασμένου μέσα.
 
 
[Από τη συλλογή “Άλογα στον Ιππόδρομο”]
http://www.bibliotheque.gr/article/26303

Δεν υπάρχουν σχόλια: