Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2018

[Δέκα Ποιήματα] Του Στρατή Παρέλη


On 10 January, 2018 by BIBLIOTHEQUE








[Φθινόπωρο…]
  
Το επιθετικό φθινόπωρο
Γυμνό σαν πόδι γίγαντα που χωλαίνει,
Και η βροχή που στόλισε τα έωλα φύλλα
Με τα διαμάντια της- κρασάτη, καθαρή βροχή·
Περισπάται ο άνεμος 
κι αν δεις, 
οι βελανιδιές γεμίζουν με μπαρούτι την όραση·
Άοκνα πουλιά κουρνιάζουν θέλοντας την στιγμιαία ευφράδεια των ουρανών·
Ο χρόνος συνωμότης που μιλάει το αύριο·
Υγρασία πλατιά σαν γύρος περί τον αόρατο άξονα της αστραπής·
Φύση και θέση φθινοπωρινή ευκρασία..











 [Ισορροπίες στο γινάτι..]

  
Συγχρονισμός φύλλο να αγαπά το φύλλο και να εκμυστηρεύονται λόγια αέρινα λιγάκι πριν την οριστική τους σιωπή-
  
Συνυπάρχουν οι εθνότητες, 
ο πολιτισμός είναι φιλέρημο μυστικό των λαών· 
  
Όσο γυρίζω από μέρος σε μέρος, καταλαβαίνω: 
πουθενά δεν ευδοκιμεί ο ανήσυχος νους· 
  
είναι σαν των πουλιών οι διμοιρίες που αφήνουν τα δάση και πετούν πάνω από τους ουρανούς των πόλεων, αναζητώντας μια σωστή προσευχή
για κείνον που καλά τα έπλασε!
  
Ευθύνομαι για τεθλασμένες που στα χέρια μου δεν ξαναγίναν ευθείες, ευθύνομαι
για συμπεριφορές που δείλιασαν να προχωρήσουνε στην ρήξη όταν 
η ρήξη ήταν η μόνο διέξοδος-
  
Ευθύνομαι για τις ευθύνες μου που πρέπει να ενστερνιστώ..












[Θα χαθούμε έτσι λοιπόν…]
  
Οι ηλιαχτίδες σε χορεύουν, οι δέσμες του φωτός που να διαβείς
τα όνειρα που στενάζουν λαβωμένα 
στον ύπνο που δεν μπόρεσε να γίνει 
ένα λιβάδι αγωνιστικό-
  
Το σώμα που δεν μιλά κι όμως όλα τα λέει, 
η σκόνη που σκεπάζει την πραγματικότητα 
ως να την κάνει ήσυχα να συντριβεί,
χειρονομίες, φερσίματα, βοή
από μια μέρα που ωραία στοιβάζεται 
μες την ανυπαρξία-
  
Μια δίνη ανέμου που θα πραγματώσει την απώλεια,
μια σκόρπια συνήθεια που θα χαθούμε κάπου κι εμείς
όπως οι περισσότεροι πέρασαν και έτσι χαθήκαν,
θάνατος μέσα στους θανάτους-
να είσαι ή να μην είσαι, εγωισμός που εξαερώθηκε, πάμε χαμένοι λοιπόν
πίσω από τα κτίρια που εγκαταλείφθηκαν στην μοίρα τους, πίσω 
από το θλιβερό προάστιο που φλόγες βγάζει, αφήνοντας
να ερμηνεύσει λάθος όλα η καρδιά μας..
 










  
[Τα λόγια…]
  
Τα λόγια έρχονται σε μένα για να βρουν ζάχαρη των παρομοιώσεων.
Ανθίζουν κάποια, γίνονται σαν προσευχές
προς ένα μακρινό αστέρι που ποτέ δεν υπήρξε·
Τα λόγια σεμνύνονται μες τις κοιλάδες του ουρανού, είναι αφηνιασμένα άτια
που τρέχουν προς τον βορά, στα μέρη των αρχαίων πατρίδων μας.
Τα λόγια που είπα και είπες.
  
Όταν συναντούν τα δάκρυα, τα λόγια ιριδίζουν σαν οψιδιανού χάντρες που κρατούν εντός τους όλα τα πάθη του ορυχείου.
Και στολίζουν με κραυγαλέο θάρρος το μπεγλέρι του καιρού. Τα λόγια
στρατηγούν επάνω στην μελαγχολία μας- μέχρι
που εκείνη ξεγίνεται και στην θέση της μένει
συλλαβή μία που να την αποστηθίζει ο χρόνος του γιαλού κι ο πόντος.











  
[Το απόγευμα…]
  
Το απόγευμα κωλυσιεργεί τις ερωτοπαθείς μυρωδιές των βασιλικών
και η μουσούδα του αέρα χώνεται 
μες τις λινάτσες των νεφών, 
σκούζοντας επιμόνως για ένα “έλα”…
Τα χρώματα κατευθύνουν τον νου μας στο άπειρο.
Κι εμείς από τα χρώματα είμαστε καμωμένοι, από την λυρική 
δομή των ουρανών, 
κι ας στηρίζουμε με τα αισθήματά μας τον νεόκοπο ήλιο κι ας είμαστε κολλημένοι στον βράχο
της νοσταλγίας..
Μας στολίζει ο στόμφος του καλοκαιριού
ακόμα, 
και μας έχει πλασμένους η τραχιά, 
ακύμαντη πέτρα 
του Έρωτα, 
βοά μες τις φλέβες μας, όταν ακίνητοι μένουμε, τερπνά τρυγώντας
φιλιά μέσα στο βράδιασμα.
Μια μουσική ωφέλιμη στις ψυχές σκορπά τριγύρω, 
ακούραστος ο αέρας μαγκώνει τις πλάτες του στον βαρύ τροχό της μέρας, στα ρολόγια στέκεται η σιωπή, την ώρα 
που εμείς ακολουθούμε την μεγάλη δίψα 
του κορμιού 
και στα σώματα επάνω παίζουμε
το συναρπαστικό ξεφλούδισμα της συνουσίας, ως την στιγμή
που ενώνονται οι παράλληλες ευθείες σε μια γονιμοποιημένη τελεία
που μιλά φθόγγους ερωτικούς και υπερβάλλοντα ζήλο
της αγάπης..
 









  
  
[Λεπτομέρειες του μεσημεριού…]
  
Άοκνο φως που οσμίζεται την κόψη του αλατιού,
Μπερδεύεται μες τα έκκεντρα φύλλα
Του ευκάλυπτου και νομοθετεί γαλάζια πάνω 
στον πάπυρο της μέρας.
  
Οι ορθόδοξες θεωρίες των ρόδων κατευθύνουν την χαρά στο ανοικτό μου τετράδιο.
Μαστίζουν την έμπνευση οι ηλιαχτίδες του ορίζοντα.
Χέρια εργάτη βάφουνε την μάντρα με απολυμαντικό ασβέστη. 
Έχει χρεία από Θεό ο κόσμος, έχει προσήλωση.
  
Μία γαλή αγάπησε τον κύνα και μαζί παίζουν στην πίσω αλάνα της επάνω γειτονιάς.
Μια σφήγκα ένιωσε τα αισθήματα της μέλισσας-
Και το νερό επούλωσε στην διψασμένη γη
Τραύματα φθινοπώρου και τον πυρετό του χοϊκού συνόλου.
  
Λεπτομερώς τα γράφω. Σαν να μου δόθηκε, για να τα πω, ο χρωστήρας.
Στην Κυριακή που ντράπηκε η ψυχή μου να θελήσει
Μια λέξη που να την κρατούν κειμήλιο οι ανοιγμένοι ουρανοί..








  
  
    
  
[Ανάδραση..]
  
Όταν σκοτεινιάζουν οι κόσμοι
Τα μάτια σου είναι δυο μυδράλια που βάλουν ενάντια στην ερημιά.
Συναντώ την κατάθλιψή μου· με παιδεύει· δαγκώνομαι.
Στον ύπνο μου βασανίζομαι απ’ τον ξύπνο μου.
Πώς φθάρηκαν οι μέρες μας και σαπίσαν!
Ένα μουχλιασμένο φως έρπει επάνω στις σκέψεις.
Μόνο η παρουσία σου είναι ορθοφωνία αγγέλων και ιερουργεί μες το δωμάτιο
Ή μέσα στο τοπίο που εκβάλει ευλάβεια πάνω στα αγχωμένα στιχάκια μου..










  
  
[Ερωτικό αλλιώς..]
  
Διασχίζουν τον ουρανό
Θραύσματα άστρων 
και περνούν 
τις συμπαντικές γαλαρίες
Του κορμιού σου-
  
Ήχοι μακρινοί,
Τραγούδια που ξεθύμαναν
Τρυπούν την ησυχία 
κι έρχονται
Σε μένα-
  
Φευγάτη είσαι όμως, 
ερωτική θεά
Που έλειψε κι αναστατώθηκαν τα πλάτη-
  
Ξυπνώ μες τον θόρυβο
Οι ουρανοί συγκλίνουν
Δεν αντέχω τόση απώλεια
Έλα βρίσκοντας τρόπους να μηδενίσεις 
τις αποστάσεις
Πιο ερωτική φωλιά δεν θα βρεις 
από των στίχων μου το μετάξι..









  
  
[Που λέμε, επί του συνόλου…]
  
Αν είναι να δύει κάτι ας είναι ο ήλιος
Χρυσός όταν τον απόκτησα σαν ένα νόμισμα στην τσέπη μου    και σίγουρος
Για την αξία του, αήττητος φίλος
Που σκοτίζει την νύχτα και φοβερίζει τα κραταιά πουλιά της
Άστοργα.
                                  Απ’ όπου
Κι αν ήρθα, μύριζε καλοκαίρι και φρούτο
Που παραωρίμασε· η πόλη ήθελε Αττική και παραλίες που γέμισαν κόσμο
Όχι εκείνες που περπάτησα χειμώνα κι ένας γλάρος
Με παρακολουθούσε διακριτικά αξιοσέβαστος
Και μακρινός επιστήθιος φίλος.
Τώρα στην κάψα γδύνονται κοπέλες
Και οι λουόμενοι βουτούν στα ήσυχα νερά της θάλασσας, εμμένοντας
Σε κάτι που δεν είναι εποχή που θα περάσει, αλλά μια φρυκτωρία
Που διαλαλεί τον πόλεμο με την αγρύπνια που είχα- κυνηγώντας
Λέξεις φαντάσματα και φασαρίες στο μυαλό μου επί του συνόλου…










  
[Το γκράφιτι των ονείρων…]
  
Το κουρδίζω και ξεκουρδίζεται
είναι ένα δέντρο που περπάτησε να φύγει απ’ τον παράδεισο
τώρα κοιμάται μες τα όνειρά μου
επικό-
  
στον σοβά των σπιτιών, στην πέρα συνοικία
τα παιδιά ζωγραφίζουν αλλόκοτα γκράφιτι
ξημερώνει και βραδιάζει
αντηχούν ψυχές μεροκαματιάρηδων αντηχούν 
γέλια και φωνές το προάστιο αντηχεί καθώς
επικρεμάται στον καλόγνωμο ορίζοντα της καθημερινότητας-
  
κάπου εκεί σε γυρεύω κάπου εκεί είμαι αλήτης που αυθαδιά 
ενάντια στο πρόσωπο του αιώνα
κάπου εκεί αγαπώ να διεκδικώ την κηδεμονία των ιδεών, να θέλω 
τα ουράνια ατοπήματα καθώς αυτά χαράσσουν πάνω μου τα εμβλήματα μιας αστραπής
που αξιώνεται στίχους θριαμβικούς και έννοιες 
τόσες αγάπης..



artworks : Edmond Simpson 









 http://www.bibliotheque.gr/article/68490




Δεν υπάρχουν σχόλια: