Ο ποιητής Σταμάτης Πολενάκης
Ο ποιητής Σταμάτης Πολενάκης (φωτο: Αλέξιος Μάινας, αρχείο Αποικία)

ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΤΗΣ ΜΕΡΣΕΔΕΣ

Με αφορμή τη βράβευση του βιβλίου Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες του ποιητή Σταμάτη Πολενάκη (*1970) με το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Αναγνώστης (6.6.2017),
ένα δείγμα από το βιβλίο:
Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες - εξώφυλλο βιβλίουΑντίo Γρανάδα αντίο Μάλαγα αντίο Χαέν
πέφτουν οι πόλεις πίσω μας η μια μετά την άλλη
πέφτουν οι πόλεις
θ’ αφήσω όλα τα ερωτήματα αναπάντητα
αγαθοί ηλικιωμένοι πολιτοφύλακες
της Guardia Civil
που τους έπιασε κι αυτούς στον ύπνο ο πόλεμος
πίνουν μαζί μας κρασάκι και τρώνε λουκάνικα
αλλά εγώ που βρέθηκα στα τοπία των μαχών
στη Χαράμα και στην Τερουέλ
εγώ που διάβηκα τον Έβρο ποταμό
κάτω από τη λάμψη των φωτοβολίδων
κάτω από το κροτάλισμα των εχθρικών πολυβόλων
εγώ που πίστεψα στην παγκόσμια επανάσταση
εγώ που έγραψα στο νερό ποιήματα
που δεν διάβασε ποτέ κανείς
εγώ ο τελευταίος επιζών της ταξιαρχίας Λίνκολν
δεν καταδέχομαι να παραδώσω το περίστροφο
με το οποίο πυροβόλησα κάποτε τους ουρανούς
και τους μακρινούς πλανήτες που περιστρέφονται
δεν καταδέχομαι να επιστρέψω στα παλιά τοπία των μαχών
στη Χαράμα και στην Τερουέλ
επειδή έχασα την ομπρέλα μου και βρέχει ακόμα
καταρρακτωδώς στην Ισπανία
κι επειδή κάποτε στον υπόγειο
της Νέας Υόρκης είδα με τα ίδια μου τα μάτια
έναν φτωχό πλανόδιο πωλητή να πετά
το εμπόρευμά του καταγής και να πηδά
ξαφνικά στις γραμμές του τραίνου
και η κυκλοφορία ευθύς διακόπηκε
και ο σταθμός εκκενώθηκε
κι από τότε δεν ξαναφάνηκαν ποτέ
στα μέρη μας ούτε η ωραία
τυφλή ανθοπώλις της ταινίας του Τσάπλιν
ούτε το ρακένδυτο παιδί που ονομαζόταν
Όλιβερ Τουίστ
ούτε ο μέγας ζογκλέρ Ενρίκο Ραστέλι
πλησιάζει όμως ο καιρός που θ’ ανοίξουμε
όλοι τις φλέβες μας και θα κοκκινίσει
ο κόσμος όπως ακριβώς προέβλεψε
κάποτε η τσιγγάνα Μερσέδες εκείνη η ωραία
ανδαλουσιάνα Μερσέδες που εκτός των άλλων
χαρισμάτων της ήξερε τον τρόπο να περνά
ανέπαφη μέσα από τις φλόγες
πράγμα αδιανόητο αλλά για εκείνη
τίποτα δεν ήταν αδιανόητο
κι έτσι λοιπόν δεν είχε διστάσει
να διασχίσει μια νύχτα
ολόκληρη τη ναρκοθετημένη πεδιάδα
μόνο και μόνο για να περάσει απέναντι
στο χωριό της κι έπειτα
επέστρεψε θριαμβευτικά διασχίζοντας
ξανά από την αρχή τη ναρκοθετημένη
πεδιάδα και μας έφερε κούτες ολόκληρες
με τσιγάρα και χοιρομέρι
απ’ το χωριό της περίφημο χοιρομέρι
απ’ το χωριό της και τη θυμάμαι ακόμα
θα θυμάμαι για πάντα τη Μερσέδες που φτερούγισε
πλην όμως πρόφθασε να μας δείξει
πώς να διασχίζουμε ατάραχοι τα φοβερά
ναρκοπέδια απλώς μ’ ένα τριαντάφυλλο στο στόμα
και νομίζω επίσης ότι πριν τον πόλεμο υπήρξε χορεύτρια
χορεύτρια που είχε σαγηνεύσει τους πάντες
όχι μόνο στη Γρανάδα αλλά και στο Παρίσι
και στη Δαμασκό και ήμουν κι εγώ
ξετρελαμένος μαζί της τότε
όπως και όλοι εξάλλου αλλά εκείνη
δεν ανήκε σ’ αυτό τον κόσμο
και ως εκ τούτου οι προσπάθειές μου
δε μπορούσαν παρά να πέσουν
στο κενό και ο έρωτάς μου υπήρξε μάταιος
όπως όλοι οι έρωτες
και σας παρακαλώ να το θυμάστε αυτό
Για όλους αυτούς τους λόγους δεν πρόκειται
να παραδώσω το περίστροφό μου
ούτε πρόκειται να επιστρέψω ποτέ
στα παλιά τοπία των μαχών
στη Χαράμα και στην Τερουέλ
απ’ όπου αποχώρησα κάποτε μ’ ένα πελώριο
τραύμα στο στήθος το οποίο δεν υπήρξε
θανατηφόρο τελικά αλλά θα το φέρω
σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου
και εις τους αιώνας των αιώνων επειδή
διέσχισα κι εγώ τα Πυρηναία μαζί
με τις χιλιάδες των προσφύγων διέσχισα
τα Πυρηναία μαζί με τα απελπισμένα
πλήθη της ήττας
και θα θυμάμαι για πάντα
τους τυφλούς και τους σακατεμένους
και τους ετοιμοθάνατους που διέσχισαν
μαζί μου τα σκοτεινά αφιλόξενα βουνά
και πολλοί έκλαιγαν με λυγμούς
σαν μικρά παιδιά έκλαιγαν με λυγμούς
και ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που κατάφεραν
να περάσουν τα κλειστά σύνορα αλλά κανείς
δεν μας υποδέχθηκε ποτέ με ανοιχτές
αγκάλες από καμία πλευρά των συνόρων
κανείς ποτέ εμάς που βρεθήκαμε στα τοπία
των μαχών στη Χαράμα και στην Τερουέλ
εμάς που κληρονομήσαμε ένα πελώριο
τραύμα στο στήθος
και θα το κουβαλάμε πάνω μας
εις τους αιώνας των αιώνων
κανείς δεν μας υποδέχθηκε
ποτέ πουθενά εμάς τους φτωχούς
αθώους ψαράδες της Γαλιλαίας που μαζεύαμε
με θλίψη τα άδεια δίχτυα μας κανείς
δεν βρέθηκε να μας δεχθεί πουθενά
με αποτέλεσμα πολλοί
μέσα στην απελπισία τους
να ξαπλώσουν εκεί στη μέση της ερημιάς
μέχρι να πεθάνουν αβοήθητοι
και άλλοι που άκουσαν το βραχνό
τραγούδι των Σειρήνων μέσα από τα γκρίζα
κύματα του Port Bou
προτίμησαν να γλιτώσουν αυτοκτονώντας
και έβρεχε καταρρακτωδώς όπως βρέχει
πάντοτε στην Ισπανία
και από την άλλη μεριά των συνόρων
έβρεχε επίσης επειδή απ’ τη μεριά
του παραδείσου πνέει πάντοτε
μια φοβερή θύελλα αλλά όλα αυτά
συνέβησαν πριν από πολλά
χρόνια και πέρασαν αιώνες μέχρι
να συνηθίσω τη νέα μου ζωή ως βετεράνος
ενός ένδοξου αγώνα που προδόθηκε
ενός πολέμου που δεν
μπορούσε να χαθεί αλλά χάθηκε
ως επιζών της θρυλικής
ταξιαρχίας Λίνκολν
τώρα έπρεπε και πάλι να βγάλω
τα προς το ζην έτσι αναγκάστηκα
να κάνω ένα σωρό βρωμοδουλειές
έφθασα στο σημείο να πάρω μέρος
σε σικέ αγώνες πυγμαχίας απ’ τους οποίους
αποχώρησα με σπασμένα πλευρά
κι ένα σωρό σπασμένα δόντια αλλά τουλάχιστον
έμεινα με την ικανοποίηση ότι τελικά
δεν κάθισα μέχρι τέλους να τις φάω
αντίθετα κατάφερα να βγάλω νοκ- άουτ
με μια και μόνο γροθιά τον θηριώδη
πυγμάχο Βίνσεντ Λούκας πρωταθλητή
βαρέων βαρών εγώ που δεν είχα την παραμικρή
ιδέα από πυγμαχία κατόρθωσα μάλλον κατά λάθος
να σωριάσω σαν άδειο σακί τον φοβερό μου αντίπαλο
με μια και μόνο γροθιά αλλά βέβαια εκείνος
δεν μου το συγχώρεσε ποτέ αυτό
και μου ψιθύρισε στ’ αυτί ότι
θα με βρει μια μέρα και θα με λιανίσει
θα μου κόψει τα πόδια με το πριόνι
και μπορεί και να την πραγματοποιούσε
την απειλή του αν μ’ έβρισκε
γιατί όπως αργότερα έμαθα ο θηριώδης
πυγμάχος Βίνσεντ Λούκας πρωταθλητής
βαρέων βαρών ήταν πρωτοπαλίκαρο
του τρομερού Σαλβατόρε Μπαμπίνο
αφεντικού της μαφίας της Νέας Υόρκης
και ανιψιού του Λάκι Λουτσιάνο αλλά ποτέ
δεν μ’ ανακάλυψαν ευτυχώς
και το πιο αστείο απ’ όλα είναι ότι σήμερα
από ένα παράξενο παιχνίδι
της μοίρας ο πυγμάχος κι εγώ
είμαστε τρόφιμοι στο ίδιο
άσυλο γερόντων εγώ μόλις τον είδα
αμέσως τον αναγνώρισα τον άλλοτε
φοβερό μου αντίπαλο κι ας πέρασαν
από τότε ένα σωρό χρόνια αλλά αυτός
δεν με θυμάται καθόλου ευτυχώς
και για τους δυο μας γιατί αλλιώς
θα ‘πρεπε να χυθεί αίμα αλλά αυτός
ούτε καν θυμάται ότι
κάποτε στα νιάτα του υπήρξε ο περίφημος
Βίνσεντ Λούκας πρωταθλητής βαρέων βαρών
στην πυγμαχία πρωτοπαλίκαρο
του τρομερού Σαλβατόρε Μπαμπίνο
αφεντικού της μαφίας της Νέας Υόρκης
και ανιψιού του Λάκι Λουτσιάνο
τίποτα δεν θυμάται ο καημένος
ούτε ρίχνει πια γροθιές σε κανέναν
μόνο κλάνει διαρκώς στην τραπεζαρία
την ώρα του φαγητού
και αδειάζει πρωί και βράδυ
τη μασέλα του στο νερό
Εδώ πρέπει ακόμα να πω ότι
κατά τη διάρκεια της σύντομης
σταδιοδρομίας μου ως μποξέρ είχα
την παράξενη τύχη να συναντήσω
μια κάπως αλλόκοτη κυρία
ακαθορίστου ηλικίας και μακρινή
απόγονο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε
όπως η ίδια ισχυριζόταν
η οποία κάλυπτε ως δημοσιογράφος
τους αγώνες της πυγμαχίας και μου χάρισε μάλιστα
ένα ωραίο δαχτυλίδι με γαλάζια πέτρα
ήταν το ίδιο ακριβώς
που είχε δωρίσει ούτε λίγο ούτε πολύ
ο ίδιος ο μεγάλος και βασανισμένος συγγραφέας
στην εξαδέλφη και σύζυγό του Βιργινία
η οποία πέθανε δυστυχώς πολύ νέα
κορίτσι ακόμα και ο ποιητής την έκλαψε
πικρά κι έπειτα άρχισε να περιπλανιέται
ολομόναχος στις ταβέρνες και στα καταγώγια
της Βαλτιμόρης ώσπου
τον βρήκαν νεκρό στη μέση του δρόμου
με το δαχτυλίδι της Βιργινίας στην τσέπη
είμαι δε βέβαιος ότι αυτό το δαχτυλίδι
είχε μαγικές ιδιότητες για τις οποίες
θα σας μιλήσω ίσως κάποια άλλη φορά
~~..~~
Ο ποιητής Σταμάτης Πολενάκης (φωτο: Αλέξιος Μάινας) Δείγμα γραφής από το ποιητικό βιβλίο:
Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες
εκδ. Μικρή Άρκτος, 2016
σελ. 46
ISBN 978-960-8104-78-5
Ο Σταμάτης Πολενάκης γεννήθηκε το 1970 στην Αθήνα. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου στη σχολή Σταυράκου και παρακολούθησε μαθήματα ισπανικού πολιτισμού στο πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, πιο πρόσφατη: Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες (εκδόσεις Μικρή Άρκτος, 2016 – Βραβείο Ποίησης περιοδικού Αναγνώστης, 2017). Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά και καταλανικά.