Αναγνώστες

Γιατὶ τὸ ξέρω· πιὸ βαθιὰ κι ἀπ᾿ τὸν πηχτὸν ἀστρόφως, κρυμμένος σὰν ἀετός, μὲ περιμένει, ἐκεῖ ποὺ πιὰ ὁ θεῖος ἀρχίζει ζόφος, ὁ πρῶτος μου ἑαυτός... ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ

Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

ΟΛΟΝΥΚΤΙΑ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ


Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί.
Γεννιέται η άνοιξη, άνοιξη τραγουδήστρα· άνοιξη όπως τότε που
γεννήθηκε ο κόσμος
άνοιξη ξανασμίγουν οι αγάπες, άνοιξη, ξανασμίγουν τα πουλιά
και λύνει τα μαλλιά το δάσος κάτω από γαμήλιες μπόρες.
Αύριο η πλέκουσα τους έρωτες ανάμεσα σε σκιές δέντρων
πράσινα καλυβάκια πλέκει με βεργούλες της μυρτιάς,
αύριο η Διώνη τους νόμους της κηρύττει σε ψηλό θρόνο ανεβασμένη.
Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί.
Τότε από το ύψιστό της αίμα η θάλασσα με τον ογκώδη της αφρό,
ανάμεσα σε γαλανούς θιάσους και σε δίποδα άλογα,
έκανε τη Διώνη αυτή που στα θαλάσσια κύματα, κύμα κι αυτή, κινείται.
Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί.
Αυτή, την εποχή κόκκινη χρωματίζει με ανθηρά αναβλύσμτα,
αυτές τις ρώγες που υψώνονται σε φύσημα Πουνέντε
σπρώχνει, φουσκώνοντάς τες σε μπουμπούκια, τα από καθαρή δροσιά
που αφήνει η αύρα της νυκτός και διασπείρουν το χυμώδες μούσκεμα.
Κοίτα πως λάμπουν δάκρυα φοβερά σαν πέσουν απ’ το βάρος!
Γρήγορη η σταγόνα σταματά να πέφτει σ’ ένα μικρούλη κόμπο.
Κοίτα πως η πορφύρα του άνθους δείχνει ένα κοκκίνισμα!
Η υγρασία εκείνη που τ’ αστέρια αποστάζουν τις καθάριες νύχτες
το πρωινό γυμνώνει ρώγες παρθενικές απ’ το υγρό τους πέπλο.
Αυτή διέταξε ότι το πρωί θ’ αρραβωνιάζονται τα μουσκεμένα τα
παρθενικά τα ρόδα.
Από το αίμα της Κυπρίδας καμωμένη κι απ’ τα φιλιά του Έρωτα,
από πετράδια κι από φλόγες και πορφύρα μόνο,
αύριο αυτή τη ντροπή που κρύβονταν κάτω από πέπλο κόκκινο,
δεν θα ντραπεί η παντρεμένη να την σπάσει για χάρη μόνο μιας
υπόσχεσης.
Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί.
Η ίδια η Θέα διέταξε τις νύμφες να μπουν στο δάσος της μυρτιάς.
Ο γιός τις συνοδεύει, αν και δεν είναι δυνατόν να το πιστέψεις
πως ο έρωτας είναι διακοπές, αν κουβαλάει μαζί τα βέλη του.
Νύμφες εμπρός, άφησα τα όπλα, ο Έρωτας είναι σε διακοπές!
Τον διέταξε άοπλος να πηγαίνει, τον διέταξε γυμνός να προχωρεί
για να μη βλάψει με τόξο και βέλος, για να μη βλάψει με φωτιά.
Μα όμως, νύμφες, να προσέχετε, γιατί ο Έρως είναι όμορφος.
Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί.
Η Αφροδίτη εμπρός σου στέλνει παρθένες ντροπαλές όπως εσύ·
ένα μονάχα πράγμα σου ζητάμε: ν ‘αποσυρθείς, κόρη της Δήλου,
για να είναι το δάσος δίχως αίματα και σκοτωμούς θηρίων.
Εκείνη να σου το ζητήσει ήθελε αν μπόραε να κάμψει την ντροπαλή·
εκείνη θα ήθελε να ‘ρθεις αν άρμοζε σε μια παρθένα.
Θα έβλεπες τότε πως σε τρεις νύχτες εορτής οι χοροί
ανάμεσα στη συγκεντρωμένη μάζα παρελαύνουν μέσα στα δασύλλια,
ανάμεσα σε στέμματα ανθών, σε καλυβάκια από μυρτιά ανάμεσα.
Και δε λείπουν οι Κήρες ούτε ο Βάκχος ούτε ο θεός των ποιητών.
Πρέπει να ξενυχτήσουν τραγουδώντας όλη νύχτα ασταμάτητα.
Να βασιλέψει στα δάση η Διώνη· εσύ, της Δήλου
Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί.
Η θεά πρόσταξε να βάλουμε την έδρα της ανάμεσα σε ανθούς της Ύβλας
αυτή αρχηγεύει δίνοντας νόμους, τη βοηθούν οι Χάριτες.
Η Ύβλα, σκορπίζει όλα τα άνθη που η εποχή έφερε·
Ύβλα, βάλε το φόρεμά σου από άνθη, μακρύ σαν της πλαγιές της Αίτνας.
Εδώ θα έρθουν οι παρθένες του κάμπου ή οι παρθένες του βουνού
κι αυτές που κατοικούν τα δάση, οπωρώνες και πηγές.
Σ’ όλες διατάζω να καθίσουν εδώ τη μητέρα του φτερωτού μωρού,
στα κοριτσάκια επίσης διατάζω μην εμπιστεύονται το γυμνό Έρωτα .
Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί.
[και να απλώσει σκιές πράσινες πάνω στα φρέσκα άνθη]
Αύριο θα ‘ναι η μέρα που πρώτος ο Αιθέρας έκανε γάμους.
Για να δημιουργήσει σαν πατέρας έτος ολόκληρο με νέα σύννεφα,
η γαμήλια βροχή χύθηκε στην αγκαλιά της συζύγου τροφού,
και μίγμα κάνοντας εκεί έθρεψε κάθε πλάσμα με κορμί απέραντο.
Απ’ τη μεριά της η προγεννήτρα κυβερνάει διασχίζοντας με την πνοή της
φλέβες και πνεύμα από μέσα με κρυμμένες ωθήσεις.
Δια μέσου ουρανού και γης και της θαλάσσης κάτω από τα πόδια της
έδειξε τη διαπεραστική κατάστασή της με το βήμα του σπόρου
και άφησε ο κόσμος να ξέρει πως φτάνει για να γεννηθεί.
Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί.
Αυτή έκανε Λατίνους τα εγγόνια των Τρώων,
αυτή πάντρεψε το γιο της με την κόρη από το Λαυρέντιο
κι ύστερα στον Άρη δίνει μια αγνή παρθένα από το ιερατείο
αυτή ακόμη έκλεισε τους γάμους των Ρωμαίων με τις Σαβίνες
από όπου έπρεπε να γεννηθούν οι Ράμνοι και Κηρίτες και οι γόνοι
των απογόνων τους, και ο Καίσαρ, όμοιος κι εγγόνι του Ρωμύλου.
Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί.
Τους κάμπους γονιμεύει η ηδονή, οι κάμποι ξέρουν από Αφροδίτη·
ο ίδιος ο Έρως, τέκνο της Διώνης, λένε πως γεννήθηκε στον κάμπο.
Αυτόν, όταν σπαρμένο ήταν στη γέννα, αυτή τον δέχτηκε στην αγκαλιά της·
αυτή το ανάθρεψε με τα εκλεκτά φιλιά των ανθών.
από όπου έπρεπε να γεννηθούν οι Ράμνοι και Κηρίτες και οι γόνοι
των απογόνων τους, και ο Καίσαρ, όμοιος κι εγγόνι του Ρωμύλου.
Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί.
Κοίτα και κάτω από τα σπάρτα οι ταύροι ξαπλώνουν πλευρό με πλευρό,
καθένας σίγουρος με την υπόσχεση και το ζευγάρι που του έτυχε!
Κοίτα που στη σκιά βελάζουν οι προβατίνες με τα ταίρια τους!
Και τα πουλιά που κελαηδούν η θεά διάταξε να μη σωπαίνουν.
Η δη οι κύκνοι φωνακλάδες κουφαίνουν τη λιμνούλα με βραχνή φωνή,
απαντάει η γυναίκα του Τηρέα κάτω απ΄ τη σκιά της λεύκας,
που θα πίστευες πως με μουσική φωνή εκφράζει αισθήματα αγάπης
και θα έλεγες πως δεν κλαίει την αδελφή της με αιτία το σύζυγό της
κτήνος.
Αυτή τραγουδάει εμείς σωπαίνουμε. Πότε θα φτάσει η άνοιξή μου;
Πότε θα γυρίσω σαν το χελιδόνι για να μη σωπάσω πια;
Έχασα τη Μούσα σωπαίνοντας και πια ο Φοίβος δεν ξεκουράζεται σε μένα:
έτσι η σιωπή, λοιπόν σωπάσαν, έκανε να χαθούν οι Αμύκλες
Αύριο να ερωτευτεί όποιος ποτέ του δεν υπήρξε,
κι όποιος υπήρξε ερωτευμένος, αύριο να ερωτευτεί
Απόδοση Βασίλης Λαλιώτης.

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.
 λατινικό ποίημα αβέβαιης ημερομηνίας, διαφορετικά ανατεθεί στον 2ο, 4ο ή 5ο αιώνα.
Μερικές φορές θεωρείται ότι υπήρξε από τον ποιητή Τιβεριανό , εξαιτίας ισχυρών ομοιώσεων με το ποίημά του Amnis ibat , αν και άλλοι μελετητές τον αποδίδουν στον Publius Annius Florus και άλλοι δεν βρίσκουν επαρκή στοιχεία για οποιαδήποτε αναφορά. [1] [2] Γράφτηκε δήθεν την αρχή της άνοιξης την παραμονή ενός τριήμερου φεστιβάλ της Αφροδίτης (πιθανώς 1-3 Απριλίου) σε ένα χώρο που φαίνεται να είναι Σικελία . Το ποίημα περιγράφει την ετήσια αφύπνιση του λαχανικού και του ζωικού κόσμου μέσω της «καλοήθης μεταελτουριανής» θεάς [3]η οποία έρχεται σε αντίθεση με την τραγική απομόνωση του σιωπηλού «εγώ» του ποιητή / ομιλητή ενάντια στο έρημο υπόβαθρο μιας ερειπωμένης πόλης, ένα όραμα που ωθεί τον Andrea Cucchiarelli να σημειώσει την ομοιότητα της κατασκευής του ποιήματος με τη σκληρότητα ενός ονείρου. [4] Είναι αξιοσημείωτο λόγω της εστίασής του στον φυσικό κόσμο (κάτι που δεν έχει δει ποτέ στη ρωμαϊκή ποίηση), το οποίο σηματοδοτεί τη μετάβαση από τη ρωμαϊκή ποίηση στη μεσαιωνική ποίηση . Αποτελείται από ενενήντα τρία στίχους στον τροχαϊκό σεβτενάριο και χωρίζεται σε στροφές άνισου μήκους από το φράγμα:
Cras amet qui nunquam amavit. quique amavit cras amet. Ας αύριο αγαπάει κάποιον που δεν έχει αγαπήσει και ας αύριο αρέσει εκείνος που αγαπούσε την αγάπη.
Το ποίημα τελειώνει με το τραγούδι του νυχτολούλουδου και μια οδυνηρή έκφραση προσωπικής θλίψης:
illa cantat; nos tacemus; quando ver venit meum; 
Αυτή τραγουδάει; είμαστε σιωπηλοί. Πότε θα έρθει η άνοιξη μου;

Δεν υπάρχουν σχόλια: